Του άρεσε να προκαλεί και να σοκάρει. Το πρώτο σοκ το πήραν οι γονείς του, όταν, σε ηλικία 16 χρονών, τους ανακοίνωσε ότι θα γίνει φωτογράφος.

Ο Χέλμουτ Νοϊστέντλερ, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, άφησε το γυμνάσιο και το 1936, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του, εύπορου εργοστασιάρχη της εποχής, άρχισε να μαθητεύει κοντά στην Yva, κατά κόσμον Έλζε Ερνεστίνε Νοϊλέντερ-Σίμον, μία καταξιωμένη φωτογράφο μόδας.

Όμως σύντομα αρχίζουν στη ναζιστική Γερμανία οι συστηματικές διώξεις των Εβραίων και ο εβραϊκής καταγωγής Χέλμουτ Νοϊστέντλερ αναγκάζεται να διαφύγει στο εξωτερικό. Φτάνει στην Αυστραλία, μέσω Σιγκαπούρης. Δεν θα ξαναδεί ποτέ τους γονείς του.

Κάθε αρχή και δύσκολη. Για πέντε χρόνια ο Χέλμουτ κατατάσσεται στον στρατό, όπου γίνεται οδηγός φορτηγού και υιοθετεί το επώνυμο Νιούτον. Αργότερα ανοίγει ένα μικρό στούντιο φωτογραφίας στη Μελβούρνη. Εδώ γνωρίζει την ηθοποιό Τζουν Μπρουνέλ το 1947. Τον επόμενο χρόνο την παντρεύεται. Σύντομα θα αρχίσει η επαγγελματική καταξίωση.

Στη δεκαετία του ’50 γυρίζει όλη την Ευρώπη για τη βρετανική και, από το 1961, για τη γαλλική έκδοση της περίφημης VOGUE. Θεωρείται ήδη κορυφαίος φωτογράφος στη μόδα και τη διαφήμιση. Το 2016 η χήρα του πλέον Τζουν έλεγε μεταξύ σοβαρού και αστείου ότι “ήταν ήδη περιζήτητος φωτογράφος μόδας, πριν αρχίσει να ξεγυμνώνει αυτές τις μικρούλες…”

ΣΤΟ ΑΠΟΓΕΙΟ ΤΗΣ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ

Η ανατροπή ήρθε στη δεκαετία του ’70. Η σεξουαλική επανάσταση της εποχής βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη και ο Χέλμουτ Νιούτον άρχισε να πειραματίζεται στα γυμνά.

Από την πρώτη στιγμή θέλησε να σκηνοθετήσει τα μοντέλα του, προκαλώντας μία αμφισημία της εικόνας, που προκαλεί αντιδράσεις μέχρι σήμερα.

Από τη μία πλευρά τα μοντέλα αποπνέουν αυτοπεποίθηση και ισχυρή προσωπικότητα. Ο Χέλμουτ Νιούτον επιλέγει πανύψηλες, δυνατές γυναίκες, πειραματίζεται με την ασπρόμαυρη φωτογραφία και την έντονη σκίαση, ενώ δεν κρύβει τον θαυμασμό του για τη Λένι Ρίφενσταλ, τη σκηνοθέτη που υπογράφει πρωτοποριακές λήψεις στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου το 1936, υπηρετώντας τη ναζιστική προπαγάνδα.

Η συζήτηση και η αμφισβήτηση βολεύουν τον Χέλμουτ Νιούτον, που ποτέ δεν έκρυψε την έλλειψη προσαρμοστικότητας και την αδιαφορία του για τα καθιερωμένα.

Γίνεται ο σούπερ-σταρ της φωτογραφίας, μοιράζει τη ζωή του ανάμεσα στο Μονακό και το Χόλυγουντ, αρχίζει να συλλέγει αυτοκίνητα-αντίκες. Κάποια στιγμή η ημερήσια αμοιβή του ξεπερνά τα 10.000 μάρκα.

Αλλά και τα πορτρέτα του γίνονται περιζήτητα.

Απαθανατίζει τον Ντέιβιντ Μπόουι, τον Μικ Τζάγκερ, την Κατρίν Ντενέβ, την Ανίτα Έκμπεργκ, αλλά και τον καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ. Τον Ιανουάριο του 2004 ο Χέλμουτ Νιούτον σκοτώνεται σε τροχαίο δυστύχημα στο Λος Άντζελες.