Στις 3 του Σεπτέμβρη 1939 εισερχόμαστε για καλά στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο με την κήρυξη του πολέμου από την τότε Μεγάλη Βρετανία ενάντια στη Γερμανία.

Αυτό σήμαινε αναπόφευκτα πως και η Κύπρος, που από το 1878 ήταν… «κτήμα της Αγγλίας»-αποικία, εμπλεκόταν στη δίνη του πολέμου.

Πέντε μέρες αργότερα, ο τότε Βρετανός Κυβερνήτης της Κύπρου είχε καλέσει προς κατάταξη 500 Κυπρίους «εθελοντές», κυρίως άγαμους 18 μέχρι 30 χρόνων, για να υπηρετήσουν σε δευτερεύουσες θέσεις στον αγγλικό στρατό.

Έτσι στις 6 Οκτωβρίου οι πρώτοι 54 επιλεγέντες Κύπριοι αναχωρούν για την Αίγυπτο κι από εκεί για τη Γαλλία. «Εθελοντές», αλλά πληρώνονταν και αυτοί κι οι οικογένειές τους. Αξίζει επίσης να γραφτεί ότι η Κύπρος ήταν η πρώτη αγγλική αποικία που έστελνε υπηκόους της στις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Βρετανίας.

Το Φλεβάρη του 1940 είχε συσταθεί το Κυπριακό Σύνταγμα, στο οποίο τελικά είχαν καταταγεί πέραν των 12.000 Κυπρίων (Ελληνοκυπρίων και εξισλαμισθέντων Κυπρίων, που λανθασμένα τους αποκαλούμε «Τουρκοκύπριους») και το οποίο είχε λάβει μέρος σε επιχειρήσεις, σε διάφορες χώρες, όπως στη Γαλλία, Ελλάδα, Μέση Ανατολή, Ιταλία και αφρικανικές χώρες. Μεταξύ αυτών και δέκα συγχωριανοί μου, οκτώ Ελληνοκύπριοι και δυο εξισλαμισθέντες «Τουρκοκύπριοι».

Μάλιστα, δυο Ελληνοκύπριοι Πυρογιάτες (Πυρόι – Πυρογιάτες) είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι.

Λίγο αργότερα, τον Ιούνιο, είχε δημιουργηθεί και η Κυπριακή Εθελοντική Δύναμη, η οποία ήταν ένα είδος πολιτικής άμυνας, που βοηθούσε στην κατασκευή οχυρωματικών έργων, τη μεταφορά πολεμικών εφοδίων, αλλά και τη φρούρηση κτιρίων ή/και την επάνδρωση παρατηρητηρίων.

Κι εδώ να μου επιτραπεί να κάνω μια πρώτη παρένθεση. Μερικά χρόνια αργότερα, μικρός τότε, θυμάμαι τους συγχωριανούς μου ν’ αστειεύουν έναν καλοκάγαθο μουσουλμάνο συγχωριανό μας, ο οποίος τον καιρό του πολέμου, είχε διοριστεί ως «παρατηρητής» σ’ ένα λόφο λίγο έξω από το χωριό, με σκοπό ν’ αναφέρει τυχόν πτήσεις γερμανικών αεροπλάνων στην περιοχή.

Μια μέρα οι υπεύθυνοι τού είχαν τηλεφωνήσει για να ελέγξουν αν βρίσκεται στο παρατηρητήριο ή κι αν είναι ξύπνιος ή κοιμάται «εν ώρα υπηρεσίας». Όταν τέλειωσε η συνομιλία, χωρίς να κλείσει το τηλέφωνο έβρισε τον τηλεφωνητή. Αυτός άκουσε τη βρισιά και του είπε: «Ευχαριστώ, κύριε Σαμή». Αυτός δεν κατάλαβε τι είχε γίνει κι όπως κρατούσε το τηλέφωνο ανοιχτό…. έβρισε ξανά. Και πάλιν η ίδια απάντηση…

Είναι γεγονός ότι ο αριθμός των Κυπρίων εθελοντών είχε αυξηθεί απότομα από τον Νοέβρη του 1940. Μετά, μάλιστα, από το ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου 1940 και την απόκρουση του ιταλικού φασισμού από την Ελλάδα, ξεκινά το Αλβανικό Έπος.

Τα ηρωικά κατορθώματα του ελληνικού στρατού ενθουσιάζουν τους Ελληνοκυπρίους και έτσι, εκτός από όσους κατατάσσονται στον αγγλικό στρατό, πολλοί άλλοι επιδιώκουν να ενταχθούν στον ελληνικό στρατό.

Πολλοί Κύπριοι ταξιδεύουν στην Ελλάδα με απώτερο σκοπό να καταταγούν στον ελληνικό στρατό, όπως ήδη είχαν πράξει κι αρκετοί ελληνοκύπριοι που βρίσκονταν στην Ελλάδα είτε για σπουδές είτε διέμεναν μόνιμα εκεί. Πολέμησαν και πολλοί συμπατριώτες μου έπεσαν μαχόμενοι ποτίζοντας το πάτριον έδαφος με το αίμα τους.

Επίσης, ανάμεσα στις χιλιάδες άλλους εθελοντές που πολέμησαν το φασισμό και το ναζισμό ήταν και πολλοί Κύπριοι, που κατετάγησαν στις χώρες που διέμεναν ή φοιτούσαν.

Ιδιαίτερα στη Μεγάλη Βρετανία, όπου μεταξύ των πολλών εθελοντών ήταν κι ο Γλαύκος Κληρίδης, ο μετέπειτα πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Βουλής και αργότερα Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ο Γλαύκος Κληρίδης εκπαιδεύτηκε στη βρετανική Πολεμική Αεροπορία, την RAAF, κι έλαβε μέρος ως πιλότος σε βομβαρδισμούς της Γερμανίας. Σε μια από τις αποστολές του κατερρίφθηκε το αεροπλάνο του κι ο ίδιος πιάστηκε αιχμάλωτος. Μετά από αλλεπάλληλες απόπειρες κατόρθωσε να δραπετεύσει και μέσω Γαλλίας να γυρίσει στη Βρετανία.

Η ευαισθησία των Ελληνοκυπρίων κι η αγάπη τους προς τη μητέρα Ελλάδα επεκτείνεται με τη συνεισφορά τους ποικιλοτρόπως. Μια απ’ αυτές ήταν η ανταπόκριση στην έκκληση τού τότε τοποτηρητή του Αρχιεπισκοπικού Θώκου της Κύπρου προς τον Κυπριακό Ελληνισμό για οικονομική ενίσχυση των Ελλήνων αδερφών.

Οι ελληνοκύπριοι με μεγάλη προθυμία έδιναν ό,τι είχαν και δεν είχαν. Ακόμα και πολύτιμα αντικείμενα, και αντικείμενα μεγάλης συναισθηματικής αξίας.

Εδώ να μου επιτραπεί να αναφέρω μια προσωπική μου εμπειρία. Ποτέ δεν είδα τη μάνα μου –είχα γεννηθεί στις 20 Ιουλίου 1940– να φορά βέρα. Η μάνα μου, μια αγράμματη χωριατοπούλα, σ’ ένα μικρό χωριό, το Πυρόι, γύρω στα 15 χιλιόμετρα ανατολικά της Λευκωσίας, με περίπου 250 κατοίκους (190 Ελληνοκύπριοι και 60 «Τουρκοκύπριοι») δεν φορούσε βέρα (!). Δεν την είδα ποτέ με «δαχτυλίδι» στο χέρι.

Όταν μεγάλωσα λίγο, παραξενεμένος τη ρώτησα γιατί δεν φορά βέρα, αφού ο πατέρας μου ζούσε. Κι η περήφανη απάντησή της: «τη χάρισα στην Ελλάδα». Πέρασαν χρόνια ν’ αντιληφθώ τι εννοούσε η μάνα μου. Το τι είχε γίνει, η μάνα μου ανταποκρινόμενη στην έκκληση του τοποτηρητή του Αρχιεπισκοπικού Θώκου, όπως και πάρα πολλές άλλες Κυπρίες, πρόσφερε ακόμα και τη βέρα της.

Η μάνα μου, μη έχοντας τι άλλο, είχε προσφέρει το δαχτυλίδι του γάμου της. Η προσφορά της βέρας, «το δαχτυλίδι του γάμου» μιας χωριατοπούλας, πέραν από την υλική ήταν κι η συναισθηματική αξία, γιατί η βέρα ήταν κι είναι το σύμβολο έντιμου έγγαμου βίου. Ιδιαίτερα εκείνα τα χρόνια!…

Σίγουρα εκτός από τους άνδρες, που είχαν ενταχθεί στον αγγλικό στρατό, σημαντική ήταν και η προσφορά των γυναικών, κυρίως στα μετώπισθεν, σε βοηθητικές θέσεις, όπως ήταν τα ιατρικά κέντρα.

Η Κύπρος, λόγω της θέσεώς της, αλλά και ως βρετανική αποικία, συμπεριλαμβανόταν στα στρατιωτικά σχέδια του Χίτλερ, για να ελέγχει τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής.

Έτσι πολύ νωρίς είχαν κάνει την εμφάνισή τους εχθρικά πολεμικά αεροπλάνα, τα οποία είχαν βομβαρδίσει στόχους στις επαρχίες Πάφου, Λευκωσίας κι Αμμοχώστου, που εκτός από τις απώλειες ανθρώπινων ζωών είχαν κάνει και μεγάλες υλικές καταστροφές.

Όταν υπηρετούσα ως δάσκαλος στο χωριό Ξυλοφάγου, της επαρχίας Λάρνακας, οι κάποιας ηλικίας κάτοικοι του χωριού, γνωρίζοντας την αγάπη μου για την Ιστορία καιΛαογραφία, μού μιλούσαν για τις αερομαχίες, που είχαν γίνει πάνω απ’ το χωριό τους τον Ιούλιο του 1940, μεταξύ αγγλικών και γερμανικών αεροπλάνων.

Αρκετοί Κύπριοι, απειροπόλεμοι, και με το φόβο ότι θα συνεχίζονταν οι βομβαρδισμοί είχαν στείλει τις οικογένειές τους σε χωριά μακριά από τις πόλεις για να τις προστατεύσουν. Η πράξη αυτή είναι γνωστή στην Κύπρο με το χαρακτηρισμό «εκκένωση».

Επίσης αρκετοί κύπριοι, που είχαν καταταγεί στον Αγγλικό στρατό, είτε από φόβο είτε για άλλους λόγους δραπέτευαν από το στρατό…. Θυμάμαι ένα τέτοιο περιστατικό, παρ’ ότι ήμουν πολύ μικρό παιδάκι.

Ο πατέρας μου, σε παράκληση τού γείτονά μας, που ήταν «αψεντής» (από το αγγλικό absent), δηλαδή σκαστός από τον αγγλικό στρατό, είχε ανοίξει μια μεγάλη τρύπα στο πίσω σπίτι του γείτονά μας, που εφάπτετο της αυλής μας, ώστε όταν η αστυνομία πήγαινε στο σπίτι του και τον ζητούσε, αυτός να τους ξεφεύγει από την τρύπα και να κρύβεται στον αχυρώνα μας.

Η μικρή Κύπρος είχε προσφέρει πολύ αίμα, δάκρυ και πόνο στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ελπίζοντας για καλύτερες μέρες και για τη δική της λευτεριά. Χιλιάδες οι νεκροί, που είχαν ταφεί σε περισσότερα από 20 ξένα κοιμητήρια, χιλιάδες οι αιχμάλωτοι… κι η φτώχεια κι η ορφάνια μάστιζαν το νησί. Δυστυχώς, οι Άγγλοι ούτε τις υποσχέσεις ούτε τον λόγο τους κράτησαν «για την ελευθερία των λαών».

Λαμπρό παράδειγμα αθέτησης του λόγου τους η Κύπρος.