Λίγο πριν τις γιορτές έφτασε στα γραφεία της εφημερίδας μας μια επιστολή από τη Μονή Τιμίου Προδρόμου που βρίσκεται στην Ανατολή, ένα μικρό χωριό στη νοτιοανατολική πλευρά της Όσσας (Κισσάβου), μια ώρα περίπου έξω από τη Λάρισα.

Την επιστολή υπέγραφε η Αδελφή Θεολήπτη, η οποία με γλαφυρό τρόπο και γεμάτη πάθος, μας ενημέρωνε για την ιστορική Μονή και για το έργο που επιτελείται εκεί τα τελευταία χρόνια από τις μοναχές, που έρχονται από όλα τα μέρη του κόσμου, υπό την καθοδήγηση της Ηγουμένης, Γερόντισσας Θεοδέκτης.

Η ομογενής μοναχή, στράφηκε στην εφημερίδα μας, σε μια προσπάθεια να επικοινωνήσει με τα μέλη της παροικίας μας, γνωστοποιώντας τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το μοναστήρι και ζητώντας τη βοήθειά τους.

Βλέπετε, με την κρίση του κορονοϊού, οι μοναχές αναγκάστηκαν να κλείσουν τις πόρτες της Μονής στους επισκέπτες, ενώ έκλεισαν και οι αγορές όπου πωλούσαν τα οργανικά προϊόντα που οι ίδιες παράγουν, μένοντας έτσι στην ουσία χωρίς έσοδα, με αποτέλεσμα το «πάγωμα» των έργων αναστήλωσης του ιστορικού κτιρίου και επέκτασης των κοιτώνων που είχαν ξεκινήσει από τον περασμένο Ιούλιο.

Η Μονή Τιμίου Προδρόμου Ανατολής επεκτείνεται διαρκώς με μοναχές διαφόρων εθνικοτήτων, συνεπώς υπάρχει ανάγκη για περισσότερους χώρους. Φώτο: Supplied

Διαβάζοντας την επιστολή της Αδελφής Θεολήπτης, αυτό που μας εντυπωσίασε ήταν το πώς μια κοπέλα από τη μακρινή Αυστραλία πήρε τη μεγάλη απόφαση να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να στραφεί στο μοναχισμό, ταξιδεύοντας κυριολεκτικά στην άλλη άκρη του κόσμου.

Την απάντηση δίνει αποκλειστικά στον «Νέο Κόσμο» η ίδια, αφηγούμενη τη συναρπαστική πορεία της ζωής της από την ασφάλεια της αγκαλιάς των Ελλήνων γονιών της στο Κουίνσλαντ, στη μεγαλούπολη της Μελβούρνης και στη συνέχεια σε ένα μοναστήρι της Ελλάδας.

«Γεννήθηκα στο Home Hill στο North Queensland σε μια “δεμένη” οικογένεια μεταναστών. Η μητέρα μου καταγόταν από την Κύπρο και ο πατέρας μου από τη Μυτιλήνη. Μαζί με τον αδελφό μου περάσαμε ευλογημένα και ευτυχισμένα παιδικά χρόνια κοντά στους παππούδες και τους γονείς μας που καθημερινά ήταν ένα ζωντανό παράδειγμα αγάπης, προσφοράς, εργατικότητας και πίστης. Μιας απλής πίστης που έδενε ουσιαστικά την αξέχαστη πατρίδα με την καινούργια πατρίδα και πραγματικότητα.

Η εκκλησία και η κοινότητα μάς πρόσφεραν αναρίθμητες ευκαιρίες για επαφή με την παράδοσή μας, την ελληνική και την ορθόδοξη. Χωρίς να στερηθώ τίποτα ως παιδί και προσαρμοσμένη στην πραγματικότητα των μεταναστών, μεγάλωσα έχοντας εξαιρετικές ευκαιρίες για γνώση, μόρφωση και κοινωνική καλλιέργεια.

Από μικρό παιδί βοηθούσα με όποιο τρόπο μπορούσα στην οικογενειακή επιχείρηση και απολάμβανα τα καλά της ζωής μέσα σε μια δεμένη οικογένεια, αποκτώντας μια ρεαλιστική άποψη για τη ζωή, μαθαίνοντας να εκτιμώ την αξία της εργασίας και να διαχειρίζομαι τις διάφορες καταστάσεις, διαμορφώνοντας έτσι τη δική μου προσωπικότητα.

Στα 20 μου, αποφάσισα να ανοίξω τα φτερά μου, με εφόδια την αγωγή που πήρα από την οικογένειά μου, το σχολείο, την καθημερινή επαφή μου με τους σπουδαίους γονείς και παππούδες μου, την κοινωνία και την εκκλησία. Μετακόμισα στη Μελβούρνη, βρήκα μια δουλειά ανάλογη των προσόντων μου και των απαιτήσεων της ζωής, δοκιμάζοντας τις γνώσεις και τις δυνάμεις μου στην αρένα της καθημερινότητας, μακριά από την προστασία της αγαπημένης μου οικογένειας.

Στη Μελβούρνη είχα την ευλογία να συνδεθώ με την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία με έναν τρόπο βαθύτερο. Οι Ακολουθίες, οι Θείες Λειτουργίες, τα κηρύγματα και οι διάφορες δραστηριότητες της Ενορίας Αγίου Ευσταθίου, καθώς και η συμμετοχή μου στο Fellowship μού άνοιξαν μια πόρτα στην πίστη, στα μυστήρια της εκκλησίας, στην εκκλησιαστική ζωή και βρήκα τον εαυτό μου να διψά για κάτι βαθύτερο πνευματικά.

Θυμάμαι με ευγνωμοσύνη κάθε μέλος της Εκκλησίας, της Ενορίας ή όπου αλλού, που συνέβαλε στην «πνευματική μου εξέλιξη» και στην αφύπνιση μέσα μου μιας αναζήτησης της Ορθοδοξίας στην πράξη.

Με το ζήλο της νεότητας και την προσφορά της Εκκλησίας σε εμάς τους νέους, ξύπνησε μέσα μου και μια άλλου είδους αναζήτηση, ο μοναχισμός… Τον βρήκα, λοιπόν, αρχικά στα βιβλία, έπειτα στις ομιλίες, στο πρόσωπο μοναχών που γνώρισα κατά τις προσπάθειες οργάνωσης του μοναχισμού στην Αυστραλία, στα ταξίδια που έκανα στην Ελλάδα. Κάθε φορά αυτό που έμενε στην ψυχή μου ήταν η δίψα. Η δίψα να ζήσω το μοναχισμό πιο έντονα, πιο προσωπικά, να γίνει η ζωή μου…

Έτσι κι ενώ ακόμα έχτιζα την προσωπικότητά μου μοιράζοντας την καθημερινότητά μου στην καριέρα μου και την προσφορά στην εκκλησία και την ενορία, η εσωτερική αυτή αναζήτηση με οδήγησε στο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου. Αυτό έγινε σε ένα ταξίδι μου στην Ελλάδα το 2008.

Τι με έκανε να διαλέξω ανάμεσα σε δεκάδες άλλα μοναστήρια, αυτό το μοναστήρι;

Η απλότητα της καθημερινής ζωής, η αυθεντικότητα, η συνεχής προσπάθεια να μην χαθεί ο ζήλος, ο πρωτοχριστιανικός τρόπος ζωής αυτού του κοινοβίου, μιας και μέλη του είναι μοναχές που προέρχονται από 13 εθνικότητες, το παραδοσιακό – ανοιχτό πνεύμα, η χωρίς επιτήδευση απόδοση των ψαλμών, η καθημερινότητα που συνδυάζει θεωρία και πράξη, η φύση, η εργατικότητα, η σχέση με το περιβάλλον, η θέση του μοναστηριού, η ιστορία του, η ατέλειωτη προσπάθεια της ηγουμένης και των μοναχών να σκύβουν μέσα τους και να προσπαθούν άοκνα να βελτιώσουν πάθη, λάθη, αστοχίες.

Και κυρίως η αγάπη, που εκφράζεται κάθε λεπτό, με διακριτικότητα, με καλές εξηγήσεις για όλα, με βοήθεια προς τον καθένα, με ευσπλαχνία, με υποχωρητικότητα, με έμπνευση για όλα, με σημασία στα «μικρά» της κάθε στιγμής. Η συνειδητοποίηση ότι ο Παράδεισος είναι υπόθεση που βιώνει ο καθένας μας από τώρα, διαχειριζόμενος την ελευθερία του με υπακοή στο νόμο του Θεού και στη σοφή εμπειρία και καθοδήγηση των υπευθύνων του (ηγουμένης – πνευματικού).

Εδώ έχουν όλα και όλοι τη θέση τους για ένα σκοπό. Τη σωτηρία της ψυχής χωρίς διακρίσεις και με σεβασμό για κάθε ψυχή, που έχει σίγουρα ευκαιρίες για αγώνα επίπονο και καθημερινό.

Εδώ με έστειλε ο Θεός, σε ένα σπάνιο πνευματικό περιβάλλον όπου καλούμαι καθημερινά να Τον συναντήσω στο πρόσωπο του άλλου –της αδελφής μου πρωτίστως– και να ασκηθώ στην αγάπη γι’ αυτόν και στη βελτίωση της ψυχής μου. Όλα αυτά με την άοκνη καθοδήγηση και το παράδειγμα μιας ηγουμένης που δεν φείδεται χρόνου ή κόπου και βρίσκεται δίπλα στον καθένα, με ενδιαφέρον και αγάπη, και ιδιαίτερο φωτισμό από το Θεό που μας θέλει όλους κοντά Του, με το δικό τους τρόπο και τη δική τους πορεία».

Εάν θέλετε να ενισχύσετε τις προσπάθειες των Αδελφών για την αποπεράτωση των έργων αναστήλωσης και επέκτασης της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Ανατολής, επισκεφτείτε τον ιστότοπο: fundrazr.com/saintjohns-monastery