Να ζει κανείς ή να μη ζει (;)

«Θάνατε αν με λυπηθείς, θάνατος δεν λογιέσαι. Δε θέλω ξεμωράματα, ούτε ν’ απολογιέσαι». Αυτοί οι στίχοι ανήκουν στον Μανώλη Ρασούλη και προέρχονται από το τραγούδι «Του Έρωτα και του Θανάτου».

Ο Μανώλης Ρασούλης έφυγε από έμφραγμα. Μοιραία, η δική του πρόκληση-παράκληση στο θάνατο. Μάλλον δούλεψε!

Διαβάζοντας την ιστορία της Μπέβερλι Μπρόαντμπεντ από την Μελβούρνη, το μυαλό μου πήγε στους στίχους του Ρασούλη. Εκείνη δεν ήταν τόσο «τυχερή» όσο αυτός, αλλά αποφάσισε να πάρει την τύχη της στα χέρια της. Αψήφησε τις βουλές του θανάτου και της ζωής. Δεν επέτρεψε, ούτε ξεμωράματα, ούτε απολογίες. Στις 11 Φεβρουαρίου και ενόσω διένυε το 83ο έτος της ηλικίας της, απόλυτα υγιής από φυσικής αλλά και ψυχολογικής απόψεως όπως η ίδια εξομολογείται, επέλεξε να βάλει τέλος στη ζωή της.
Τα γεράματα, η προοπτική να χτυπηθεί από άνοια, την αρρώστια που βασανίζει πολλούς συνομήλικούς της, η πιθανότητα να καταλήξει σε έναν οίκο ευγηρίας ανήμπορη να ζήσει τη ζωή που ζούσε μέχρι σήμερα, όπλισε το χέρι της Μπέβερλι. Και έπιασε τον θάνατο «εξ απήνης».

Η Μπέβερλι κατάφερε να εγγυηθεί τη μέθοδο της «φυγής» της, όπως η ίδια αποκάλεσε το θάνατό της λίγο πριν φύγει για τον άλλο κόσμο, προμηθευόμενη βαρβιτουρικά, γνωστά και ως τα «ειρηνικά χάπια» στους κύκλους των υποστηρικτών της ευθανασίας. Επικοινώνησε στη συνέχεια με τον οργανισμό Exit International, (παγκόσμιο οργανισμό υπέρ της χορήγησης του δικαιώματος της εθελούσιας ευθανασίας) για να μάθει αν η δόση που κατάφερε να εξασφαλίσει, θα ήταν αρκετή να «πληρώσει τον οβολό της» στον Χάροντα.

«Δεν πεθαίνω σιγά-σιγά. Αλλά νοιώθω ότι είμαι έτοιμη να πεθάνω» είπε η ίδια σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα «The Age», λίγο πριν βγει στον πηγαιμό για τον άλλο κόσμο. Η συνέντευξή της δημοσιεύθηκε την Τρίτη.

Η Μπέβερλι δεν ήθελε ‘ξεμωράματα’, αυτό δήλωσε. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί σώνει και καλά θα έπρεπε να ζήσει, μία ζωή που δεν ήθελε να ζήσει.
Ζούσε στο Brighton East και όταν εργαζόταν ήταν σύμβουλος στην γραμμή βοηθείας Lifeline, δηλαδή τη γραμμή βοηθείας για ανθρώπους που έχουν τάσεις αυτοκτονίας. Κι όμως έκανε αυτό ακριβώς που ζητούσε από τους άλλους συνανθρώπους της να μην κάνουν, αυτοκτόνησε. Ή μήπως όχι; Μήπως απλά επέλεξε πότε ήθελε αυτή να φύγει από τη ζωή; Μήπως αυτό που όπλισε το χέρι της, δεν ήταν απόλυτα δική της απόφαση; Μήπως ο τρόπος με τον οποίο η κοινωνία αντιμετωπίζει τους ηλικιωμένους, ως βάρος κοινωνικό και οικονομικό, όπλισε το χέρι της Μπέβερλι. Μήπως δηλαδή απλά προσπάθησε να μη γίνει βάρος σε κανένα; Μήπως έπασχε όντως από κατάθλιψη; Μήπως; Μήπως… Πολλά τα μήπως…. Και τα γιατί;

Το μόνο σίγουρο είναι ότι η απόφασή της να δημοσιοποιηθεί η δική της ιστορία, δημιουργεί για άλλη μία φορά, όπως κάθε φορά που το θέμα του δικαιώματος στην ευθανασία έρχεται στην επικαιρότητα, μία σειρά από ηθικά διλλήματα. Αυτή τη φορά όμως η Μπέβερλι τα έκανε ακόμη πιο πολύπλοκα. Το 80% των Αυστραλών είναι θετικά προσκείμενο στη χορήγηση του δικαιώματος της ευθανασίας, όταν και εάν όμως το άτομο πάσχει από μία χρόνια ασθένεια που το σκοτώνει αργά μέρα με τη μέρα. Το σημείο αγκάθι είναι πάντα ποιος αν το ίδιο το άτομο δεν μπορεί να δώσει τη συγκατάθεσή του, θα δώσει συγκατάθεση. Φιλοσοφικό ερώτημα που ακόμα βασανίζει πολλούς επιστήμονες δεοντολογίας. Η Μπέβερλι τους άφησε όλους πίσω της. Να συνεχίζουν την κουβέντα τους, τα φιλοσοφικά διλλήματά τους. Εκείνη δεν μπορούσε να περιμένει. «Με κούρασαν τα γεράματα» είπε και έφυγε.

ΠΟΣΟΙ ΣΚΕΦΤΟΝΤΑΙ ΕΤΣΙ;

Η αυτοκτονία είναι αμαρτία, πρεσβεύει η εκκλησία μας.
«H αυτοκτονία είναι το μόνο αληθινό φιλοσοφικό πρόβλημα. Αποφασίζοντας κάποιος αν αξίζει να ζει ή όχι απαντά στο θεμελιακό πρόβλημα της φιλοσοφίας» είχε πει ο Alber Camus.

Η αυτοκτονία σύμφωνα με τον γνωστό κοινωνιολόγο Emile Durkheim είναι μία από τις πλέον ατομικές ανθρώπινες πράξεις και όπως κάθε άλλη ανθρώπινη πράξη δεν είναι στην ουσία τίποτε άλλο από μία κοινωνική συμπεριφορά. «Είναι η κοινωνία που δρα» πρέσβευε ο Durkheim.

Η ευθανασία είναι αυτοκτονία, λένε οι πολέμιοι της χορήγησης του δικαιώματος της εθελούσιας ευθανασίας.

Ναι, όλα τα παραπάνω ισχύουν ανάλογα με ποια σχολή σκέψης υιοθετεί ο καθένας.

Πόσοι ηλικιωμένοι μας όμως την έχουν σκεφτεί; Πόσοι τολμούν να το συζητήσουν με τον γιατρό τους; Μπορεί και αυτοί να είναι απόλυτα υγιείς άνθρωποι όπως την Μπέβερλι που δεν έπασχε από κατάθλιψη και να το σκέφτονται; Γιατί;
Αυτές τις ερωτήσεις θέσαμε σε έναν ειδικό που έχει άμεση σχέση με τους ηλικιωμένους μας.
«Η τρίτη ηλικία είναι μια ηλικία που πολλοί βρίσκουν δύσκολο να αποδεχθούν. Και η κατάθλιψη που θεωρείται ένας από τους βασικούς λόγους που μπορεί να οδηγήσει κάποιον στο να έχει αυτοκτονικές τάσεις είναι πολύ πιο συχνή σ’ αυτήν την ηλικιακή ομάδα» θα πει ο κ. Παναγιώτης Κυριακούλης κλινικός ψυχολόγος από το Κέντρο Θετικής Ψυχολογίας, που εδρεύει στη Μελβούρνη.

«Δεν είναι λίγοι αυτοί που με το που βγουν στη σύνταξη, βιώνουν κατάθλιψη. Και αυτός είναι ένας λόγος. Πολλοί ηλικιωμένοι μας οδηγούνται στα ίδια σκοτεινά μονοπάτια της κατάθλιψης και όταν μάθουν ότι πάσχουν από κάποια χρόνια ασθένεια όπως ο διαβήτης ή κάποιο καρδιακό νόσημα».
Και ο αριθμός των περιπτώσεων ηλικιωμένων μας που μπαίνουν στο γραφείο του κ. Κυριακούλη «με τη σκανδάλη στο χέρι και το όπλο στραμμένο στον κρόταφό τους» είναι μεγάλος.

«Πολύ συχνό φαινόμενο. Νοιώθουν ότι δεν μπορούν να αντέξουν τα γεράματα. Δεν θέλουν να γίνουν βάρος. Νοιώθουν ότι έκαναν ό,τι είχαν να κάνουν στη ζωή τους και όντως θέλουν να είναι σε θέση να αποφασίσουν οι ίδιοι πότε θέλουν να φύγουν. Και αν το τέλος μπορεί να είναι ανώδυνο, το θέλουν ακόμα περισσότερο».
Ο κ. Κυριακούλης προσθέτει ότι πολλοί «αυτοκτονούν» και με αργό τρόπο παραμελώντας την υγεία τους.
«Υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που αφήνονται έρμαια κάποιας ασθένειας. Κάνουν ακριβώς το αντίθετο απ’ αυτό που θα τους πει ο γιατρός τους. Όχι επειδή δεν καταλαβαίνουν τις οδηγίες που πρέπει να ακολουθήσουν αλλά μόνο και μόνο για να έρθει συντομότερα ο θάνατος.
 
Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
 
Τραγική η πραγματικότητα που περιγράφει ο κ. Κυριακούλης. Τραγική αλλά πραγματική και κρυμμένη στα μύχια του μυαλού πολλών ηλικιωμένων μας.
Η ευθανασία είναι μία μορφή αυτοκτονίας, λένε αρκετοί πολέμιοί της. Και η χριστιανική θρησκεία την καταδικάζει απερίφραστα. Την ίδια στιγμή, η στάση που κρατά η εκκλησία λειτουργεί σύμφωνα με τον κ. Κυριακούλη ως ένα βαθμό και ως παράγοντας προστασίας τους.

«Το σίγουρο είναι ότι πολλοί σκέφτονται την αυτοκτονία. Δεν ξέρω αν σκέφτονται άμεσα το γεγονός ότι η εκκλησία καταδικάζει την αυτοκτονία και κατ’ επέκταση την ευθανασία. Σκέφτονται όμως πώς θα το πάρουν τα παιδιά τους, ο κόσμος, ποιος θα τους ανακαλύψει. Σκέφτονται και αυτά που θα στερήσουν από τα παιδιά τους είτε είναι υλικά αγαθά ή ακόμα και η παρουσία τους. Γι’ αυτό πιστεύω ότι και τα παιδιά τους λειτουργούν ως προστατευτικός παράγοντας».
Προσθέτει εντούτοις ότι πολλοί ηλικιωμένοι προσδοκούν  τον Θεό να τους δώσει μία θανατηφόρα αρρώστια για να «γλιτώσουν» από τα «βάσανα» που φέρνουν τα γεράματα. Μπορεί να μην τραβούν την σκανδάλη αλλά ελπίζουν να την τραβήξει η μοίρα και όσο το γρηγορότερο τόσο το καλύτερο.
 
ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΛΛΑ ΣΤΟ ΤΙΠΟΤΑ
 
Τον ρωτάω αν υπάρχει περίπτωση κάποιος άνθρωπος που δεν έχει ψυχολογικά ή σωματικά προβλήματα όπως η Μπέβερλι, να επιλέξει μόνος του να φύγει από τα εγκόσμια.
«Δεν ξέρω την περίπτωση αλλά πολύ πιθανό. Είναι ζήτημα αξιοπρέπειας και εξαρτάται από τη ζωή που έχει ζήσει ο καθένας. Κάποιοι ηλικιωμένοι βολεύονται με τη δυστυχία, την συνηθίζουν την αποδέχονται. Κάποιοι άλλοι όταν μάλιστα έχουν ζήσει μία ζωή γεμάτη, δεν μπορούν καν να φανταστούν τον εαυτό τους καθηλωμένο σε ένα κρεβάτι και αποφασίσουν να μην το ζήσουν αυτό. Εκείνο που θέλουν οι περισσότεροι είναι να φύγουν με αξιοπρέπεια πριν τα γεράματά τους την στερήσουν. Αυτός είναι ο μεγάλος τους φόβος. Ένας ‘αναξιοπρεπής’ θάνατος».

«Θάνατε αν με λυπηθείς, θάνατος δεν λογιέσαι. Δε θέλω ξεμωράματα, ούτε ν’ απολογιέσαι». Ο στίχος έρχεται πάλι στο μυαλό μου. Τον συνοδεύει αυτή τη φορά ένα πικρόγλυκο αστείο που μοιράζομαι με φίλους όταν μιλάμε για τα γηρατειά μας…. Ελπίζω σε 30 χρόνια να υπάρχουν Do It Yourself kit ευθανασίας, τους λέω και τους αφήνω να γελάνε…. Εγώ όμως ξέρω… «Δεν θέλω ξεμωράματα»…