Τιμώντας τη 192η επέτειο της Επανάστασης του 1821, που θα γιορτάσουμε στη Μελβούρνη το ερχόμενο Σάββατο, 23 Μαρτίου 2013, αξίζει τον κόπο να επαναφέρουμε στο νου και στη μνήμη μας, μερικά όχι τόσο γνωστά δραματικά γεγονότα, τα οποία έγιναν λίγο πριν από την έναρξη της επανάστασης. Αυτά αναφέρονται σε ένα θρηνητικό ιστορικό Δημοτικό Τραγούδι, γνωστό ως « Της Πάργας ».
Η Πάργα είναι μία παράλια πόλη του νομού της Πρέβεζας της Ηπείρου. Ήταν η τελευταία πόλη που υποδουλώθηκε στους Τούρκους. Η Πάργα είχε από τον 15ο αιώνα ταχθεί κάτω από την προστασία των Ενετών και μετά στους Γάλλους. Το 1814 πέρασε στους Άγγλους. Αυτοί όμως την πούλησαν στους Τούρκους. Η παράδοση της πόλης έγινε στις 28 Απριλίου 1819. Οι κάτοικοι της Πάργας ήταν γύρω στις τέσσερις χιλιάδες άνθρωποι. Οι Παργινοί τότε εγκατέλειψαν την πόλη τους, αφού προηγουμένως ανέσκαψαν τους πατρώους τάφους, μάζεψαν τα οστά στην πλατεία της αγοράς και τα έκαψαν, για να μη βεβηλωθούν. Μετά έφυγαν κυρίως στην Κέρκυρα. Πολλοί επέστρεψαν το 1913, με την απελευθέρωση της πόλης.
Η συλλογική μνήμη έχει διασώσει το θρήνο τους και τη φυγή τους προς την Κέρκυρα ως ένα σημαντικό και τραγικό γεγονός στην ιστορία της πόλης. Πρώτος το κατέγραψε ο Ιταλός συγγραφέας και φιλέλληνας Νικολό Τομαζέο. Η συλλογή του δημοσιεύτηκε στη Βενετία το 1842. Το τραγούδι καταγράφτηκε σε δύο μέρη ως Α και Β. και έτσι διδάσκεται στα σχολεία μας σήμερα.
ΤΗΣ ΠΑΡΓΑΣ
Α’
Μαύρο πουλάκι, πο’ ‘ρχεσαι από τ’ αντίκρυ μέρη,
πες μου τι κλάψες θλιβερές, τι μαύρα μοιρολόγια
από την Πάργα βγαίνουνε, που τα βουνά ραγίζουν;
Μήνα την πλάκωσε Τουρκιά και πόλεμος την καίει;
-Δεν την επλάκωσε Τουρκιά, πόλεμος δεν την καίει.
Τους Παργινούς επούλησαν σα γίδια, σα γελάδια,
κι όλοι στην ξενιτιά θα παν’ να ζήσουν οι καημένοι.
Τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ’ άσπρα τους στήθια,
μοιρολογούν οι γέροντες με μαύρα μοιρολόγια,
παπάδες με τα δάκρυα γδύνουν τες εκκλησιές τους.
Βλέπεις εκείνη τη φωτιά, μαύρο καπνό που βγάνει;
Εκεί καίγονται κόκαλα, κόκαλα αντρειωμένων,
που την Τουρκιά τρομάξανε και το βεζίρη κάψαν.
Εκεί ‘ναι κόκαλα γονιού, που το παιδί ,τα καίει,
να μην τα βρουν οι Λιάπηδες, Τούρκοι μην τα πατήσουν.
Ακούς το θρήνο τον πολύν, όπου βογγούν τα δάση,
και το δαρμό που γίνεται,τα μαύρα μοιρολόγια;
Είναι που αποχωρίζονται τη δόλια την πατρίδα,
φιλούν τες πέτρες και τη γη κι ασπάζονται το χώμα.
Β
Τρία πουλιά απ’ τη ν Πρέβεζα διαβήκανε στην Πάργα.
Το ‘να κοιτάει την ξενιτιά, τ’ άλλο τον Aη Γιαννάκη,
το τρίτο το κατάμαυρο μοιρολογάει και λέει:
-Πάργα, Τουρκιά σε πλάκωσε, Τουρκιά σε τριγυρίζει.
Δεν έρχεται για πόλεμο, με προδοσιά σε παίρνει.
Βεζίρης δε σ’ ενίκησε με τα πολλά τ’ ασκέρια.
Έφευγαν Τούρκοι σα λαγοί το παργινό τουφέκι,
κι οι Λιάπηδες δεν ήθελαν να ’ρθούν να πολεμήσουν.
Είχε λεβέντες σα θεριά, γυναίκες αντρειωμένες,
πο’ τρωγαν βόλια για ψωμί, μπαρούτι για προσφάγι.
Τ’ άσπρα πουλήσαν το Χριστό, τ’ άσπρα πουλούν και σένα.
Πάρτε, μανάδες, τα παιδιά, παπάδες τους αγίους.
Άστε, λεβέντες, τ’ άρματα κι αφήστε το τουφέκι.
Σκάψτε πλατιά, σκάψτε βαθιά, όλα σας τα κιβούρια,
και τ’ αντρειωμένα κόκαλα ξεθάψτε του γονιού σας.
Τούρκους δεν επροσκύνησαν, Τούρκοι μην τα πατήσουν.