Το χρήμα δεν φέρνει την ευτυχία, έρχεται να επιβεβαιώσει η φετινή έρευνα της αρμόδιας Υπηρεσίας Νοικοκυριών, Εισοδήματος και Εργατικού Δυναμικού της χώρας (The Household, Income and Labour Dynamics in Australia Survey – HILDA), σύμφωνα με την οποία τις δύο τελευταίες δεκαετίες οι Αυστραλοί έχουν γίνει πλουσιότεροι, όχι όμως και ευτυχέστεροι.
Οι πολίτες δήλωσαν λιγότερο ικανοποιημένοι με τη ζωή τους το 2018 εν συγκρίσει με το 2001. Μεγαλύτερη πληρότητα από τη ζωή τους αισθάνονται οι άνω των 65 ετών και ακολουθούν οι μεταξύ 15 έως 24 ετών.
Όσοι είναι από 45 έως 54 ετών παρουσιάζουν το χαμηλότερο ποσοστό ικανοποίησης από τη ζωή τους την τελευταία δεκαετία, κάτι που αποτελεί κοινή διαπίστωση αντίστοιχων ερευνών και σε άλλες χώρες. Μια διεθνής έρευνα έδειξε ότι ο δείκτης ικανοποίησης των ανθρώπων από τη ζωή τους πιάνει… πάτο στην ηλικία των 47,2 ετών.
Η αυστραλιανή έρευνα έδειξε ότι οι γυναίκες υπήρξαν σημαντικά πιο ικανοποιημένες από τη ζωή τους κάθε χρόνο εκτός του 2010. Η κοινωνική συναναστροφή μία φορά την εβδομάδα συνέβαλε κατά πολύ στο αίσθημα ευεξίας τους, σύμφωνα με τα αποτελέσματα.
«Τα χρήματα δεν είναι τόσο σημαντικά για την ευτυχία μας όσο είναι οι διαπροσωπικές σχέσεις» σχολιάζει ο Ferdi Botha από το Πανεπιστήμιο Μελβούρνης, που συμμετείχε στην εκπόνηση της έρευνας, και αναφέρει ότι ο κορονοϊός συνέβαλε αρνητικά στο πόσο καλά νιώθουμε με τη ζωή μας. «Η ανεργία, ο φόβος να νοσήσουμε, η μείωση των κοινωνικών δραστηριοτήτων και αθλημάτων είχαν αρνητική επίδραση στην ψυχολογία των ανθρώπων» είπε.
Η κορυφαία χρονιά για τους Αυστραλούς υπήρξε το 2003, έκτοτε όμως άρχισε η κατιούσα.
Και ενώ τα επίπεδα ευτυχίας μειώθηκαν, η συσσώρευση πλούτου αυξήθηκε κατά 58% στα αυστραλιανά νοικοκυριά από το 2002 έως το 2018 μετά τον πληθωρισμό.
Όμως και ο μέσος όρος δανεισμού των νοικοκυριών σημείωσε ραγδαία αύξηση κατά 104% μεταξύ 2002 και 2018. Το 2002 το μέσο νοικοκυριό είχε χρέος λίγο κάτω των 100.000 δολαρίων αλλά έως το 2018 έφτασε στις 203.000 χιλιάδες.
Οι άνδρες έχουν κατά 50% περισσότερα χρήματα στο συνταξιοδοτικό τους ταμείο από ό,τι οι γυναίκες, ωστόσο αυτό το χάσμα μεταξύ των δύο φύλων έχει συρρικνωθεί κατά 109% από το 2002.
Η τελευταία έρευνα της εταιρίας έγινε σε δείγμα 17.000 χιλιάδων Αυστραλών το 2018, πριν την πανδημία.
Η απασχόληση τα Σαββατοκύριακα ήταν ένα στοιχείο το οποίο, επίσης, εξετάστηκε καθώς επηρεάζει κατά πολύ την ποιότητα ζωής. Τα στοιχεία έδειξαν ότι ένας στους τρεις εργαζόμενους απασχολείται τα Σαββατοκύριακα, κάτι που μοιάζει πολύ με τα στοιχεία της έρευνας το 2004. Αξιοσημείωτο είναι ότι στο ενδιάμεσο διάστημα αυξήθηκε το ποσοστό των γυναικών που εργάζονται τα Σαββατοκύριακα ενώ των ανδρών μειώθηκε.
Οι περισσότεροι εργαζόμενοι τα Σαββατοκύριακα ανήκουν στην ηλικία μεταξύ 15 έως 24 ετών. Επίσης, όσοι απασχολούνται πάνω από 50% της συνολικής τους εργασίας τα Σαββατοκύριακα είναι ως επί το πλείστον ανύπανδροι, χωρίς παιδιά, εργάζονται ως casual και δεν έχουν φοιτήσει σε πανεπιστήμιο.
Πάνω από 16% των γυναικών και 10% των ανδρών που απασχολούνται κυρίως το Σαββατοκύριακο έχουν συνήθως πάνω από μία δουλειά.
Η έρευνα έδειξε ότι το να δουλεύει κανείς κυρίως τα Σαββατοκύριακα επηρεάζει την ψυχική υγεία, κυρίως των γυναικών.
Μια εκ των ερευνητριών και συντακτριών της έρευνας, η Dr Esperanza Vera-Toscano του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, ανέφερε ότι οι αρνητικές συνέπειες της εργασίας κατά τα Σαββατοκύριακα σε συνδυασμό με την αυξημένη ζήτηση τέτοιου είδους εργασίας απαιτεί αλλαγές στον εργασιακό χώρο και νέους κανονισμούς.