Ο ρόλος της ποίησης δεν είναι να θρηνήσει για τις απώλειες, που επέρχονται από παντού και καθημερινά, περιλαμβάνοντας στη σάρωσή τους δικαίους και αδίκους, μα να εξοικονομήσει όσο το δυνατόν περισσότερο φως για την ανάπτυξη και τη λειτουργία της: φως μέσω του οποίου όχι μόνο θα αντικρούσει το σκοτάδι, τη φθαρτότητα και τον θάνατο, αλλά και θα ανακινήσει εκ θεμελίων το σύμπαν, βάζοντας φωτιά στη γεωμετρία του – εγκαθιστώντας, με άλλα λόγια, το δικό της μέτρο και τις δικές της, πρωτόφαντες ιεραρχίες.
Στις κριτικές που δημοσιεύτηκαν τους τελευταίους μήνες για το καινούργιο ποιητικό βιβλίο του Γιώργου Βέη κάποιοι έσπευσαν να προβάλουν σε πρώτη γραμμή την πεζογραφική του παραγωγή, τείνοντας να παραμερίσουν δύο θεμελιώδη γεγονότα.
Πρώτα το ότι ο Βέης από την ποίηση ξεκίνησε, εν έτει 1974, και στην ποίηση επιστρέφει εδώ και πενήντα σχεδόν χρόνια, ανεξάρτητα από τα ταξιδιωτικά του βιβλία, και ύστερα πως ακόμα και τα ταξιδιωτικά του έχουν ως αφετηρία και αναντικατάστατη πηγή τροφοδοσίας τους την ποίηση.
Τα πεζογραφικά ταξίδια του Βέη μοιάζουν, όπως παρατηρούσα προ ολίγου καιρού από αυτή τη στήλη, με παράξενες όσο και άκρως υπαινικτικές φιλικές χειρονομίες – χειρονομίες που δεν ζητούν να ικανοποιήσουν την εγκυκλοπαιδική μας περιέργεια ή να ανταποκριθούν στην ανάγκη μας για γεωγραφική ενημέρωση και κοσμοπολιτικό θέαμα, αλλά να αγγίξουν συγκινησιακά μιαν εσώτερη χορδή, να αναδείξουν έναν θησαυρό που θα παρέμενε κατά πιθανότητα ανεύρετος χωρίς την κρούση της λύρας του ποιητή.
Και μια και περί λύρας η συζήτηση, τα Βράχια, το νέο δείγμα ποιητικής γραφής του Βέη, ο οποίος συμπληρώνει πλέον τις δεκαπέντε παρά μία συλλογές, ανακεφαλαιώνουν τη μακρά του συναναστροφή με την παράδοση του λυρισμού, παλαιότερη και σύγχρονη.
Ο εξωτερικός κόσμος, καθώς γεννιέται, ανθοφορεί, παρακμάζει και πεθαίνει τριγύρω μας, δεν είναι για τον Βέη πεδίο θλίψης και πένθους (μια σφαίρα σκιασμένη από τα φαντάσματα που βασανίζουν και δαιμονίζουν την ψυχή), αλλά, αντιθέτως, ένα σύνολο σημείων σε διαρκή αναδιάταξη και ανασχηματισμό:
ψηφία που ανταλλάσσουν συχνά-πυκνά τη βάση και τα δεδομένα τους, δεδομένα που εισβάλλουν το ένα εντός του άλλου, καθώς και αντινομικές δυνάμεις που καταφέρνουν να ισορροπήσουν σε ένα υπέρτερο επίπεδο, όπου τον κυρίαρχο λόγο έχει η ηρακλείτεια σύνθεση και συναρμογή των αντιθέτων.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο ρόλος της ποίησης δεν είναι να θρηνήσει για τις απώλειες, που επέρχονται από παντού και καθημερινά, περιλαμβάνοντας στη σάρωσή τους δικαίους και αδίκους, μα να εξοικονομήσει όσο το δυνατόν περισσότερο φως για την ανάπτυξη και τη λειτουργία της:
φως διαμέσου του οποίου όχι μόνο θα αντικρούσει το σκοτάδι, τη φθαρτότητα και τον θάνατο, αλλά και θα ανακινήσει εκ θεμελίου το σύμπαν, βάζοντας φωτιά στη γεωμετρία του – εγκαθιστώντας, με άλλα λόγια, το δικό της μέτρο και τις δικές της, πρωτόφαντες ιεραρχίες:
Πρέπει ν’ αντέξω όπως ο κάστορας / την ορμή του ποταμού / να ξεπεράσω όπως το κοράκι το ξεφτισμένο του σκιάχτρο / να εξαντλήσω όπως η μύγα όλες τις εκδοχές της εισβολής στη ζάχαρη / ν’ ανεχτώ όλες τις ύβρεις / όπως ο εκ γενετής ζητιάνος έχει μάθει να ανέχεται / και μετά να πετάξω πάνω από τα χαλάσματα του κόσμου / ένα καλαθάκι / αερόστατο / κήρυκας χωρίς καν λέξεις.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΑ ΤΟΠΙΑ
Η φύση μαζί με ένα εξαιρετικά ποικιλόμορφο και ανθεκτικό οικοσύστημα τόπων, πουλιών και φυτών προσφέρει στα ποιήματα του Βέη την ανάσα και τον ρυθμό τους.
Οι τόποι, τα πουλιά, τα καλοκαίρια, οι ουρανοί, οι κάμπιες και τα πηγάδια ή τα λιβάδια του ποιητή αποτελούν από τη μια πλευρά αισθαντικές προβολές του εσωτερικού τοπίου – από την άλλη, ωστόσο, μεριά διατηρούν την αυτόνομη υπόστασή τους και μετατρέπουν το εσωτερικό τοπίο σε χώρο που επιτρέπει στην αύρα, στα χρώματα και στις μυρωδιές τους να το επηρεάσουν καθοριστικά.
Να, και πάλι, η απώτερη ισορροπία, το αρμονικό όλον στο οποίο προσβλέπει η ποίησή του Βέη, αφήνοντας πάντα το περιθώριο για τις ρωγμές και τα ραγίσματα τα οποία θα αποδεσμεύσουν το ρίγος της:
Δεν ήταν μυστικό / σε περίμεναν με υπομονή / από το περασμένο καλοκαίρι / ήξεραν άλλωστε τα πάντα για σένα / οι βράχοι της παραλίας, οι γλάροι, / οι ψαραετοί / δεν σε γνώρισαν όμως τώρα / έχεις αλλάξει από τις στερήσεις, / τις ενέσεις / ξαναγύρισες / από τα σκουπίδια που έψαχνες όλον τον χειμώνα, / όλη τη μαύρη άνοιξη μια μπουκιά κι αυτή με το ζόρι / ένα μόριο πρέζας / λίγο πιο μεγάλο τώρα / από τον κόκκο της άμμου.
Πρέπει να έχουμε υπόψη πως τα εσωτερικά και τα εξωτερικά τοπία, όπως και τα πρόσωπα του Βέη διαθέτουν, πέρα από τη θέση τους στα ενδότερα του ποιητικού corpus, και πολύ συγκεκριμένες πολιτισμικές και ιστορικές σημάνσεις: από την αλλοτινή αίγλη ή τα σημερινά ερείπια των αρχαίων ναών μέχρι τις ντοπιολαλιές της Σάμου και την αναγεννησιακή μουσική της Ιταλίας.
Γρήγορα, εντούτοις, θα δούμε πως τόσο η Ιστορία όσο και ο πολιτισμός επανέρχονται στην αγκαλιά της ποίησης για να ενισχύσουν τη λυρική φωνή του Βέη και να επιβεβαιώσουν περίτρανα τις κατακτήσεις της μακρόχρονης πορείας της:
Να το κρασοπούλι / του λαιμού το τσάκισμα / του φτερού η απαραίτητη περισπωμένη / η όποια κίνησή του / το όποιο σκίρτημα φέρνει την ευφυΐα / κι ας αργεί λίγο ακόμα η άνοιξη / αυτό από τώρα είναι εκεί / στον ρημαγμένο κήπο. / Μέσα εμείς ακούμε Μοντεβέρντι / τη μουσική που ξέρει ασφαλώς / από στήθους το κρασοπούλι / από την προηγούμενη ζωή του / όταν ήταν ρυάκι. Σίγουρα, ο ποιητής στην καλύτερη ώρα του.