Η Κίνα οδεύει προς μεγάλα προβλήματα. Φοβούμενη μια πολιτική οπισθοδρόμηση της μορφής, που βιώνει η Δύση, το Πεκίνο έχει ξεκινήσει ένα πρόγραμμα παράτολμης επέκτασης, το οποίο προσφέρει βραχυπρόθεσμα οφέλη και προμηνύει μακροπρόθεσμα βάρη. Αυτή η άποψη δεν είναι της μόδας. Το κοινώς αποδεκτό είναι ότι η Κίνα έχει κάνει τα απαραίτητα βήματα, για να αντιμετωπίσει την παγκόσμια επιβράδυνση και ότι ο συνδυασμός κεϊνσιανής λογικής (του πακέτου οικονομικού στήριξης) και λενινιστικού κεντρικού ελέγχου θα συμβάλει στην επαναφορά του υπόλοιπου κόσμου στην ευημερία.
Από στρατηγικής απόψεως είναι μια καίρια στιγμή. Εκτιμάται ότι κάποια στιγμή στον 21ο αιώνα, ο ρόλος της παγκόσμιας οικονομικής (και κατ’ επέκτασιν πολιτικής) υπερδύναμης θα παραδοθεί από τις ΗΠΑ στην Κίνα και η ύφεση των δύο τελευταίων ετών θα επιταχύνει αυτή τη διαδικασία. Γιατί; Επειδή παραδοσιακά ήταν οι ΗΠΑ εκείνες που ενεργούσαν ως η ατμομηχανή για την υπόλοιπη παγκόσμια οικονομία κι αυτή τη φορά είναι η Κίνα, αυτή που βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή. Αν οι Γερμανοί κατασκευαστές κοιτάζουν τώρα προς το Γκουαντόνγκ, αντί για τις μεσοπολιτείες της Αμερικής για να αυξήσουν τις παραγγελίες τους, αυτό σηματοδοτεί μια μεταβολή δυνάμεων.
ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ ΜΙΣΘΩΝ
Ένα μέρος αυτού του επιχειρήματος σίγουρα ηχεί σωστό. Οι ΗΠΑ παραμένουν μακράν η ισχυρότερη χώρα του κόσμου, αλλά η οικονομία της φούσκας και η στρατιωτική υπερεπέκταση έχει εξασθενήσει τη δύναμή τους. Αφού πέρασαν πολλά χρόνια, ξοδεύοντας περισσότερα από όσα είχαν, οι Αμερικανοί καταναλωτές κάνουν τώρα μεγάλη οικονομία. Η αύξηση της ανεργίας και οι περικοπές μισθών είχαν αποτέλεσμα να μειωθεί το προ φόρων εισόδημα των νοικοκυριών κατά 3,4% σε ετήσια βάση, τον Ιούνιο, ενώ ακόμη και λαμβανομένων υπόψη των φορολογικών περικοπών του προέδρου Ομπάμα το διαθέσιμο εισόδημα έπεσε κατά 1,3%. Δεν είναι περίεργο, ως εκ τούτου, ότι έχει μειωθεί η καταναλωτική δαπάνη. Με την πιθανότητα ανόδου της ανεργίας στο 10% μέσα στους επόμενους μήνες και το σύνολο των ωρών εργασίας στον ιδιωτικό τομέα να έχει περιοριστεί κατά 7%, σε σχέση με ένα χρόνο πριν, οι ΗΠΑ δεν είναι σε θέση να παίξουν τον ρόλο του μεγάλου αγοραστή, ο οποίος θα ενισχύσει τις οικονομίες του υπόλοιπου κόσμου.
Η αμερικανική οικονομία έχει βαθιά ριζωμένα προβλήματα: έχει μια κούφια βιομηχανική βάση, έχει υπερχρεωμένους καταναλωτές, έχει σακατεμένη αγορά ακινήτων. Ακόμη χειρότερα, τώρα έχει ένα εκρηκτικό έλλειμμα προϋπολογισμού και αυξανόμενα μακροπρόθεσμα επιτόκια. Υπάρχει πραγματικά μεγάλος κίνδυνος μιας διπλής «βουτιάς» στην αμερικανική οικονομία.
ΕΝΘΑΡΡΥΝΤΙΚΕΣ ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ
Ως αποτέλεσμα, όλα τα μάτια είναι τώρα στραμμένα στην Κίνα για να δουν, αν η μεγαλύτερη αναπτυσσόμενη χώρα μπορεί να αναλάβει τα ηνία. Μπροστά σε κάτι τέτοιο, υπάρχουν ενθαρρυντικές ενδείξεις. Η οικονομία της Κίνας ανέκαμψε κατά το δεύτερο τρίμηνο και σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, η ανάπτυξη ανήλθε σε ετήσια βάση σχεδόν στο 15%, κατά το τρίμηνο που έληξε τον Ιούνιο. Θέτοντάς το, διαφορετικά, η παγκόσμια οικονομία ανέβηκε κατά 1,6% το δεύτερο τρίμηνο, αλλά χωρίς την Κίνα θα ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, στάσιμη.
Το αισιόδοξο σενάριο εξελίσσεται κάπως έτσι. Η Κίνα σηκώνει τα βάρη για τον υπόλοιπο κόσμο, διοχετεύοντας τρισεκατομμύρια γουάν, σε έργα υποδομής και αυξάνοντας την προσφορά χρήματος περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Οι ενέργειες του Πεκίνου θα προσφέρουν διέξοδο για εξαγωγές από την υπόλοιπη Ασία και από την Ευρώπη, ενώ θα δώσουν χρόνο στις ΗΠΑ να ανακάμψουν.
Όλα αυτά μοιάζουν πολύ ωραία, για να είναι αληθινά. Πρώτον, η Κίνα παρά την εκρηκτική ανάπτυξη των τελευταίων τριών δεκαετιών, παραμένει μια πολύ μικρότερη οικονομία απ’ ό,τι οι ΗΠΑ. Μετρώντας τη με κριτήριο τις συναλλαγματικές ισοτιμίες στις αγορές, το μέγεθος της κινεζικής οικονομίας είναι περίπου το 20% της αμερικανικής, ή εκείνης της Ευρωπαϊκής Ένωσης κι αυτό σημαίνει ότι έχει περιορισμένη δυνατότητα να λειτουργήσει ως ατμομηχανή της παγκόσμιας οικονομίας.
Ούτε όμως τα στατιστικά στοιχεία της οικονομίας της είναι τόσο διαυγή, όσο θα έπρεπε. Ο John Makin σ’ ένα άρθρο του για το Enterprise, ένα αμερικανικό think tank, είπε ότι η Κίνα σημειώνει «κίβδηλη ανάπτυξη». Οι αναξιόπιστες λογιστικές της μέθοδοι, είπε, έχουν ως αποτέλεσμα ότι τα αγαθά καταμετρώνται ως ήδη πωληθέντα, όταν φεύγουν από το εργοστάσιο, όχι όταν αγοράζονται από τους καταναλωτές και τα τραπεζικά δάνεια καταγράφονται στο ΑΕΠ μόλις χορηγηθούν, ακόμη κι όταν οι εταιρείες κρατούν τα μετρητά, ή χρησιμοποιούν τα χρήματα για την αγορά μετοχών.
Δεύτερον, στην ανάπτυξη της Κίνας κυριαρχούν οι επενδύσεις και οι εξαγωγές. Σε αντίθεση με τη Δύση, μειώνεται το μερίδιο του ΑΕΠ που αντιπροσωπεύει η κατανάλωση κι αυτό σημαίνει ότι –όπως επισημαίνει ο μαρξιστής συγγραφέας Chris Harman σ’ ένα υπό έκδοση βιβλίο του– δεν μπορεί να απορροφηθεί από την εγχώρια αγορά η κολοσσιαία αύξηση της παραγωγής. Αντιθέτως, το πλεόνασμα διοχετεύεται σε όλο και περισσότερες επενδύσεις, ή στις αγορές του εξωτερικού.
ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ
Μοιραία, ένα μεγάλο τμήμα των μέτρων στήριξης της οικονομίας κατασπαταλήθηκε.
Μολονότι μας αρέσει να πιστεύουμε ότι η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος προσέφερε με ηρεμία ένα έναυσμα για την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας, η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική.
Η κυβέρνηση του Χου Ζιντάο τρομοκρατείται στην ιδέα ότι η ύφεση θα οδηγήσει σε κοινωνική αναταραχή. Όπως επισημαίνει ο Jonathan Fenby για το Trusted Sources, ερευνητικό όμιλο με ειδίκευση στις αναδυόμενες αγορές: «Τα μέτρα της Κίνας για την αντιμετώπιση της τρέχουσας οικονομικής επιβράδυνσης έχουν καθοριστεί, σε μεγάλο βαθμό, από πολιτικούς παράγοντες, δεδομένου ότι το καθεστώς θέλει να διατηρήσει τη νομιμότητά του, μέσω της οικονομικής ανάπτυξης».
Με πολιτικούς όρους, αυτή η πολιτική αποδίδει. Οι δημοσκοπήσεις της κοινής γνώμης έδειξαν ότι οι άνθρωποι στην Κίνα είναι πολύ πιο αισιόδοξοι για την προοπτική της οικονομίας απ’ ό,τι οι άνθρωποι της Δύσης. Από οικονομικής απόψεως, όμως, έχει κόστος. Η συνεχής ροή χρήματος στην οικονομία θα επιδεινώσει περαιτέρω το πρόβλημα των υπερ-επενδύσεων, θα προκαλέσει εκρηκτική αύξηση των επισφαλών δανείων, ενώ μια μεγάλη μερίδα της αύξησης προσφοράς χρήματος θα διοχετεύεται σε κερδοσκοπία. Η υπέρβαση του παραγωγικού δυναμικού και η συρρίκνωση του κέρδους θα έχουν σαν αποτέλεσμα πολλές από τις προβληματικές εταιρείες, που διατηρήθηκαν στη ζωή με το φθηνό χρήμα της κυβέρνησης, ν’ αντιμετωπίσουν μεγάλες δυσκολίες στην εξυπηρέτηση του χρέους τους.
ΜΙΑ ΥΠΕΡΤΑΧΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
Αν το Πεκίνο δεν αντιμετωπίσει τα οικονομικά προβλήματα, με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπο, για πολιτικούς λόγους, οι συνέπειες μπορεί να είναι σοβαρές. Ο Albert Edwards αναλυτής της Societe Generale, λέει ότι η Κίνα είναι το επόμενο θύμα.
«Αν το 2007, οι ΗΠΑ ήταν ένα αργό τρένο, που καταστράφηκαν τα βαγόνια του το ένα μετά το άλλο, η Κίνα, αντίθετα, είναι ώς ένα βαθμό η υπερταχεία, που οδεύει προς την καταστροφή». Επιπλέον, αν η πρόσφατη αμερικανική εμπειρία σημαίνει κάτι, τότε η κατάρρευση δεν θα αργήσει.
ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ
Η προσέγγιση διαχείρισης της κρίσης από το Πεκίνο δεν είναι κάτι καινούργιο. Η Κίνα ανταποκρίνεται με τον τρόπο, που ενήργησε και ο Αλαν Γκρίνσπαν, μετά την κατάρρευση των εταιρειών υψηλής τεχνολογίας: έλυσε τα προβλήματα μιας φούσκας, δημιουργώντας μια άλλη. Το δημοσιονομικό πακέτο, που έδωσε η κινεζική κυβέρνηση δαπανάται σε εγχώρια έργα υποδομής και όχι σε στρατιωτικές δαπάνες, ή σε φοροαπαλλαγές που υποστήριζε ο Τζορτζ Μπους, αλλά αντιγράφοντας ό,τι έκανε η Ουάσιγκτον μεταξύ 2001 και 2003, το Πεκίνο αντιμετωπίζει παρόμοιους κινδύνους.
Η λαίλαπα από κίβδηλα στεγαστικά δάνεια, με τα οποία αγοράζονταν διαμερίσματα με τραπεζική πίστωση απηχούν σαφώς το είδος των ολισθημάτων, που είδαμε στο σκάνδαλο των επισφαλών στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ. Ο Fenby προειδοποιεί ότι η διέξοδος της Κίνας από την κρίση «φαίνεται ότι θα έχει μεγαλύτερη διάρκεια και θα είναι πιο σύνθετη απ’ ό,τι υποδεικνύουν τα πρωτοσέλιδα» και οι διαμορφωτές της κινεζικής πολιτικής σίγουρα ανησυχούν από τις αυξανόμενες τιμές των ακινήτων, από τον διπλασιασμό του όγκου των συναλλαγών στο χρηματιστήριο της Σαγκάης και από την ανάγκη εκκαθάρισης μέρους της πλεονασματικής ρευστότητας, που έχει κατακλύσει την οικονομία. Τον Ιούνιο, η ρυθμιστική Αρχή των κινεζικού τραπεζικού συστήματος προειδοποίησε ότι επίκειται «πρόβλημα πίστωσης και κίνδυνοι στην αγορά», εξαιτίας της μείωσης των εσόδων των επιχειρήσεων και της πλεονασματικής παραγωγής.
Είναι ενθαρρυντικό ότι η κινεζική ηγεσία είναι ενήμερη ότι θα μπορούσε να αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα. Αν όμως έχεις επίγνωση ενός δυνάμει προβλήματος και κάνεις κάτι γι’ αυτό, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η αντιμετώπιση των υφιστάμενων προβλημάτων της Κίνας θα είναι δύσκολη, αντιδημοφιλής και χρονοβόρα.