Γιατί το μεταπολεμικό μεταναστευτικό ρεύμα θεωρείται καθοριστικό για τη σημερινή εικόνα της Αυστραλίας;
Τί συνδέει τα παιδιά Ελλήνων, Ιταλών και πρώην Γιουγκοσλάβων που μεγάλωσαν στους Αντίποδες;
Αυτά είναι ανάμεσα στα ερωτήματα που πραγματεύεται το τελευταίο τεύχος του επιφανούς λογοτεχνικού περιοδικού Griffith Review, με τίτλο European Exchange.
Συγκεντρώνοντας τοποθετήσεις καταξιωμένων συγγραφέων, εξερευνά τον “διάλογο” μεταξύ Ευρώπης και Αυστραλίας που καθιέρωσε η εμπειρία των μεταναστών που ήρθαν από τη Γηραιά Ήπειρο.
Ο ομογενής δημοσιογράφος Γιώργος Μεγαλογένης είναι ανάμεσα στους συμμετέχοντες, με την ανάλυσή του να εξερευνά την ευρωπαϊκή μεταναστευτική παρακαταθήκη στην Αυστραλία μέσα από την προσωπική του εμπειρία ως Ελληνας δεύτερης γενιάς και μια εκ των έσω ματιά στην ιστορία.
Ο “Νέος Κόσμος” μαζί με το περιοδικό Griffith Review, δίνει στους αναγνώστες την ευκαιρία να κερδίσουν ένα από πέντε διαθέσιμα αντίτυπα Griffith Review 69: The European Exchange.
Για να μπείτε στον διαγωνισμό, διαβάστε τα παρακάτω αποσπάσματα (σε ελεύθερη απόδοση) από την ανάλυση του Γιώργου Μεγαλογένη και απαντήστε στις ερωτήσεις:
(1) Ποιο είναι η πρόκληση για τη μετανάστευση στον 21ο αιώνα;
(2) Τί σημαίνει ο όρος ‘underwog’;
Στείλτε τις απαντήσεις σας μέσω email στη διεύθυνση editor@neoskosmos.com.au έως και τις 14 Οκτωβρίου. Οι νικητές θα ανακοινωθούν στη δίγλωσση έκδοση του “Νέου Κόσμου” το Σάββατο 17 Οκτωβρίου.

“Μπορείς να μετρήσεις την επιτυχία του μεταναστευτικού προγράμματος στην Αυστραλία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέσα από την επιτυχία μικρών επιχειρήσεων και την ιδιοκτησία κατοικίας για την πρώτη γενιά, και αριστείας στη μόρφωση και το επάγγελμα για τη δεύτερη γενικά. Τα στοιχεία υποδεικνύουν με συνέπεια ότι τα Αυστραλογεννημένα παιδιά μη αγγλομαθών μεταναστών ξεπερνούν σε επιδόσεις τους άλλους συνομήλικούς τους. Και μετά στην τρίτη γενιά, επιστρέφουν στον μέσο όρο. Πιστεύω ότι υπάρχει κάτι αξιοπερίεργο στο τί κινητοποιεί μετανάστες γονείς, που βρίσκουν νόημα στο ταξίδι σε ένα μέρος όπως η Αυστραλία, μέσα από τα επιτεύγματα των παιδιών τους. Στην Αυστραλία, μιλάμε για μεγάλα μεταναστευτικά κύματα που ξεκίνησαν με διωκόμενους από χώρες όπως η Πολωνία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και μετά με το κύμα τις δεκαετίες τους ’50 και ’60 από την Ιταλία, μετά την Ελλάδα και την πρώην Γιουγκοσλαβία.
“Τα παιδιά ατόμων από αυτές τις τρεις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου – η δεύτερη γενιά αυτών των παράλληλων μεταναστευτικών ρευμάτων – διαγράφουν παρόμοια πορεία. Οπότε δεν πρόκειται για κάτι που αφορά μόνο Ελληνες, μόνο Ιταλούς, μόνο πρώην Γιουγκοσλάβους. Εχει να κάνει μάλλον με τις συγκυρίες χώρου και χρόνου στην Αυστραλία – και επαναλαμβάνεται με τους Βιετναμέζους επίσης, που έφτασαν κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 και του ’80.”
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ: Η πλειοψηφία των Αυστραλών δεν ήθελε τους Έλληνες
[…]
“Το πολύπλοκο για την Αυστραλία στον 21ο αιώνα είναι ότι έχουμε μεταβεί από ένα μεταναστευτικό πρόγραμμα που ήταν αποτελεσματικό για εργαζόμενους στην οικονομία της βιομηχανίας και των υπηρεσιών – άνδρες και γυναίκες στα εργοστάσια, γυναίκες σε εργασίες καθαρισμού ή ως νοσοκόμες – σε μια κατάσταση όπου λειτουργούμε ένα μεταναστευτικό πρόγραμμα που βασίζεται στη ζήτηση και κατευθύνει τις νέες αφίξεις στο σημείο που βρίσκομαι εγώ τώρα, ως δεύτερης γενιάς μετανάστης. Η σημερινή πρώτη γενιά δεν ξεκινά από εκεί που ξεκίνησαν οι γονείς μου. Ξεκινά εκεί που κατέληξε η δική μου “κατηγορία”. Οπότε το κύμα Κινέζων και Ινδών έφτασε με καλύτερη επαγγελματική κατάρτιση – υπάρχει επίσης ένα μικρότερο μεταναστευτικό ρεύμα καταρτισμένων Νοτιοαφρικανών, Νεοζηλανδών και Βρετανών μεταναστών – αλλά οι γονείς μου έπρεπε να περιμένουν μια γενιά για τα παιδιά τους να έχουν καλύτερη μόρφωση από τον ευρύ πληθυσμό. Αυτό συνιστά μια ιδιαίτερη πρόκληση για τη μετανάστευση. Μας απομακρύνει από το παλιό μοντέλο ενσωμάτωσης δύο γενιών. Αυτό το μοντέλο έδωσε την ευκαιρία σε ανθρώπους από μια πληγείσα χώρα, άτομα που προσδοκούν να αφήσουν ένα μέρος επειδή δεν μπορεί να χωρέσει ή να ικανοποιήσει τη φιλοδοξία τους – η Αυστραλία δεν προσελκύει ενεργά πλέον αυτούς τους ανθρώπους. “
[…]
“Εάν η οικογένειά σας ήταν Βρετανοί μετανάστες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ή ακόμη Εβραίοι μετανάστες από την Ευρώπη με σύνδεση στο Ισραήλ ή σύγχρονοι μετανάστες από την Ινδική ή Κινεζική μέση αστική τάξη, υπάρχουν δυνατές ευκαρίες να διατηρήσετε αυτές τις συνδέσεις με τη μητέρα πατρίδα, συμπεριλαμβανομένων επαγγελματικών διασυνδέσεων[…] Αλλά πολλές πληγείσες χώρες έχουν συνεισφέρει μεγάλο αριθμό ατόμων στην Αυστραλία από μέρη που καταστράφηκαν από πολέμους, μέρη που κυριολεκτικά δεν μπορούν να διατηρήσουν αυτού του είδους τη σύνδεση ή τη στήριξη, αυτό το είδος διπλής ταυτότητας. Οπότε η σχέση είναι διαφορετική. “
Κατόπιν μιας αναδρομής στα νεανικά του χρόνια, ο Μεγαλογένης καταλήγει σε απόσπασμα της ανάλυσής του:
“[…] Είμαι Ελληνας. Σκέφτομαι στα ελληνικά. Πολλά χρόνια πριν όταν η Ελλάδα έπαιζε ενάντια στην Αυστραλία σε φιλικό αγώνα, πριν η Αυστραλία να προχωρήσει στο Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου το 2006, ρωτήθηκα ποιον θα υποστήριζα. Η Ελλάδα είχε μόλις κερδίσει το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα […] Αυτό ήταν κάτι που υποτίθεται δεν επρόκειτο να συμβεί. Και ήταν καταπληκτικό. Οπότε η Αυστραλία ήταν ενάντια στην Ελλάδα, χωρίς πολλές πιθανότητες να κερδίσει. Η απάντηση μου αν θυμάστε; Μην το αποδώσετε σε μένα τώρα – αλλά εγώ υποστηρίζω το underwog”.
*Τα παραπάνω αποσπάσματα από την ανάλυση του Γιώργου Μεγαλογένη “Underwog Migrant integration and influence in postwar Australia” αναδημοσιεύονται κατόπιν άδειας από το τεύχος Griffith Review 69: The European Exchange. To τεύχος, με την επιμέλεια των Ashley Hay και Natasha Cica κυκλοφορεί σε συνεργασία με το πανεπιστήμιο Australian National University. Βρείτε ολόκληρη την αναδημοσίευση στην αγγλική ΕΔΩ.