Φέτος είναι η δισχιλιετής εικοστή επέτειος των Χριστουγέννων. Ενός κοσμοϊστορικού γεγονότος της ανθρωπότητας.

Κοσμοϊστορικού λόγω της ενανθρώπισης του άχρονου και ακατάληπτου Θεού δια της γεννήσεώς του ως άνθρωπος («και ο Λόγος σαρξ εγένετο…», Ιωάν, 1, 14), προκειμένου να αποκαταστήσει τον πεπτωκότα άνθρωπο στο προ της ανυπακοής και πτώσης «αρχαίον κάλλος» του. Αλλά και λόγω του γεγονότος ότι στοιχειοθετεί τον καταλύτη της ανθρώπινης Ιστορίας.

Εξού και σύμπασα η ανθρωπότητα (ασχέτως έθνους, φυλής, χρώματος, γλώσσας, πολιτισμού, θρησκείας, κλπ), μετά την επικυριαρχία του Χριστιανισμού, αποδέχτηκε τη γέννηση του ιδρυτή της εν λόγω θρησκείας ως κοινή αφετηρία μέτρησης του χρόνου. Δηλαδή αρχίζοντας από το 1 («Anno Domini») και χωρίζοντας την Ιστορία σε προ Χριστού (π.Χ.) και μετά Χριστόν (μ.Χ.) – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όλα τα υπόλοιπα έθνη (εκτός αυτών της Δύσης) υιοθέτησαν και το αντίστοιχο χριστιανικό δόγμα.

Ποια χαρακτηριστικά όμως προσδιορίζουν αυτή την οικουμενική πλέον επέτειο που έχει καθιερωθεί να εορτάζεται κάθε 25η Δεκεμβρίου; Το πιο ευδιάκριτο στοιχείο είναι αυτό του αποκαλούμενου, καταχραστικά, «πνεύματος των Χριστουγέννων» («Spirit of Christmas»).

Ωστόσο, οι όροι αυτοί («πνεύμα» και «Χριστούγεννα») αντί να ταυτίζονται και συγκλίνουν, τελικά αποκλίνουν μεταξύ τους, έτσι που αντί για σχέση, υπάρχει μόνο σχάση (διαίρεση), καθώς χάσμα μέγα υπάρχει μεταξύ σημαινόντων και σημαινομένων. Αιτία είναι η σκόπιμη διαστρέβλωση και παρερμηνεία αυτών των όρων, με αποτέλεσμα το πραγματικό «πνεύμα των Χριστουγέννων» να παραμένει γράμμα κενό.

Η δε συνειδητή κακοποίηση των παραπάνω όρων αντιστρατεύεται την εννοιολογική πεμπτουσία τους, καθιστώντας την άσχετη και περιττή.

Το όποιο «πνεύμα» (των Χριστουγέννων) έχει αλλοιωθεί, σε σημείο που να είναι σχεδόν νεκρό. Τα «Χριστούγεννα» έχουν εκφυλιστεί αφού ο κύριος πρωταγωνιστής τους είναι ο μέγας απών των γενεθλίων του, ο μέγας αποσυνάγωγος.

Στην καλύτερη περίπτωση αποτελεί μια διακοσμητική φιγούρα, μια περιθωριακή καρικατούρα. Καταφρονεμένη, λυπημένη, χαμένη μες στον αχό μιας φτηνής, κακόγουστης φιέστας που αποκαλείται «Festive Season» («Εορταστική Περίοδος»).

Ένα πανηγύρι θορυβώδες και φανταχτερό. Με καταστόλιστα δέντρα, βιτρίνες, δρόμους, πλατείες, κτίρια, σπίτια. Ένα πανηγύρι που αγωνίζεται να δημιουργήσει – τεχνηέντως – ένα εορταστικό κλίμα, μια fake εύθυμη ατμόσφαιρα.

Μέσα σ’ έναν τέτοιο πανζουρλισμό η κοσμοϊστορική αυτή επέτειος χάνει το ουσιαστικό της νόημα. Επόμενο, αφού «Festive Season» έχει καθιερωθεί να σημαίνει: ανάπαυλα, χαλάρωση, διακοπές, ταξίδια αναψυχής, ψώνια, δώρα, κάλαντα, ευχές, διασκέδαση, φαγοπότι. «Χριστούγεννα» σημαίνει κυρίως: μπίζνες, διαφήμιση, μάρκετινγκ, εμπορική κίνηση, εκπτώσεις προσφορά και – κυρίως – κατανάλωση αγαθών. Η αποθέωση του υλισμού σε όλο του το μεγαλείο. Και η συνακόλουθη έκπτωση και χρεοκοπία του «πνεύματος» (των Χριστουγέννων).

Μέσα σε μια τέτοια ηθικά και αξιακά ξεπεσμένη ανθρωπότητα, μοιραίο ήταν τα Χριστούγεννα, από πνευματικό γεγονός και μείζων θρησκευτική εορτή να έχουν εκφυλιστεί σε μια καθαρά ματεριαλιστική, φολκλορική φιέστα. Μια, εν πολλοίς, ειδωλολατρική γιορτή μετεμφιεσμένη δολίως σε δήθεν θρησκευτική. Και αυτό φρονώ ότι συνιστά το μέγιστο όνειδος και σκάνδαλο των Χριστουγέννων.

Πολύ περισσότερο όταν αυτός ο εμπαιγμός με τα «άγια τοις κυσί» σπανίως ομολογείται από τον ίδιο τον χριστιανικό κόσμο και τους ταγούς του. Διότι το οξύμωρο των Χριστουγέννων έγκειται στο γεγονός ότι απ’ αυτή την οικουμενική εορτή του Χριστιανισμού απουσιάζει το τιμώμενο πρόσωπο του ίδιου του Χριστού! Ούτε καν το όνομά του δεν μνημονεύεται από τα ΜΜΕ. Σαν να είναι ανύπαρκτο.

Μόνο δυο-τρία λεπτά το πολύ η τηλεόραση αναφέρεται, αναγκαστικά, στις λειτουργίες των Χριστουγέννων δείχνοντας με το ζόρι κάποια πλάνα. Προτεραιότητα έχουν πάντα τα… χρηματιστήρια, ο τιμάριθμος, ο τζίρος των καταστημάτων, η εθνική και παγκόσμια οικονομία. Το «παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός» είναι απλώς μια ασήμαντη, επουσιώδης λεπτομέρεια. Γι’ αυτό και περνάει στα ψιλά, αν δεν καταλήγει εντελώς στα άχρηστα και αζήτητα…

Σ’ έναν τέτοιο υλιστικό, αντιπνευματικό, ειδωλολατρικό κόσμο (που υποκρίνεται τον ένθεο) στον οποίο ο μόνος θεός που λατρεύεται (ανεπισήμως μεν, εμπράκτως δε) είναι ο Μαμωνάς, «ο ήλιος της δικαιοσύνης» είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανατείλει. Ούτε το αληθινό «φως της γνώσεως» μπορεί να διαπεράσει το ερεβώδες σκότος της ανθρώπινης ψυχής.

Το τεχνητό, κίβδηλο φως των τρισεκατομμυρίων εορταστικών λαμπιονιών που αναβοσβήνουν αυτή την «εορταστική περίοδο» («Festive Season») σε Ανατολή και Δύση το εμποδίζει. Και είναι κρίμα μεγάλο που οι καταπτοημένοι και παραζαλισμένοι χριστιανοί δεν μπορούν να γευτούν τη μαγεία περιγραφών του μεγάλου κι αθάνατου Σκιαθίτη, όπως η παρακάτω:

«Aλλ’ ότε ο ιερεύς εξελθών έψαλλε το «Δεύτε ίδωμεν πιστοί, πού εγεννήθη ο Xριστός», τότε αι μορφαί των Aγίων εφάνησαν ως να εφαιδρύνθησαν εις τους τοίχους. «Aκολουθήσωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ», και ο κυρ Aλεξανδρής ενθουσιών έλαβε την υψηλήν καλάμην και έσεισε τον πολυέλαιον με τας λαμπάδας όλας ανημμένας.

«Άγγελοι υμνούσιν ακαταπαύστως εκεί», κι εσείσθη ο ναός όλος από την βροντώδη φωνήν του παπα-Φραγκούλη μετά πάθους ψάλλοντος «Δόξα εν υψίστοις λέγοντες τω σήμερον εν σπηλαίω τεχθέντι», και οι άγγελοι οι ζωγραφιστοί, οι περικυκλούντες τον Παντοκράτορα άνω εις τον θόλον, έτειναν το ους, αναγνωρίσαντες οικείον αυτοίς τον ύμνον» (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, από το διήγημα «Στο Χριστό στο κάστρο»).

*Ο Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής), συγγραφέας και μεταφραστής λογοτεχνίας. Υπήρξε αρθρογράφος στην αθηναϊκή εφ. «Τα Νέα», ενώ έχει συνεργαστεί και με: «Το Βήμα της Κυριακής», «Ελευθεροτυπία» και «Αυγή», καθώς και με την αυστραλιανή εφ. «The Age».