Συνεχίζεται η επέκταση της αυτοκρατορίας καλλυντικών του Έλληνα Ναπολέοντα Περδή σε ολόκληρο τον κόσμο!
Ο ίδιος διαθέτει 75 καταστήματα καλλυντικών με την επωνυμία Napoleon Perdis Cosmetics στην Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, τις ΗΠΑ, τη Λατινική Αμερική, τον Καναδά, την Ευρώπη, την Ασία και τη Μέση Ανατολή, ενώ τα προϊόντα του πωλούνται σε 2.000 καταστήματα παγκοσμίως.
Αυτές τις μέρες ο Περδής βρίσκεται στην Αυστραλία όπου εξετάζει το ενδεχόμενο να τερματίσει το μονοπώλιο της διάθεσης των προϊόντων του μέσω των πολυκαταστημάτων David Jones και να το επεκτείνει και στα πολυκαταστήματα Myers.
«Τα προϊόντα μας έχουν πέραση και πρέπει να υπάρχουν σε όλα τα καλά καταστήματα» λέει, ενώ δεν κρύβει τον ενθουσιασμό του που υπέγραψε συμφωνία και με τα μεγάλα αμερικανικά καταστήματα Neiman Marcus και Bergdorf Goodman.
«“Μάθε, παιδί μου, γράμματα να γίνεις άνθρωπος. Γιατρός ή δικηγόρος” μου έλεγε καθημερινά ο πατέρας μου. Ήθελε να ακολουθήσω ένα επάγγελμα σεβαστό. Δεν τον άκουσα, αλλά και δεν το μετάνιωσα. Ζω το όνειρό μου» λέει.
Από μικρός ο Ναπολέων Περδής ήξερε τι ήθελε από τη ζωή. Ήθελε να ασχοληθεί με τη μόδα. Σήμερα έχει δημιουργήσει μια αυτοκρατορία καλλυντικών που απλώνεται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη. Γιος Ελλήνων μεταναστών, ξεκίνησε με μεγάλες φιλοδοξίες στο Σίδνεϊ τη δική του εταιρεία καλλυντικών το 1995. Τώρα τα προϊόντα του πωλούνται σε δεκάδες δικής του ιδιοκτησίας καταστήματα σε όλον τον κόσμο και σε εκατοντάδες άλλα. Ο ίδιος έχει μετακομίσει πλέον στο Λος Άντζελες
Σήμερα, πολλά από τα αστέρια του Χόλιγουντ είναι πελάτες του.
Το αμερικανικό όνειρό του ξεκίνησε το 2005, όταν αγόρασε ένα διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη και ήρθε σε συμφωνία με το κατάστημα Saks Fifth Ave για την προώθηση των προϊόντων του.
Σήμερα νιώθει απόλυτα δικαιωμένος: «Έμαθα πολλά στην Αμερική. Να είμαι πολύ υπερήφανος για την ελληνική καταγωγή μου» τονίζει, ομολογώντας ότι κάποτε ντρεπόταν. Φυσικά, δεν αδιαφορεί για τις επιχειρηματικές δραστηριότητές του και στην Αυστραλία. Την επισκέπτεται συχνά και φροντίζει «όλα να λειτουργούν ρολόι» αφού, όπως τονίζει, «μιλάμε για ένα τζίρο 130 εκατομμυρίων δολαρίων ετησίως».