ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

(Ως έναυσμα να γραφτεί το κείμενο τούτο –όπως μας το αποκαλύπτει ο συγγραφέας του- ήταν το Σκεπτόγραμμα του συνεργάτη μας Θ.Γ. Ηλιόπουλου «Μέθοδος μιας κριτικής ανάλυσης» που δημοσιεύτηκε στον «Νέο Κόσμο» στις 10-9-20. Συγχαίρουμε τον συμπάροικο Κωνσταντίνο Τούσσα για τη συμβολή του στα 200 χρόνια της Παλιγγενεσίας του Ελληνικού ΄Εθνους και ευχόμαστε και πολλοί άλλοι να ακολουθήσουν, αποδεικνύοντας πως όντως η Μελβούρνη είναι η Τρίτη μεγαλύτερη ελληνική πόλη στον κόσμο).

***
Προσπαθώντας κανείς, να αναλύσει το ποίημα και επίγραμμα του Διονύσιου Σολωμού, «Η Καταστροφή Των Ψαρών», δεν μπορεί παρά ο νους του, να ανατρέξει και να σχηματίσει την εικόνα των φρικτών και θλιβερών εκείνων γεγονότων, που αναφέρονται τόσο γραφικά μέσα στο πόνημα τούτο.

Τα Ψαρά είναι ένα μικρό νησί στο βορειοανατολικό Αιγαίο πέλαγος και απέχει 44 ναυτικά μίλια από το κεντρικό λιμάνι της Χίου. Είναι η πατρίδα πολλών επιφανών αγωνιστών και ηρώων της επανάστασης, όπως ο Κωνσταντίνος Κανάρης και μετέπειτα πρωθυπουργός της Ελλάδας, ο Δημήτριος Παπανικολής και πολλοί άλλοι.

Το νησί απαριθμεί σήμερα λίγους μόνιμους κατοίκους, στην πλειονότητά τους ηλικιωμένοι. Η έκταση του είναι 42 τετραγωνικά χιλιόμετρα με το μεγαλύτερο μέρος του να αποτελείται από άγονες εκτάσεις. Όσο όμως υστερεί σε βλάστηση και άλλους πόρους πλούτου, υπερτερεί σε θάρρος, γενναιότητα, ανδρειωσύνη και δύναμη ψυχής.

Τα Ψαρά ήταν το πρώτο νησί που ξεσηκώθηκε ενάντια στον Τουρκικό ζυγό, στις 10 Απριλίου 1821. Η τραγικότερη ιστορική στιγμή των Ψαρών ήταν το ολοκαύτωμα της Μαύρης Ράχης στις 22 Ιουνίου 1824, όταν η πόλη των Ψαρών έπεσε στα χέρια των Τούρκων.

Όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν το νησί, περισσότεροι από 15.000 κάτοικοι σφαγιάστηκαν και πολλά κορίτσια πουλήθηκαν δούλες σε σκλαβοπάζαρα. Λίγοι κατόρθωσαν να φύγουν και να γλυτώσουν.

Πεντακόσιοι περίπου Ψαριανοί, έτρεξαν στο Παλιόκαστρο, που είναι κτισμένο πάνω στη Μαύρη Ράχη και κλείστηκαν στο μικρό φρούριο, αποφασισμένοι να μην παραδοθούν, αλλά να πέσουν πολεμώντας.

Οι γενναίοι αυτοί υπερασπιστές του φρουρίου, αφού πολέμησαν, έδωσαν και την τελευταία τους πνοή και έγιναν ολοκαύτωμα για την απελευθέρωση της πατρίδας, ανατινάζοντας την πυριτιδαποθήκη, παίρνοντας μαζί τους και τους Τούρκους κατακτητές που πήγαν για να τους σφάξουν.

Η έκρηξη ήταν τόσο μεγάλη και τρομαχτική που κατέκαψε τα πάντα. Αναφέρεται πως ένας Γάλλος αξιωματικός που έτυχε να είναι εκεί και άκουσε και είδε την έκρηξη, τη σύγκρινε με έκρηξη του ηφαιστείου Βεζούβιου.

Αυτή είναι η Μαύρη Ράχη και αυτά είναι τα παλληκάρια για τα οποία έγραψε ο Διονύσιος Σολωμός, ως απότιση τιμής, σε αυτό το ποίημα του ή επίγραμμα όπως το θεωρούν πολλοί. Μέσα από αυτό το μακελειό, μέσα από αυτή την καταστροφή, αυτή τη μαυρίλα, τα αποκαΐδια και το λουτρό αίματος, ξεπρόβαλε η Δόξα για να επιτελέσει το δικό της έργο. Ένα έργο τιμής, δοξασίας και ευχαριστίας.

Η Δόξα!.. Αλήθεια ποια είναι και τί είναι αυτή η προσωποποιημένη Δόξα; Και πόσες Δόξες υπάρχουν; Είναι μία μόνο ή είναι πολλές διαφορετικές Δόξες;

Δόξα αποχτούν πολλοί άνθρωποι που προσπαθούν να κάνουν κάτι αξιόλογο, κάτι μεγαλειώδες στη ζωή τους, ώστε να αποχτήσουν κάποια αναγνώριση και κάποια φήμη και είναι άξιοι θαυμασμού. Λέμε ακόμη πως δόξα μπορεί να αποχτήσει ένας γκάγκστερ και ένας μαφιόζος, ή ένας κλέφτης, ένας λωποδύτης, ή ένας ληστής. Είναι όμως αυτή δόξα;

Και τέτοια παραδείγματα υπάρχουν πολλά, σε όλο τον κόσμο. Αυτό το είδος, όμως της Δόξας δεν είναι υπολογίσιμης σημασίας και δεν είναι άξια συζήτησης και θαυμασμού.
Υπάρχουν όμως και οι περιπτώσεις που η Δόξα κρατάει για εκατοντάδες και χιλιάδες χρόνια, γιατί πάει μόνη της και βρίσκει το στόχο της και τον προορισμό της

Άνθρωποι χωρίς εγωισμό, χωρίς ανιδιοτέλεια, χωρίς να περιμένουν τίποτα ως αντάλλαγμα, κάνουν ό,τι είναι δυνατόν και ό,τι περνάει από το χέρι τους για να βοηθήσουν και να προσφέρουν ό,τι μπορούν στο συνάνθρωπο τους, στην κοινωνία τους, στο Έθνος τους. Κάνουν το καθήκον τους. Αυτοί είναι οι γνωστοί και άγνωστοι ήρωες που δίνουν τον αγώνα τους για το κοινό καλό.

Είναι και εκείνοι οι άνθρωποι, οι ήρωες που με αυταπάρνηση και αυτοθυσία, χωρίς να φοβούνται τίποτα και κανέναν εχθρό πολεμούν και θυσιάζονται στο βωμό για την ελευθερία της πατρίδας. Τέτοιους ήρωες, η Ελλάδα μας έχει αναδείξει πολλούς, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Σε αυτούς τους ήρωες η Δόξα πάει μόνη της, τους στεφανώνει και τους ανυψώνει με τη μεγαλύτερη τιμή που τους αξίζει.

Οι ήρωες όμως εκείνοι που θυσιάζονται υπέρ πίστεως και πατρίδας, λαμβάνουν την υπέρτατη τιμή που η Δόξα τους απονέμει. Η πατρίδα μας είναι γεμάτη από τέτοιους ήρωες, γνωστούς και άγνωστους, όπως είναι και αυτοί οι ήρωες που μιλάει το ποίημα τούτο. Δεν γνωρίζουμε τα ονόματα τους, η Δόξα όμως τα γνωρίζει.

Στη Δόξα των Ψαρών, ο ποιητής εδώ την παρομοιάζει με τη μορφή μιας γυναίκας, μιας αιθέριας ύπαρξης, μιας θεάς, ενός αγγέλου. Γιατί όμως τη βάζει να περπατάει ανάμεσα στα παλληκάρια και όχι να πετάει ψηλά και να τους βλέπει κάτω χαμηλά, γιατί θα μπορούσε να το κάνει.

Είναι γιατί ήθελε να τους ακουμπήσει, να περπατήσει ανάμεσα τους και να αισθανθεί στα πόδια της το αγιασμένο και μυρωμένο χώμα που ποτίστηκε με το τίμιο αίμα τους. Από χαμηλά θα μπορούσε να κοιτάξει εκείνη ψηλά και να τους δει εκεί που ανέβηκαν, για να ενωθούν στο Πάνθεον των τιμημένων ηρώων.

Ήθελε να τους δει και να τους εξετάσει έναν, έναν, για να τους ξεχωρίσει από τους βάρβαρους εχθρούς και δημίους τους. Γιατί ήθελε να τους τιμήσει εναποθέτοντας τους στα κεφάλια τους, από ένα στεφάνι της δικής της Δόξας. Όμως είχε μόνο ένα στεφάνι. Πώς θα το μοίραζε σε όλους;

Τα Ψαρά είναι ένας άγονος τόπος. Δεν υπάρχουν δαφνόδεντρα και λυγαριές. Ούτε ελαιόδεντρα για να έκοβε κλαδιά και να πλέξει πολλά στεφάνια ένα για τον καθένα. Ακόμα και αν υπήρχαν και να έπλεκε τα στεφάνια, μπορεί να μην ήταν όλα ίδια. Μπορεί να ήταν άλλο μικρότερο και άλλο μεγαλύτερο.

Πώς θα μπορούσε να διαλέξει σε ποιον ήρωα θα έδινε το μεγαλύτερο και σε ποιον το μικρότερο, τη στιγμή που όλοι ήταν το ίδιο και άξιζαν την ίδια τιμή; Για αυτό έσκυψε κάτω και μάζεψε λίγα ξερά χορτάρια, όσα είχαν απομείνει από το ολοκαύτωμα και έπλεξε ένα στεφάνι. Το φόρεσε στο δικό της κεφάλι πρώτα για να πάρει τη Δόξα της, την ευχή της και την τιμή της και μετά να το φορέσει στα κεφάλια των ηρώων για να δοξαστούν όπως τους πρέπει.

Αυτός ο αγώνας τους και αυτή η μεγάλη θυσία τους, γράφτηκαν με χρυσά γράμματα στις χρυσές σελίδες της ιστορίας του Ελληνικού Έθνους μας, για να τους δοξάζουμε και να δοξάζονται για πάντα εις τους αιώνας. Γιατί αυτό είναι που τους αξίζει!