Στη δεύτερη γενιά επικεντρώνεται μία άκρως σημαντική έκθεση, Through a Child’s Eyes («Από τη σκοπιά του παιδιού»), στο Ελληνικό Μουσείο (στο πλαίσιο των εορτασμών των 60 χρόνων από τη συμφωνία Αυστραλίας και Ελλάδας που οδήγησε στη μαζική μετανάστευση από την Ελλάδα μετά το 1952). Στα παιδιά των μεταναστών, δηλαδή, που έφθασαν με τους γονείς τους στην Αυστραλία σε πολύ νεαρή ηλικία και μεγάλωσαν και γαλουχήθηκαν ανάμεσα σε δύο κόσμους.
Όντως, έφθασε το πλήρωμα του χρόνου να μιλήσει αυτή η γενιά για τον εαυτό της (αρκετοί ήδη το έχουν κάνει) και να συζητήσει σε βάθος το καυτό θέμα της ταυτότητας που την προβλημάτισε και την τραυμάτισε ψυχικά, ενώ, αντίθετα, για τους γονείς τους δεν τέθηκε ποτέ θέμα ταυτότητας, παρά μόνο εκτόπισης και απομόνωσης από τη χώρα τους.

Στο παραπάνω πλαίσιο, παρουσιάστηκε και το βιβλίο Call Me Emilios («Να με λέτε Αιμίλιο») του Αιμίλιου Κύρου, το οποίο ανήκει στη βιωματική λογοτεχνία και ειδικά στο είδος εκείνο που αποκαλούμε μνήμες (memoir, στα Αγγλικά) και που χρησιμοποιείται ευρέως στις μέρες μας. Οι μνήμες είναι το κατ’ εξοχήν λογοτεχνικό είδος προσωπικής εκμυστήρευσης, μαρτυρίας ή διαμαρτυρίας, και δίνεται μέσω της πρωτοπρόσωπης αφήγησης ενός μέρους ή και ολόκληρης της ζωής, του κεντρικού προσώπου, που είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Βασίζεται, δε, περισσότερο στη μνήμη και το συναίσθημα, ενώ διαφέρει από την επίσημη «ιστοριογραφία», η οποία, μέσω μιας «αντικειμενικής» αφήγησης, πρέπει να αναφερθεί συλλογικά σε γεγονότα με συγκεκριμένα στοιχεία και ημερομηνίες.

Παρ’ όλα αυτά, η λογοτεχνία αποτελεί και αυτή μία μορφή ιστορίας, αν κρίνουμε από τα λόγια του Μπαλζάκ (Γάλλου συγγραφέα του 19ου αιώνα) ότι η λογοτεχνία είναι «η κρυφή ιστορία των λαών», ή από τη δήλωση της καθηγήτριας Ιστορίας του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, Joy Damousi, ότι η λογοτεχνία παρέχει έναν αποκλειστικό τρόπο ανάλυσης της συναισθηματικής ζωής των ανθρώπων, κάτι που αδυνατεί να εκφράσει η ιστοριογραφία. Γι’ αυτό και ως ιστορικός, η Damousi χρησιμοποιεί τη λογοτεχνία ως μια ακόμη πηγή πληροφοριών στην έρευνά της.

Η δύναμη της λογοτεχνίας να αποκαλύψει κοινωνικές αλήθειες διαφαίνεται περισσότερο ακόμη στις μέρες μας όπου με τη «δημοκρατικοποίηση» της έκδοσης βιβλίων (και ειδικότερα την αυτοέκδοση η οποία όλο και αυξάνεται), η λογοτεχνία αποκτά μεγαλύτερη δύναμη στο να καταγράφει την ιστορία μιας γενιάς.
Η σπουδαιότητα του βιβλίου του Αιμίλιου Κύρου δεν έγκειται στο ότι κατάφερε να ανέβει στην κορυφή του νομικού κλάδου ως μέλους του Ανώτατου Δικαστηρίου της Βικτώριας και, επομένως, το βιβλίο του αποκτά κάποια ιδιαίτερη αίγλη. Αντιθέτως, το βιβλίο του καταγράφει τη ζωή του Αιμίλιου και της οικογενείας του στην Ελλάδα και στη Μελβούρνη μέχρι τα 22 του χρόνια, όταν αποφοιτά από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Μελβούρνης. Επομένως, η δύναμη της αφήγησης εστιάζεται στα δύσκολα χρόνια, γνωρίζοντας το ρατσισμό, τον εξευτελισμό και την ντροπή του να έχει γίνει ένα μεταναστόπουλο. «Τα παιδιά με κορόιδευαν στο σχολείο κάθε φορά που ο πατέρας μου με κούρευε με την ψιλή…» διηγείται ο νεαρός Αιμίλιος, και για μέρες μετά ένιωθε τόση ντροπή, που πήγαινε στο σχολείο με κουκούλα για να κρύβει το κεφάλι του, ακόμη και με τη ζέστη.

Σε σύγκριση με τη ζωή του σχολείου στην ξενιτιά, το χωριό όπου έζησε μέχρι τα οκτώ του χρόνια φαντάζει μάλλον παράδεισος για τον Αιμίλιο, διότι εκεί δεν έχει άλλο μέτρο σύγκρισης. Είναι φτωχός, αλλά χωρίς να έχει πλήρη επίγνωση του τι σημαίνει αυτό. Έχει το κεφάλι κουρεμένο, αλλά το ίδιο έχουν και όλα τα άλλα παιδιά, οπότε υπάρχει απόλυτη ισότητα.

Διαβάζοντας αυτή τη συναρπαστική ιστορία του παιδιού και του εφήβου, συνειδητοποιεί κανείς βαθιά ότι πολλά από τα παιδιά των μεταναστών υπέφεραν πολύ περισσότερο από τους γονείς τους, διότι εκείνα προσπαθούσαν να ενταχθούν μέσα στην κυρίαρχη αυστραλιανή κοινωνία χωρίς να το πετυχαίνουν. Τίποτε δεν μας πληγώνει περισσότερο από το να βλέπουμε ένα παιδί που, χωρίς να φταίει, υποφέρει και πονάει. Και όχι μόνο πονάει αλλά συχνά αναγκάζεται να λέει ψέμματα, για να αποφύγει την ντροπή και τον εξευτελισμό. Σε ηλικία 12 ετών ο Αιμίλιος ντρέπεται που είναι διαφορετικός και κρύβει από τους συμμαθητές του ότι πηγαίνει στο ελληνικό σχολείο. Αντίθετα, προσποιείται ότι πάει και αυτός στο ποδόσφαιρο (το αυστραλέζικο), όπως κι εκείνοι. Και πάντα ζει με το φόβο μήπως ανακαλύψουν την αλήθεια γι’ αυτόν. Τι δυστυχία για ένα παιδί να ζει καθημερινά με τον τρόμο της αποκάλυψης!

Η εμπειρία του συγγραφέα, όπως καταγράφεται σ’ αυτό το βιβλίο, είναι η κοινή εμπειρία των περισσότερων μεταναστόπουλων που περνάνε από διάφορα στάδια μέχρι να αποκτήσουν αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να μην αρνούνται πλέον τον πραγματικό τους εαυτό. Αυτή η αυτοπεποίθηση έρχεται για τον Αιμίλιο στα 15 του χρόνια όταν συνειδητοποιεί ότι ζούσε ένα ψέμμα και ότι πλέον ήταν καιρός να επανορθώσει. Και ο πρώτος δείκτης της αλλαγής είναι το όνομά του. Πρέπει να επανέλθει στο αρχικό του όνομα ‘Αιμίλιος’ και να αποχαιρετίσει το αγγλόμορφο John που είχε χρησιμοποιήσει για να μην φαίνεται διαφορετικός. Ο πετυχημένος τίτλος, Call me Emilios («Να με λέτε Αιμίλιο»), αφήνει να διαφαίνεται ακριβώς αυτή η ωριμότητα που αποκτά κανείς με το πέρασμα του χρόνου και της αλλαγής συνθηκών της ζωής του.

Μέχρι πρόσφατα, λίγοι στην ευρύτερη ελληνική παροικία γνώριζαν τον Αιμίλιο Κύρου – ανάμεσα σ’ αυτούς κι εγώ. Μέσω του βιβλίου του θα τον γνωρίσουν πολύ περισσότεροι και θα του είναι ευγνώμονες γιατί μας άνοιξε ένα παράθυρο να εισχωρήσουμε στην ψυχολογία ενός μεταναστόπουλου που χωρίς αμφιβολία θα ταυτιστούν πολλοί της γενιάς του, ενώ οι μεγαλύτεροι θα κατανοήσουν έστω και αμυδρά τι σημαίνει να μην ανήκει ένα παιδί στο ευρύτερο πλαίσιο της κοινωνίας του, όπου θέλει τόσο πολύ να ανήκει. Για να επιτευχθεί αυτό, πρέπει να μεταφραστεί το βιβλίο του Κύρου στα Ελληνικά τόσο για την πρώτη γενιά των μεταναστών εδώ στην Αυστραλία, όσο και για Έλληνες του ελλαδικού χώρου που ελάχιστα γνωρίζουν για τις οδύνες που συνεπάγεται η μεταναστευτική εμπειρία.

Όπως έχει πει και ο Ελληνοαμερικανός ποιητής και πεζογράφος, Στρατής Χαβιαράς, χρειαζόμαστε όλους τους συγγραφείς, «μικρούς» και «μεγάλους», γιατί όλοι παίζουν το ρόλο τους ώστε να γνωρίζουμε καλύτερα την κάθε γενιά, ειδικά δε στην περίπτωση της λογοτεχνίας που γράφεται στη διασπορά. Όσον αφορά μάλιστα τη δεύτερη γενιά εδώ στην Αυστραλία, οι συγγραφείς της δίνουν φωνή όχι μόνον στη δική τους γενιά, αλλά και σ’ εκείνη των γονιών τους, γράφοντας έτσι την «κρυφή ιστορία» –σύμφωνα με τον Μπαλζάκ– των ανθρώπων που διαφορετικά δεν θα εμφανίζονταν πουθενά.