Α. Σύμβολα και η ευθύνη της ιστορικής αλήθειας
Πρόσφατα στο Πίκτον (Picton), NSW, με την παρουσία αντιπροσώπων της Αυστραλιανής κυβέρνησης, του Ελληνικού κράτους και της Κοινότητας του Σίδνεϊ, η Αρχιεπισκοπή τίμησε τον πρωτοπόρο Έλληνα άποικο στην Αυστραλία, τον Αντώνη Μανώλη (1829). Η συγκεκριμένη εκδήλωση ήταν και η αφετηρία των εορτασμών της Ελληνικής Eκκλησίας για την επέτειο των δύο αιώνων από την απαρχή της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Σύμφωνα με τον Tύπο και τις ανακοινώσεις:
‘Η εκδήλωση … περιλάμβανε τέσσερεις δράσεις: Τρισάγιο στον τάφο του πρωτοπόρου Έλληνα της Αυστραλίας, τα αποκαλυπτήρια σήμανσης οδού επ’ ονόματ;i του, κατάθεση στεφάνων στο Πολεμικό Μνημείο του Picton προς διατράνωση των κοινών ιδεωδών που καθ’ όλη την ιστορία τους ενέπνευσαν και συνεχίζουν να εμπνέουν Έλληνες και Αυστραλούς, καθώς και δεξίωση με ενημερωτική ιστορική ομιλία για τις πληροφορίες που μας παρέχουν τα Αυστραλιανά Αρχεία σχετικά με το πρόσωπο και τη δράση του Αντώνη (του) Μανώλη.’
Ποια ακριβώς ήταν η σημασία της όλης εκδήλωσης; Mε δηλώσεις του ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος τόνισε ότι ο Αντώνης Μανώλης ‘proclaimed a good name for Hellenes in Australia…
This is why we remember him. This is why he makes 1821 so relevant to Australia…
This street is nothing than a sign that Greek Australians have inscribed themselves in this land and have become part of it…
This street is a proof that there is a Greek Australian dreaming going on, a dreaming that we will advance and bear more and more fruits for all Australians.’
Σύμφωνα με τον υπουργό: ‘It is absolutely fantastic to celebrate the history of the Greek Community in Australia. It is an extraordinary history and has made a huge contribution to Australia.’
Η τιμητική αυτή χειρονομία στο πλαίσιο της επετείου της Επανάστασης ήταν όντως ένα ιδιαίτερο γεγονός με ιστορικά βαρύτατο συμβολισμό, που συνήθως συνοδεύει εκδηλώσεις οι οποίες κάνουν αναφορές σε σημαντικές ιστορικές αφετηρίες.
Όχι όμως για τους λόγους που μας εξέθεσαν οι οργανωτές της.
Από τη σκοπιά της σύγχρονης αυστραλιανής ιστορίας η εκδήλωση της Αρχιεπισκοπής, στο όνομα μιας πολυδιάστατης μνήμης, ανάχθηκε σε γεγονός απόσβεσής της.
Η μνήμη αυτή συνδυάζει το νόημα του 1821 με την έννοια της παράλληλης δημιουργίας δύο «πατρίδων», αυτών της λευκής Αυστραλίας και της σύγχρονης Ελλάδας, καθώς και με την ιστορική σημασία μεταναστευτικών ομάδων όπως η δική μας.
Οι εορτασμοί της Ελληνικής Εκκλησίας για να τιμήσει ένα κατεξοχήν απελευθερωτικό γεγονός ενάντια στον κατακτητή (τους Οθωμανούς) άρχισαν με μία συμβολική (αλλά και ουσιαστική) επιβεβαίωση της συνεχιζόμενης ιδεολογικής υποταγής νεομεταναστών προς τον εδώ καταχτητή (τον Αγγλοσάξονα).
Θα περιμέναμε να άρχιζαν οι εορτασμοί της Εκκλησίας για το 1821 ως χειρονομία συμπαράστασης στους Ιθαγενείς από υπεύθυνους και ισότιμους Αυστραλούς πολίτες ελληνικής καταγωγής με βαθιά επίγνωση του συμπλέγματος των ιστοριών μας.
Να ξεκινούσαν, δηλαδή, οι εορτασμοί με την άνευ όρων αναγνώριση της γης που βρίσκεται ενταφιασμένος ο Αντώνης Μανώλης ως αποκλειστικά δική τους γη, ως κατακτημένη πατρίδα.
Άλλωστε, το Picton ανήκει σε μια περιοχή της Αυστραλίας στην οποία, την ίδια περίοδο της μεταγωγής του επαναστάτη Αντώνη Μανώλη από τους Βρετανούς, σημειώθηκαν γενοκτονίες, πάλι από τους Βρετανούς, οι οποίες θεμελίωσαν το έγκλημα της κατάκτησης και ανεξίτηλα σημάδεψαν την φυσιογνωμία αυτής της χώρας.
Σημειώθηκαν όμως και θαυμαστές πράξεις αντίστασης των Ιθαγενών που ασυμβίβαστα και ακατάπαυστα συνεχίζονται για δυο αιώνες τώρα.
Αντί μιας τέτοιας συμπαράστασης οι εορτασμοί της Εκκλησίας ξεκίνησαν με τη μεταβολή του μνήματος του επαναστάτη συμπατριώτη μας, σε οργανικό σύμβολο της λευκής αμνησίας, η οποία τυραννά και βαραίνει την ιστορική συνείδηση αυτής της χώρας.
Είναι όντως συγκλονιστικό και ιστορική τραγωδία, το ότι η Αρχιεπισκοπή και οι Κοινότητες που φιλοδοξούν να αντιπροσωπεύουν τα μέλη ενός λαού με βαθιά ιστορική μνήμη πατριωτικών αγώνων, ενάντια σε κάθε είδους κατακτητή, (με τραύματα γενοκτονιών στο συλλογικό μας σώμα), να αρνούνται να συναντήσουν τον Ιθαγενή πατριώτη.
Να αρνούνται επίμονα να τον συναντήσουν, συνειδητοποιώντας με θάρρος, ειλικρίνεια, και ευθύνη, τη θέση μας σε αυτή την κοινωνία και την σιωπηρή συμμετοχή μας στη διαιώνιση του εγκλήματος της συνεχιζόμενης κατάχτησης της γης του.
Εδώ εισερχόμαστε στα παράδοξα της περίπλοκης ιστορικής θέσης μας ως Αυστραλοί ελληνικής καταγωγής. Ακριβώς την ίδια περίοδο που οι ‘κοσμοκράτορες’ Αγγλοσάξονες μας ‘έδιναν’ πατρίδα, για να την επιτηρούν τελικά οι ίδιοι και οι ντόπιοι αντιπρόσωποί τους (δεκαετία του 1820), άρπαζαν από τους Ιθαγενείς τις δικές τους πατρίδες στις οποίες θα έρθουμε σε κάποια στιγμή και εμείς να κατοικίσουμε ως μετανάστες. (Η αρπαγή αυτή, με τις γενοκτονίες που τη συνόδεψαν και την παράλληλη συστηματική αποίκηση λευκών, ήταν βέβαια ένα κομμάτι της εν εξελίξει θηριωδίας της Ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, η οποία ξεκινά το 1500.)
Στην εν λόγω εκδήλωση για το 1821, η Αρχιεπισκοπή συμπεριφέρθηκε ως ο ‘επιτηρητής’ του ευγνώμονα Έλληνα στον οποίο έδωσαν ‘πατρίδα’ για δώρο οι Αγγλοσάξονες για δεύτερη φορά με το να τον δεχτούν στην ‘χώρα’ τους. (‘Η ίσως για τρίτη αν κάποιος λάβει υπόψη του την τελική έκβαση του Ελληνικού εμφυλίου τη δεκαετία του 40.)
Στα λίγα του λόγια, με λακωνική ακρίβεια, ο Αρχιεπίσκοπος εκφώνησε ίσως την πλέον επιγραμματική ιστορική απολογία για τη σύγχρονη Αυστραλία που θα μπορούσε να παρουσιάσει κάποιος ως αντιπρόσωπος μεταναστών.
Και τα εκφώνησε τα λόγια αυτά από την οπτική του ‘ημίλευκου’μετανάστη (έτσι μας χαρακτήριζε προπολεμικά στα επίσημα έγγραφά της η Αυστραλιανή κυβέρνηση) ο οποίος μιλά τη γλώσσα της αμνησίας και των επιτυχιών. Μιλά δηλαδή τη γλώσσα την οποία διαμόρφωσε και θέλει να ακούει ο λευκός Αγγλοσάξονας αποικιοκράτης παραμορφώνοντας τις έννοιες των θεμελιακών εννοιών ιστορικής αυτογνωσίας.
Κάποιος θα μπορούσε να γράψει ολόκληρη μελέτη αναλύοντας τους όρους που χρησιμοποιεί στις δηλώσεις του ο Αρχιεπίσκοπος, με το βίαιο ιστορικό φορτίο που κουβαλούν, δηλώσεις όπως: ‘Greek Australians have inscribed themselves in this land’ και ‘there is a Greek Australian dreaming going on’.
Είναι γνωστό πόσο βαρυσήμαντοι είναι οι όροι ‘land’ and ‘dreaming’ για την αυτοαντίληψη των Ιθαγενών και τη διαμόρφωση της αντίστασή τους, και πόση αμηχανία νοιώθουν οι λευκοί καταχτητές από το οντολογικό και υπαρξιακό τους βάρος.
Είναι όμως η πατρίδα του Ιθαγενή ‘δώρο’ των ‘φιλόξενων’ Αγγλοσαξόνων προς τους ξένους ‘ημίλευκους’ μετανάστες; Ως νεοαυστραλοί ελληνικής καταγωγής ποιά πατρίδα λοιπόν θα γιορτάσουμε γιορτάζοντας το 1821, σε ποιά πατρίδα, και με ποιούς ‘συμπατριώτες’;
Β. ‘Τίνος πατρίδα είναι;’
Η σύγχρονη Αυστραλία είναι όντως ο τόπος του τραγικού ερωτήματος: «Τίνος πατρίδα είναι;» (Χ. Φίφης), που η περήφανη στάση των Ιθαγενών μας επιβάλει να απαντήσουμε.
Το ερώτημα αυτό ξεπερνά τα πανηγύρια της Αρχιεπισκοπής και τις κολακείες των πολιτικών για να μας τοποθετήσει στον πυρήνα του γεγονότος που διαμορφώνει τούτη τη χώρα από τη στιγμή της άφιξης των Ευρωπαίων: τη βίαιη αρπαγή της γης κάποιων άλλων, οι οποίοι, όπως αναφέραμε, αντιστέκονται ασίγαστα για δύο αιώνες τώρα.
Με την αντίσταση αυτή εισερχόμαστε στην ουσία και στα ‘άδυτα’ της ιστορικής και υπαρξιακής πρόκλησης προς τον λευκό αποικιοκράτη. Πιο συγκεκριμένα, η αντίσταση των Ιθαγενών καθιστά αδύνατο για τον Αγγλοαυστραλό κατακτητή (και κατ’επέκταση και για τους νεομετανάστες), ν’ αποκαλέσει με έγκυρο και κατηγορηματικά άμεσο τρόπο την Αυστραλία πατρίδα του.
Το επιδιώκει όμως έμμεσα, μέσω νεομεταναστών όπως εμείς, οι οποίοι με την παρουσία μας εδώ, με την ανοχή μας και με τα πανηγύρια μας, τον διασκεδάζουμε και τον νομιμοποιούμε ως ‘πραγματικό’ ιδιοκτήτη αυτού του τόπου.
Γι’ αυτό, άλλωστε, οι Αγγλοαυστραλοί μας αντιμετωπίζουν ως αιώνια ξένους.
Πέρα από τα οικονομικά οφέλη μιας ασίγαστης ταξικής εκμετάλλευσης, μας χρειάζονται ως υπάκουους και μόνιμα «ξένους», που δεν διαμαρτύρονται, δεν διεκδικούν και, προπάντων, δεν αμφισβητούν την κοινωνική τους θέση ως ‘φερτοί’ στην ‘φιλόξενη’ πατρίδα τους. Έτσι τους προσφέρουμε το ‘άλλοθι’ ότι πράγματι αυτοί είναι οι γνήσια ‘αιώνια ντόπιοι’.
Άλλοθι, μέσω του οποίου καθησυχάζουν την οντολογική ανασφάλεια που συνεχώς νοιώθουν λόγω της ασυμβίβαστης και μαχητικής παρουσίας των Ιθαγενών.
Οι παροικίες των μεταναστών όπως οι δικές μας, μέσω θεσμών όπως η Αρχιεπισκοπή, γίνονται τα ιδεολογικά ‘δεκανίκια’ του κυρίαρχου Αγγλοσάξονα. Αυτός είναι ο ιστορικός ρόλος που τους έχει ανατεθεί από τη δημιουργία τους μέχρι σήμερα και που, εκτός από την ελληνοαυστραλιανή Αριστερά, οι ίδιοι υιοθέτησαν.
Αυτός κατέληξε τελικά να είναι ο απώτερος κυβερνητικός στόχος και το αποτέλεσμα της πολιτικής του πολυπολιτισμού – η ενσωμάτωσή μας στον ιστορικό ορίζοντα του λευκού κατακτητή η οποία περιστρέφεται γύρω από την ιδεολογία του ‘άβουλου’ και παράλληλα ‘βολεμένου’ ξένου ο οποίος σε κάθε ευκαιρία δείχνει την ευγνωμοσύνη του στον Αγγλοσάξονα οικοδεσπότη.
Εντός αυτού του ιστορικού ορίζοντα, οι εορτασμοί για το 1821 δημιουργούν για τους Ελληνοαυστραλούς έναν αγεφύρωτο διχασμό. Θέλουμε να γιορτάσουμε την Ελλάδα στην Αυστραλία ως την πατρίδα που ‘αναστήσαμε’ μέσω της αντίστασής μας προς τον Οθωμανό καταχτητή.
Παράλληλα, δεν μπορούμε να γιορτάσουμε την Αυστραλία ως (νέα) ‘πατρίδα’ λόγω της αντίστασης των Ιθαγενών. Μέχρι τώρα τον διχασμό αυτόν τον ‘ξορκίζουμε’ με το να περνάμε στην άλλη μεριά του δρόμου, όπως ο ‘ιερεύς’ και ο ‘Λευίτης’, στην οποία μας καλωσορίζει ο ‘φιλόξενος’ Αγγλοαυστραλός ως χρήσιμα μέλη της πατρίδας του.
Μέσω, λοιπόν, της άρνησης της ιστορικής αλήθειας και των ανάλογων ευθυνών, ο Αγγλοσάξονας ‘ντόπιος’ καταχτητής και ο ‘ξένος’ νεοάποικος μετανάστης τελικά συναντιούνται στον ορίζοντα του ερωτήματος της ‘πατρίδας’ και αντιπαραθέτονται στον Ιθαγενή τον οποίον και εκτοπίζουν ως το μόνο αυθεντικό και νόμιμο πατριώτη.
Αυτό ακριβώς πέτυχε η Αρχιεπισκοπή με την εν λόγω εκδήλωση, η οποία και συμβολικά πλέον έκφρασε την οντοπαθολογική ιστορική ωρίμανση αυτού του θεσμού.
Σήμερα οι αντιπρόσωποί του αισθάνονται τόσο σίγουροι ως κυρίαρχοι των παροικιών που απονέμουν στους εαυτούς τους το δικαίωμα να ξαναγράψουν την ιστορία μας ως μετανάστες, και να την παρουσιάσουν ως οργανικό κομμάτι της λευκής ιστορίας στον κυβερνητικό αντιπρόσωπο για να τον διαβεβαιώσουν ότι είναι πλέον γεγονός ότι ‘Greek Australians have inscribed themselves in this land’, και ότι ‘there is a Greek Australian dreaming going on’.

Βέβαια, τα λόγια του Αρχιεπισκόπου και οι δηλώσεις του υπουργού που χαρακτήρισε την ιστορία μας ως ‘an extraordinary history’ η οποία ‘has made a huge contribution to Australia’ έξέφρασαν κάτι που δεν είναι ιδιαίτερα πρωτότυπο.
Αν ανατρέξει κάποιος στα ιστορικά αρχεία από τότε που δημιουργήθηκαν οι πρώτες ελληνικές κοινότητες στην Μελβούρνη και στο Σίδνεϊ (1897,1898) και από τότε που η Αυστραλία έγινε ομοσπονδία (1901) το πνεύμα αυτών των δηλώσεων πάντα συνοδεύει κάθε δημόσια συνάντηση αντιπροσώπων νεομεταναστών, οι οποίοι κατά κανόνα παρουσιάζονται ως υπάκουοι και χρήσιμοι ‘ξένοι’ και Αγγλοσαξόνων κυβερνητικών φορέων οι οποίοι συμπεριφέρονται ως γενναιόδωροι οικοδεσπότες, φορείς ενός ανώτερου πολιτισμού.
Το ιδιαίτερο εδώ σχετίζεται με το ότι οι εν λόγω δηλώσεις συνδυάστηκαν με μία εκδήλωση η οποία κάνει αναφορά σε τρεις ιστορικές αφετηρίες.
Την αρχή της Ελληνικής επανάστασης για την δημιουργία της σύγχρονης Ελλάδας, την αφετηρία της μετανάστευσης των Ελλήνων στην Αυστραλία και την ιστορία τους, αλλά και τα πρώτα στάδια της ανάπτυξης και εδραίωσης των Ευρωπαίων σε αυτή την ήπειρο. Συνήθως, ερμηνεύουμε την ιστορία με το να ερμηνεύουμε τις απαρχές της.
Γι’αυτό η γιορτή αυτή είναι τόσο σημαδιακή και εκφράζει με σαφήνεια αποικιακές νοοτροπίες ανωτερότητας, υποτέλειας, και συγκάλυψης της αλήθειας.
Γ. Ο ηγεμονισμός της Εκκλησίας και η υποχώρηση των Κοινοτήτων
Υπάρχει όμως και ένας επιπλέον λόγος ο οποίος εύγλωττα έκφρασε τη νέα πολιτική πραγματικότητα μέσα στις παροικίες. Μέσω της συμμετοχής της Κοινότητας του Σίδνεϊ, η τιμητική εκδήλωση επιβεβαίωσε τη νέα στρατηγική παροικιακής ηγεμονίας της Αρχιεπισκοπής, η οποία τώρα πλέον βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, με την σιωπηρή συγκατάθεση των ιστορικών Κοινοτήτων του Σίδνεϊ και της Μελβούρνης.
Η Αρχιεπισκοπή διεκδικεί την ιστορία μας διεκδικώντας την συμβολική της αφετηρία με τον ερχομό του Αντώνη Μανώλη και την προβάλλει ως τόπος ‘ειρηνικής’ πλέον συνύπαρξης των δύο κέντρων αντιπροσώπευσης των Ελληνοαυστραλών ως αιώνια ξένων, αυτών της Κοινότητας και της Εκκλησίας.
Εδώ παρατηρούμε την αναθεώρηση της ιστορίας των παροικιών μέσα από την οπτική του ιστορικού συμβιβασμού των δύο αυτών κέντρων που αναγάγει την Αρχιεπισκοπή ως τον παναυστραλιανό αντιπρόσωπό μας και τις ιστορικές Κοινότητες του Σίδνεϊ και της Μελβούρνης ως τοπάρχες, οργανωτές εξωτικών φεστιβάλ για τους Αγγλοσάξονες, χωρίς πλέον μνήμη, όραμα και αυθεντικό αίσθημα πολιτικής αυτονομίας.
Είναι όντως ενδεικτικό της ιστορικής ολοκλήρωσης αυτού του συμβιβασμού το ότι, όχι οι Κοινότητες, αλλά η Αρχιεπισκοπή, οργάνωσε παναυστραλιανή επιτροπή εορτασμού του 1821 στην οποία συμμετέχουν Κοινότητες όπως της Μελβούρνης.
Από τη σκοπιά αυτή του ιστορικού ‘συμβιβασμού’ θα θέλαμε να επισημάνουμε ένα εσωπαροικιακό μύθο ο οποίος καλλιεργείται για πολλά χρόνια τώρα και που ξανάγινε επίκαιρος με την άφιξη του νέου Αρχιεπισκόπου.
Αυτός είναι ο μύθος σύμφωνα με τον οποίον η σύγκρουση μεταξύ Κοινοτήτων και Εκκλησίας ήταν η μεγαλύτερη τραγωδία των Ελλήνων της Αυστραλίας γιατί δημιούργησε ένα βαθύ σχίσμα στις παροικίες μεταξύ των ‘κοινοτικών’ και των ‘αρχιεπισκοπικών’, ενώ αντίθετα ως Έλληνες, ιδιαίτερα ως Έλληνες στην ξενιτιά, θα πρέπει να είμαστε ενωμένοι. Όπως τονίζει ο νέος Αρχιεπίσκοπος, δεν του αρέσει να βλέπει τους Έλληνες μαλωμένους.
Η αλήθεια, όμως, είναι ότι το ‘σχίσμα’ ένωσε τους πολιτικά προβληματισμένους Ελληνοαυστραλούς μετανάστες, διαφόρων ιδεολογιών, γύρω από τις οικουμενικές (και αμιγώς ελληνικές!) αρχές της δημοκρατίας και την υπεράσπισή τους ως αναπόσπαστου άξονα της ίδιας της Ελληνοαυστραλιανής ταυτότητας. Και τους ένωσε ενάντια στην αντιδημοκρατική ιεραρχία και αυταρχισμό του ενοριακού συστήματος που ήθελε να επιβάλει η Αρχιεπισκοπή ως το κατεξοχήν οργανωτικό σχήμα των παροικιών.
Ακριβώς την ίδια εποχή (δεκαετίες του 60, 70, και 80) οι ‘διασπασμένες’ παροικίες, όχι μόνο υπερασπίστηκαν το ενδοπαροικιακό δημοκρατικό ήθος τους, αλλά όντως μεγαλούργησαν πολιτικά σε πολλαπλά επίπεδα.
Η αξιοπρεπής αγωνιστική παρουσία του Έλληνα μετανάστη στο δημόσιο χώρο της Αυστραλίας ως χώρος τριβής και αντιπαράθεσης ιδεών ήταν εντονότατη.
Ήταν ίσως η πιό δημιουργική ιστορική στιγμή κατά την διάρκεια της οποίας ο Έλληνας μετανάστης, κατατρεγμένος από τα προξενεία, το Αυστραλιανό κράτος, και την Αρχιεπισκοπή, ύψωσε το ανάστημά του ως άνθρωπος. Αντίθετα σήμερα που στο όνομα μιας ενότητας χωρίς ιστορικό βάθος και πολιτική βαρύτητα καλλιεργείται η υποταγή των παροικιών στην Εκκλησία δεν υπάρχουν πλέον δημιουργικοί προσανατολισμοί μνήμης και οραματικής αναζήτησης της πραγματικής μας θέσης ως οργανικό κομμάτι αυτής της χώρας και της ιστορία της.
Η απόκρυψη της ουσίας της σύγκρουσης και της ιστορικής σημασίας της αναδεικνύονται και από πρόσφατες δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου (Ιανουάριος, SBS) γύρω από τα αίτια που την πυροδότησαν.
Είναι όντως εντυπωσιακές γιατί δείχνουν πόσο συνεχίζει να υποτιμά η Εκκλησία τις Κοινότητες και, κατ’επέκταση, τις αγωνιστικές παραδόσεις των ελληνοαυστραλών, τη στιγμή που γιορτάζει τον αγώνα του 1821.
Είναι, βέβαια, λυπηρό το ότι η Αρχιεπισκοπή δεν θέλει να αναγνωρίσει τα κοινά διαχρονικά στοιχεία με το 1821 στο αγωνιστικό μας μεταναστευτικό ήθος, και παράλληλα τις παραδόσεις υποτέλειας προς την κάθε είδους εξουσία που ο θεσμός αυτός ‘κουβαλά’ στους ώμους του όπου κι αν ριζώνει.
‘Ευχαριστώ πάρα πολύ καταρχάς που μου δίνετε τη δυνατότητα για να πω κάτι που πρέπει να γίνει σαφές.
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος δεν ήρθε εδώ για να καταργήσει τις Kοινότητες και καμία Kοινότητα. Οι Kοινότητες έχουν την ιστορία τους, το παρελθόν τους, σέβομαι τα συμβούλιά τους… Το πρόβλημα που υπάρχει, όμως, εδώ στην Αυστραλία ξέρετε ποιο είναι; Ότι η Κοινότητα θέλει να έχει τον ρόλο του Αρχιεπισκόπου, αυτό δεν γίνεται και όλα τα προβλήματα που έχουμε είναι γι’ αυτό. Διότι ο πρόεδρος της κοινότητας νομίζει ότι μπορεί να διορίζει παπά, να χειροτονεί παπά να εκλέγει, Δεσπότη, να απολύει, να μεταθέτει παπά να τιμωρεί παπά…
Αυτά ανήκουν στην Εκκλησία και αν κάποιος θέλει να λέγεται Ορθόδοξη Κοινότητα θα πρέπει να είναι Ορθόδοξος. Όποιοι κάνουν αυτά τα πράγματα δεν είναι ορθόδοξοι, με συγχωρείτε και αυτό είναι πασιφανές. Δεν κατηγορώ κανέναν αλλά θα πρέπει κάποια στιγμή να μιλήσουμε και με τη γλώσσα της αλήθειας.’
Οι δηλώσεις αυτές είναι τόσο πολιτικά και ιστορικά προσβλητικές προς τις Κοινότητες, που τρομάζουν με την σαφήνειά τους. Είναι εντυπωσιακό ότι όσον αφορά την ιστορία της σύγχρονης Αυστραλίας ο Αρχιεπίσκοπος παραγνωρίζει την ουσία της, η οποία είναι αυτή της κατάκτησης, και όσον αφορά την ιστορία των παροικιών εξίσου παραγνωρίζει την σημασία των Κοινοτικών αγώνων για την προάσπιση της ενδοπαροικιακής δημοκρατίας.
Κάποιος θα περίμενε ότι μια καινούργια, ειλικρινής, πορεία ιστορικής αυτογνωσίας και συμφιλίωσης θα ξεκινούσε, με τον Αρχιεπίσκοπο να ζητά συγνώμη από τις Κοινότητες για τον ιστορικό κατατρεγμό. Μια τέτοια ιστορικά τίμια στάση θα όφειλε να συνοδεύεται και με την ρητή δήλωση ότι η Αρχιεπισκοπή δεν φιλοδοξεί πλέον να διεκδικεί την πολιτική και ιδεολογική αντιπροσώπευση των Ελληνοαυστραλών.
##Το Β’ Μέρος θα δημοσιευτεί στον “Νέο Κόσμο” της Πέμπτης, 10 Δεκεμβρίου 2020.
*Η Δρ. Τούλα Νικολακοπούλου, Δρ. Γιώργος Βασιλακόπουλος εργάζονται στο Πρόγραμμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστήμιο La Trobe.
Η Τούλα Νικολακόπουλου και ο Γιώργος Βασιλακόπουλος διδάσκουν στο τμήμα φιλοσοφίας του πανεπιστημίου La Trobe της Μελβούρνης, από το 2000.
Έχουν ειδικευτεί στην ευρωπαϊκή φιλοσοφία, από τον Πλάτωνα μέχρι τον Χέγκελ, και από τον Χάιντεγκερ μέχρι τον Κορνήλιο Καστοριάδη.
Έχουν δημοσιεύσει πλήθος άρθρων σε περιοδικά σε όλο τον κόσμο και βιβλία όπως ενδεικτικά: Υποτέλεια και Eλευθερία: Έλληνες Μετανάστες στη Λευκή Αυστραλία και Κοινωνική Αλλαγή, Indigenous sovereignty and the being of the occupier, The Logical Structure of Love, Monumental Fragments, The Disjunctive Logic of the World, The Radical Critique of Liberalism, (Un)Willing Collectives.
Προς το παρόν επεξεργάζονται δυο μελέτες με τίλους: The Void Prayer: Christianity, Proprietary Being, History και Blood and Concepts: on the Agency of the European Colonizer.
**Θερμές ευχαριστίες στον Η. Διακολαμπριανό και τον Γ. Μιχελακάκη για τις παρατηρήσεις τους.