H ωμή αλήθεια για την Μπονεγκίλα

* Το Κεφάλαιο αυτό (Chapter VII) είναι από το βιβλίο του Γιώργου Ζάγκαλη “Migrant Workers and Ethnic Communities – Their Struggles for Social Justice and Cultural Rights – The Role of Greek-Australians” (“Μετανάστες Εργάτες και Εθνικές Κοινότητες – Οι Αγώνες τους για Κοινωνική Δικαιοσύνη και Πολιτιστικά Δικαιώματα – Ο Ρόλος των Ελληνοαυστραλών”) (σελ. 277-282). Ελληνική μετάφραση Δημήτρης Τρωαδίτης.

Η Bonegilla, περίπου 300 χιλιόμετρα από τη Μελβούρνη στη βορειο-ανατολική Βικτώρια, και άλλες παρόμοιες εγκαταστάσεις ονομάστηκαν από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση Κέντρα Υποδοχής Μεταναστών. Οι περισσότεροι από όσους έζησαν εκεί γνώρισαν την Bonegilla είτε ως κέντρο κράτησης είτε ως στρατόπεδο συγκέντρωσης. Το 1952 και 1961 ήταν το επίκεντρο δύο εξεγέρσεων των μεταναστών για δουλειά και ελευθερία. Από το 1947, όταν έφτασαν εκεί οι πρώτοι διαμένοντες, έως ότου έκλεισε το 1971, περισσότεροι από 320.000 πρόσφυγες και μετανάστες γνώρισαν τις εγκαταστάσεις αυτές ως το πρώτο σπίτι τους στην Αυστραλία. Οι αγώνες τους στη νέα χώρα για εγκατάσταση και ισότητα δικαιωμάτων ξεκίνησε εκεί, πριν εγκατασταθούν κοντά στα εργοστάσια και άλλους χώρους εργασίας.
Τουλάχιστον 35.000 Έλληνες πέρασαν από την Bonegilla από τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Οι Ιταλοί ήταν μακράν η πολυπληθέστερη ομάδα. Ανά πάσα στιγμή η Bonegilla φιλοξενούσε 10.000 ανθρώπους από πολλές εθνότητες στιβαγμένους σε 30 κυματοειδή σιδερένια μπλοκ, με 350 άτομα το καθένα. Φρουροί και αγκαθωτά συρματοπλέγματα προστάτευαν το στρατόπεδο από παράνομη είσοδο ή έξοδο. Οι διαμένοντες εκεί προμηθεύονταν με τα προσωπικά σκεύη, κλινοσκεπάσματα, πετσέτες, κλπ., και εφόσον δεν επιστρέφονταν σε καλή κατάσταση, το κόστος αυτό αφαιρείτο από το επίδομα ανεργίας που έπαιρναν, από το οποίο οι αρχές είχαν ήδη αφαιρέσει το ποσόν των εξόδων διαβίωσης.

Ερχόμενοι στην Αυστραλία στο πλαίσιο της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Ευρωπαϊκή Μετανάστευση (και νωρίτερα σύμφωνα με την Εποικιστική Πολιτική Εκτοπισμένων Ατόμων), οι μετανάστες έπρεπε βάση σύμβασης να εργάζονται σύμφωνα με τις οδηγίες του Υπουργείου Μετανάστευσης για δύο χρόνια. Σε αντίθετη περίπτωση, προβλέπονταν κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένης της επιστροφής ναύλων στην Κοινοπολιτεία, σε περίπτωση που επέστρεφαν στη χώρα καταγωγής τους. Η υποχρέωση, με βάση τις ίδιες συμβάσεις, της αυστραλιανής κυβέρνησης να βρει δουλειά για τους μετανάστες τέθηκε σε εφαρμογή με περιφρόνηση, αν ποτέ ήλθε στο φως. Όσο αφορούσε τις θέσεις εργασίας, δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Οι θέσεις εργασίας σε αγροτικές περιοχές, για τις οποίες προορίζονταν οι διαμένοντες, ήταν λίγες και ως επί το πλείστον ακατάλληλες. Οπότε η απόδραση στην πόλη, όπου υπήρχαν περισσότερες ευκαιρίες εργασίας, ήταν αναπόφευκτη παρά τις προσπάθειες των αρχών να σταματήσει τις αποδράσεις αυτές.
Η Bonegilla διευθυνόταν με βάση μια στρατιωτικού τύπου γραμμή. Όσοι βρίσκονταν σε κορυφαίες θέσεις ήταν αξιωματικοί του στρατού. Πολλοί επιστάτες και φύλακες, οι οποίοι επιλέγονταν μεταξύ των διαμενόντων, ήταν στην πραγματικότητα φύλακες και υπάλληλοι πρώην ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης (βλέπε Κεφάλαιο 9 του βιβλίου του Γιώργου Ζάγκαλη), όπως επιβεβαιώθηκε από τον Bob Greenwood, επικεφαλής της Μονάδας Ειδικών Ερευνών Εγκληματιών Πολέμου που διορίστηκε από την κυβέρνηση Hawke το 1987.

Ο Πλούταρχος Δεληγιάννης, συνταξιούχος εκπαιδευτικός, ο οποίος έφτασε στην Bonegilla στις 16 Απρίλη 1954, είπε στο δημοσιογράφο του «Νέου Κόσμου», Κώστα Νικολόπουλο (στις 16 Απρίλη 2004) ότι «οι συνθήκες διαβίωσης των νέων μεταναστών δεν έμπνεε καμιά ανησυχία στην κυβέρνηση. Πρέπει να σας πω ότι είχαμε βρει συχνά σκουλήκια σε λουκάνικα και είτε μας άρεσαν είτε όχι έπρεπε να τα φάμε μετά την αφαίρεση (των σκουληκιών), καθώς τα λουκάνικα ήταν η βασική τροφή». Μετά από 33 ημέρες αναμονής χωρίς δουλειά, ο Π. Δεληγιάννης, δύο αδέλφια του και άλλοι τρεις αποφάσισαν να δραπετεύσουν μια νύχτα, με τα πόδια προς την Wodonga ή το Albury, «για να επιβιβαστούν στο τρένο για τη Μελβούρνη όπου επέστρεψαν στον πολιτισμό και άρχισαν να ζουν σαν άνθρωποι».

Ο Θανάσης Κουκιάς, ο οποίος έφτασε στην Bonegilla στις 12 Δεκέμβρη 1954, δήλωσε στο ίδιο άρθρο του «Νέου Κόσμου» ότι θεωρούσε τον εαυτό του τυχερό που έμεινε μόνο δύο εβδομάδες «σε εκείνο το παράξενο, απομονωμένο μέρος όπου η υψηλή θερμοκρασία, η σκόνη, τα κουνούπια και οι μύγες έκαναν τη ζωή μας ασφόρητη». Όμως η διαφυγή του δεν τον οδήγησε στην ελευθερία. Συνελήφθη και μαζί με 37 άλλους Έλληνες, στάλθηκε να εργαστεί στο Queensland. «Ταξιδεύαμε με το τρένο για μια εβδομάδα, πριν φτάσουμε στη μικρή πόλη του Mareeba, βόρεια του Cairns. Εκεί μάς παρέλαβαν αγρότες που πήραν όσους χρειάζονταν για τις φάρμες τους. Ήμουν τελευταίος με έναν Ιταλό καπνεργάτη. Κουρασμένος όπως ήμουν, σύντομα αποκοιμήθηκα, για να ξυπνήσω την επόμενη μέρα με δάκρυα στα μάτια -μόνος, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, χωρίς μια λέξη αγγλικής γλώσσας. Προσπάθησα να επικοινωνήσω με νοήματα και σχέδια. Αλλά οι άνθρωποι ήταν καλοί. Προσπάθησαν να κάνουν τη ζωή μου πιο εύκολη».

Ένα άλλο πρόσωπο που αναφέρεται στο άρθρο του «Νέου Κόσμου», ήταν ο Αλέκος Παναγιωτόπουλος ο οποίος έφτασε στην Bonegilla το 1955 και κρατήθηκε εκεί για τρεις εβδομάδες. «Η Bonegilla ήταν ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου κυριαρχούσαν ο φόβος και η καθημερινή σπίλωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Τι μπορώ να θυμάμαι; Τα τμήματα σε μορφή ψυγείου όπου μας έριξαν; Τα αμέτρητα “δεν επιτρέπεται να το κάνετε αυτό ή εκείνο” -τα φοβερά κρεβάτια με τα αχυρένια- και το φαγητό; Για μερικούς, το φαγητό μπορεί να ήταν καλό, αλλά για τους περισσότερους από εμάς δεν ήταν ούτε γευστικό ούτε αρκετό. “Μπορώ να έχω λίγο περισσότερο ψωμί;” ήταν το μόνιμο αίτημα. Τέτοια ήταν η λαχτάρα για τα ελληνικά τρόφιμα που σε μία από τις πολύ λίγες εκδρομές κυνηγήσαμε με ραβδιά και πιάσαμε 17 κουνέλια. Είχαμε μια γιορτή με στιφάδο [κοκκινιστό κουνέλι με κρεμμύδια]. Οι καρδιές και η σκέψη μας ήταν στα σπίτια και τη χώρα μας. Με λίγα λόγια μας έριχναν μια φέτα ψωμί για να βεβαιωθούν ότι θα επιβιώσουμε, αλλά αγνοούσαν όλες τις ανάγκες μας».

Ο Α. Παναγιωτόπουλος ήταν τόσο άσχημα τραυματισμένος ψυχικά που αρνείται μέχρι σήμερα να επισκεφθεί ό,τι έχει απομείνει από την Bonegilla. Και προειδοποιεί: «Δεν πρέπει να πιστεύουμε όλους αυτούς που τώρα προσπαθούν να ωραιοποιήσουν το λεγόμενο Κέντρο Υποδοχής Μεταναστών. Ήταν ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου ο φόβος καταπλάκωνε καθημερινά την ψυχή των νέων μεταναστών».

Ένας άλλος διαμένων στην Bonegilla ήταν ο Κώστας Μιμίδας, ο οποίος έφτασε εκεί το 1954, λέγοντας στο «Νέο Κόσμο» ότι «κάθε μπλοκ ελεγχόταν από τους επόπτες και αστυνομικούς για τη διατήρηση του νόμου και της τάξης. Μια μέρα ένας αστυνομικός μου ζήτησε να ορκιστώ στη Βίβλο ότι θα πω την αλήθεια γιατί τόσοι πολλοί Έλληνες αποδρούν, ποιος τους κρύβει και ποιος τους βρίσκει εργασία. Αυτοί που τους βοηθούν είναι άτομα ή οργανώσεις; Προσπάθησα να τον πείσω, μάταια, ότι για τους Έλληνες θεωρείται φυσικό να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο, και ότι πολλοί είχαν μια γνωριμία ή ένα φίλο στη Μελβούρνη».

Ο διαχωρισμός των παντρεμένων ζευγαριών σε κοιτώνες ανδρών και γυναικών ήταν ένα άλλο τραύμα στην Bonegilla. Αυτή η πολιτική δεν ίσχυε για τους αγγλόφωνους μετανάστες. Η Glenda Sluga, στο «Bonegilla: Ένας Τόπος χωρίς ελπίδα» (1988), έγραψε ότι: «Η κυβέρνηση Menzies αντιμετώπιζε τους μετανάστες ως μια μάζα ανθρώπων που μπορεί να ελέγχεται και κατευθύνεται εύκολα για την κάλυψη των αναγκών της βιομηχανίας και της οικονομίας».
Ο Γιώργος Χατζής είναι ένας άλλος Έλληνας της Αυστραλίας που έχει και αυτός μια ιστορία να πει για την Bonegilla, που μου την είπε σε μια συνέντευξη (4 Οκτώβρη 2005). Ο Γιώργος ήρθε στην Αυστραλία σε ηλικία 11 χρόνων, με τους γονείς του, ένα μικρότερο αδελφό και δύο αδελφές. Πήγαν κατευθείαν στην Bonegilla, στις 23 Σεπτέμβρη 1955. Εκεί, αρχικά, τους ζητήθηκε να παραδώσουν τα διαβατήριά τους. Στη συνέχεια τα παιδιά χωρίστηκαν από τους γονείς τους, και τοποθετήθηκαν σε κοιτώνα με άτεκνα ζευγάρια. Ο Γιώργος θυμάται έντονα τις παγωμένες νύχτες στα τέλη Οκτώβρη και τις αφόρητα ζεστές μέρες. Η κουζίνα μύριζε, ζέστη είχε διεισδύσει παντού. Χρειάστηκαν χρόνια ώστε η αδελφή του να ανακάμψει από όλα αυτά.

Προερχόμενοι από ένα μεγάλο σπίτι στην Πελοπόννησο, βρήκαν το συνωστισμό στις καλύβες κασσίτερου του στρατού μια συγκλονιστική εμπειρία:
«Δεν υπήρχε καν καμία προστασία της ιδιωτικής ζωής. Ως μικρά παιδιά παρακολουθούσαμε για πρώτη φορά στη ζωή μας ζευγάρια να κάνουν έρωτα πίσω από τα βιαστικά διαχωρισμένα με κουβέρτες διαμερίσματα. Όσο για το φαγητό -αν και το ψωμί και το βούτυρο ήταν επαρκή- το κρέας ήταν σκληρό και συχνά είχε σκουλήκια. Οι μεγάλοι σκέφτηκαν ότι θα ήταν καλό να το δείξουμε στους υπαλλήλους. Μας το έστειλαν πίσω με μια καραμέλα -αλλά χωρίς θεραπεία. Όταν έσπασα ένα βραστό αυγό βρήκα ένα πουλάκι μέσα σ’ αυτό. Αυτό με έκανε να μην ξαναφάω αυγό στη ζωή μου. Μια μέρα κάποιοι μεγάλοι έπιασαν ένα καγκουρό και ήταν έτοιμοι να το ψήσουν όταν έφτασαν οι φρουροί και η αστυνομία και μας κατηγόρησαν για βασανισμό ζώων. Σε μια άλλη περίπτωση 10 με 20 Έλληνες μετανάστες πραγματοποίησαν διαδήλωση έξω από το γραφείο και έσπασαν μερικά παράθυρα. Έφτασε η αστυνομία και σύντομα ο στρατός με τέσσερα βαριά οχήματα. Δεν έκαναν τίποτα βέβαια, αλλά προσπάθησαν να μας τρομάξουν. Η ζωή μας ήταν πολύ δυστυχισμένη. Περιβαλλόμασταν από ανασφάλεια, βλέποντας τους γονείς μας να ανησυχούν, μην ξέροντας τι θα ήταν το επόμενο».

Ο Γιώργος και η οικογένειά του έμειναν στην Bonegilla δύο μήνες. Αποφάσισαν να δραπετεύσουν και περπάτησαν όλη τη διαδρομή προς το Albury. Πήραν το τρένο για τη Μελβούρνη, όπου ο πατέρας του είχε μια γνωριμία. Βρήκε δουλειά εύκολα, χαρτιά δεν ήταν αναγκαία. Ένα χρόνο αργότερα πήγε στο υπουργείο Μετανάστευσης και καταχωρήθηκε ως αλλοδαπός. Ο Γιώργος βρήκε πρόσφατα κάποια χαρτιά του πατέρα του πριν από την ημερομηνία που έρχονται στην Αυστραλία. Είχαν μια σφραγίδα στα αγγλικά: «ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΣ ΓΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ».

Η πιο έγκυρη κατάθεση για την Bonegilla προέρχεται από έναν αυτόπτη μάρτυρα, τον Giovanni Sgro, σε πολλές συνεντεύξεις, συζητήσεις και τελικά στην αυτοβιογραφία του. Ο Sgro πήγε στην Bonegilla αμέσως κατά την άφιξή του από την Καλαβρία, τον Απρίλη του 1952, σε ηλικία 21 χρόνων. Είναι τώρα ένας συνταξιούχος πολιτειακός βουλευτής του Εργατικού Κόμματος, εξέχων σοσιαλιστής ηγέτης και στέλεχος των εθνοτικών κοινοτήτων για περισσότερο από 50 χρόνια, που συνδέονταν στενά με την Ομοσπονδία Ιταλών Μεταναστών Εργατών και των Οικογενειών τους (FILEF) με την οποία η Ελληνοαυστραλιανή Αριστερά συνεργάστηκε στενά επί δεκαετίες.

Σχεδόν μέσα σε λίγες εβδομάδες από την άφιξή του, ο Sgro βρέθηκε στην ηγεσία του πρώτου αγώνα για θέσεις εργασίας και αξιοπρέπεια προς τους μετανάστες εργάτες. Στην αυτοβιογραφία του (με τίτλο «Υιός της Μεσογείου») γράφει:
«Υπήρχαν τριάντα μπλοκ, κάθε ένα χωρητικότητας 350 ατόμων, καθώς και η αίθουσα αναψυχής, πολλές κουζίνες και γραφεία -τεράστια! … Ενόσω ήμασταν εκεί για λίγο διάστημα χωρίς καμία ελπίδα εύρεσης εργασίας ζητήσαμε από τις αρχές να χρησιμοποιηθούν κάποιοι Ιταλοί μάγειροι έτσι ώστε να μπορούμε τουλάχιστον να φάμε λίγο κάτι ιταλικό. Το έκαναν αυτό. Αλλά ήμασταν θυμωμένοι -όχι τόσο για τον εαυτό μας, αλλά γιατί δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε γιατί οι δύο κυβερνήσεις, η αυστραλιανή και η ιταλική, μας έκαναν να φύγουμε από την Ιταλία μας ξέροντας ότι δεν υπήρχε δουλειά… Τα προβλήματά μας έφτασαν στα αυτιά της ιταλικής παροικίας της Μελβούρνης, η οποία μας έστειλε έναν Ιταλό ιερέα, τον πατέρα Nazzareno. Πολλοί από εμάς πήγαν σ’ αυτόν ζητώντας του να μιλήσει στις αρχές για την απελπισία μας. Η απάντησή του ήταν πάντα η ίδια: «Να είστε υπομονετικοί, παιδιά μου». Είχαμε πολλή υπομονή. Μετά από πολλές παρακλήσεις, ο Ιταλός πρόξενος ήρθε από τη Μελβούρνη με ένα Fiat 131 και σε μια μεγάλη αίθουσα, γεμάτη κόσμο, επανέλαβε το ίδιο μήνυμα που μας είχε δώσει και ο ιερέας. Εμείς επαναστατήσαμε και μόνο η παρέμβαση της στρατιωτικής αστυνομίας τον έσωσε. Αλλά το αυτοκίνητό του έγινε κομμάτια. Όπως είπα, δεν θέλαμε βία. Απαιτούσαμε μόνο ‘δώστε μας δουλειά ή στείλτε μας σπίτι στην Ιταλία’. Κάθε μέρα μετά από αυτό ξαπλώναμε στις γραμμές του τρένου. Το τρένο σταματούσε επειδή ήσαν εκεί εκατοντάδες από μας εκεί». Θεωρήσαμε ότι όλες οι διαμαρτυρίες μας μέχρι τότε ήταν χάσιμο χρόνου, ακόμη και το περιστατικό με τον πρόξενο. Έτσι, μια ομάδα συναδέλφων που προερχόταν από τις πόλεις και είχε μεγαλύτερη εμπειρία στην οργάνωση διαδηλώσεων από εμάς τους Καλαβρέζους, αποφάσισε να πάει γύρω σε όλα τα μπλοκ στο στρατόπεδο για να παροτρύνει όλους να επαναστατήσουν. Επιπλέον, ζήτησαν από κάθε μπλοκ να ορίσει έναν εκπρόσωπο… Το συγκρότημά μας είχε συνάντηση και μετά από μια μακρά συζήτηση και αποφάσισαν να ορίσουν εμένα -όχι επειδή ήμουν κάποιος ειδικός, αλλά επειδή κανείς δεν ήθελε να το κάνει. Αργότερα, συναντήθηκα τρεις ή τέσσερις φορές με κάποιους άλλους νέους άνδρες, όπως εγώ, και ορίσαμε την ημερομηνία της “μεγάλης εξέγερσης” όπως την ονόμασαν ορισμένοι. Είχαμε ετοιμάσει πανό. Ήταν προς το τέλος του Ιούνη, όταν σχεδόν όλοι μας σχηματίσαμε μια μακρά πομπή, προς το διοικητικό κέντρο. Στο δρόμο σπάσαμε πολλά παράθυρα και βάλαμε φωτιά σε μερικές καλύβες. Μόλις είδαν τι συνέβαινε, οι αρχές ειδοποίησαν την αστυνομία. Αν και υπήρχαν μόνο τέσσερις ή πέντε αστυνομικοί -όχι αρκετοί- ωστόσο, όταν φτάσαμε κοντά στο κέντρο, πίσω από το διοικητικό γραφείο που ήταν ο προορισμός μας, εμφανίστηκαν τέσσερα τανκς ακολουθούμενα από πάνω από 200 στρατιώτες. Όταν τους είδαμε κοκαλώσαμε και δεν κάναμε βήμα προς τα εμπρός. Λίγα λεπτά αργότερα ήρθε ο διευθυντής του γραφείου λέγοντας ότι είναι έτοιμος να συναντηθεί με μια ομάδα 10-15 από μας … Το αίτημά μας ήταν το ίδιο όπως και πριν – να μας δώσει δουλειά ή να μας στείλει πίσω στην Ιταλία…

Στρατιωτική επέμβαση εναντίον αμάχων διαδηλωτών είχε χρησιμοποιηθεί από τους Άγγλους αποικιοκράτες, όταν χρυσοθήρες στο Ballarat πίσω στο μακρινό 1854 διαμαρτυρήθηκαν για τις άδειές τους… Το 1952 εμείς οι μετανάστες εξεγερθήκαμε γιατί θέλαμε είτε εργασία είτε επαναπατρισμό. Στο στρατόπεδό μας, εκτός από τρεις νεαρούς άνδρες που αυτοκτόνησαν απελπισμένοι, δεν υπήρξαν άλλοι θάνατοι. Στο Ballarat οι νεκροί ήταν πολλοί. Ποιος ξέρει τι θα είχε γίνει αν δεν είχαμε σταματήσει όταν είδαμε τα τανκς και τους στρατιώτες. Σίγουρα δεν ήταν ένα καλό πράγμα για την Αυστραλία να χρησιμοποιήσουν στρατιώτες εναντίον αμάχων…
Αν και η εξέγερση της Bonegilla δεν έτυχε αρκετής προσοχής από τον Τύπο ή την κοινή γνώμη εκείνης της εποχής, εντούτοις δημιούργησε μεγάλο ενδιαφέρον από τη στιγμή που όσοι από εμάς είχαν εμπλακεί άρχισαν να μιλούν γι’ αυτό, αφότου ενταχθήκαμε στην αυστραλιανή κοινωνία, αν και ίσως δέκα χρόνια είχαν περάσει. Μίλησα γι‘ αυτό σε πανεπιστήμια και γυμνάσια καθώς και σε πολλά σεμινάρια και συνέδρια. Γράφτηκαν βιβλία και θεατρικά έργα (η Ελληνοαυστραλή θεατρική συγγραφέας Tess Lyssiotis έγραψε και ανέβασε το “Hotel Bonegilla” το 1984, στο La Mama στη Μελβούρνη), έγιναν ταινίες και ντοκιμαντέρ, αλλά αυτή είναι η πρώτη φορά που γράφω στο χαρτί γι’ αυτό. Δεν είναι εύκολο να περιγράψει κανείς την τραγωδία της Bonegilla -και ήταν μια τραγωδία. Οι 10.000 από εμάς που ήταν εκεί εκείνη την ημέρα της εξέγερσης προδοθήκαμε. Αυτό συνέβη πάνω από σαράντα χρόνια πριν, αλλά στη μνήμη μου, και είμαι σίγουρος στη μνήμη εκείνων που ήταν εκεί, οι τρεις αυτοί μήνες σε ένα στρατόπεδο, μακριά από τη χώρα μας και τους αγαπημένους μας, ήταν οι χειρότεροι τρεις μήνες της ζωής μου».

Η διεύθυνση της Bonegilla απέδωσε την εξέγερση εν μέρει στην «κομμουνιστική δραστηριότητα στο κέντρο -στην εμφάνιση ορισμένων φυλλαδίων κομμουνιστικού περιεχομένου και τις δραστηριότητες δύο γνωστών κομμουνιστών στην περιοχή» έγραψε η Sluga, που συνεχίζει: «Αλλά η έρευνα που έγινε από την Ειδική Υπηρεσία της αστυνομίας και το Υπουργείο Δικαιοσύνης έδειξε ότι οι λόγοι της εξέγερσης ήταν η έλλειψη χρημάτων και η ανεργία των μεταναστών». Επιβεβαιώθηκε επίσης ότι «για να μεταναστεύσουν στην Αυστραλία οι Έλληνες, όπως και οι Ιταλοί, έπρεπε να είχαν καθαρό μητρώο και κοινωνικά αποδεκτές πεποιθήσεις –δηλαδή, να μην έχουν καμία σχέση με κομμουνιστικές οργανώσεις. Ωστόσο, παρά το γεγονός αυτό, η κυβέρνηση Menzies δεν δίστασε να χαρακτηρίσει “κομμουνιστές” όσους Ιταλούς έλαβαν μέρος στην εξέγερση».

Ο Giovanni Sgro έχει πει εδώ και πολλά χρόνια ότι αν και πολλοί μετανάστες που ήρθαν εδώ είχαν κοινωνικά προοδευτικό και αγωνιστικό υπόβαθρο, δεν ήταν πολιτικά οργανωμένοι κατά την άφιξή τους. Σχεδόν όλοι τους ήταν κάτω των 20 ετών.
Μετά την εξέγερση του 1952 και τους μετέπειτα αγώνες, η ποιότητα και η ποικιλία του φαγητού βελτιώθηκε κάπως και οι μετανάστες αφέθηκαν να βγαίνουν έξω για να αναζητήσουν εργασία σε κοντινή απόσταση, αλλά οι αρχές εξακολουθούσαν να τους παρακολουθούν.

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΞΕΓΕΡΣΗ

Η δυσαρέσκεια και η απόγνωση για τη μεγάλη αναμονή για την εύρεση απασχόλησης καθώς και το γεγονός ότι οι αρχές έκαναν διακρίσεις εις βάρος τους υπέρ των γαλανομάτηδων Βορειοευρωπαίων, οδήγησε 1.000 μετανάστες, κυρίως Ιταλούς, αλλά και Γιουγκοσλάβους και κάποιους Έλληνες, να οργανώσουν μια φλογερή διαδήλωση τον Ιούλη του 1961 στην Bonegilla. Η εφημερίδα “Sydney Morning Herald” (23 Ιούλη 1961) έγραψε: «Εισέβαλαν στο κεντρικό γραφείο και προκάλεσαν υλικές ζημιές». Η “Guardian” (27 Ιούλη 1961) αναφέρει: «Όταν ένας αστυφύλακας προσπάθησε να πιάσει έναν διαδηλωτή ξέσπασαν μάχες σώμα με σώμα που πήραν μεγάλη δημοσιότητα». Οι θερμόαιμοι Νοτιοευρωπαίοι και οι Αυστραλοί κομμουνιστές κατηγορήθηκαν για μια ακόμη φορά από την κυβέρνηση και τις αρχές του στρατοπέδου.
Οι κραυγές για βοήθεια από διαμένοντες στην Bonegilla το 1952 έφτασαν στην ελληνική παροικία της Μελβούρνης. Αλλά μόνο ο Εργατικός Σύνδεσμος «Δημόκριτος» ανταποκρίθηκε. Έγιναν πολλά ταξίδια στην Bonegilla ώστε να παρασχεθεί κάθε πρακτική και ηθική υποστήριξη, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων ελληνικών γευστικών νοστιμιών. Ο Πάνος Γεροντάκης, ο Δημήτρης Γκόγκος και εγώ ο ίδιος ήμασταν οι πρώτοι Έλληνες από τη Μελβούρνη που επισκεφθήκαμε το στρατόπεδο μετά την εξέγερση του 1952.

Μας σταμάτησαν στην πύλη και μας είπαν να γυρίσουμε πίσω, αλλά υποχωρήσαμε μόνο σε μια μικρή απόσταση και καταφέραμε να μπούμε μέσα από την περίφραξη. Το νέο διαδόθηκε ότι Έλληνες της Μελβούρνης είχαν έρθει να τους επισκεφτούν και ότι οι φρουροί δεν θα τους άφησαν να μπουν μέσα. Θυμάμαι ότι, μόλις χωρίσαμε, έτρεξαν να μας συναντήσουν, όπως οι χαμένοι αδελφοί. Αρκετοί δεν μας ξέχασαν και κάποιοι όταν ήρθαν αργότερα στη Μελβούρνη, εντάχθηκαν στο «Δημόκριτο». Ο Σύνδεσμος διαμαρτυρήθηκε στον υπουργό Μετανάστευσης Holt, για την άρνηση της διεύθυνσης να επιτρέψει τους επισκέπτες να μπουν στο στρατόπεδο. Στα αρχεία του ASIO καταγράφονται τα γεγονότα της επίσκεψης, αλλά κακώς περιλαμβάνεται εκεί ο Βασίλης Νάτσης, ο οποίος την τελευταία στιγμή δεν ήταν σε θέση να κάνει το ταξίδι.

Το 1961 ο Malcolm Salmon, δημοσιογράφος της “Guardian”, και εγώ, οργανωτής τότε του CPA (Κομμουνιστικό Κόμμα Αυστραλίας), πήγαμε στην Bonegilla σε μια αποστολή Τύπου. Αυτή τη φορά η επίσκεψη επιτράπηκε, αλλά οι επόπτες ήταν παντού. Αυτό δεν εμπόδισε τους ανθρώπους να δίνουν συνεντεύξεις, να φωτογραφίζονται και να παίρνουν φυλλάδια σε πολλές γλώσσες που παρείχαν πληροφορίες σχετικά με το πώς και πού να ζητήσουν βοήθεια από τις κοινωνικές οργανώσεις και τα συνδικάτα. Οι συνεντεύξεις και οι φωτογραφίες δημοσιεύθηκαν στην “Guardian” και στο «Νέο Κόσμο».

Κάποιοι είχαν την άποψη, και σίγουρα οι αρχές, ότι υπό τις συνθήκες των μεταπολεμικών ελλείψεων, κέντρα όπως η Bonegilla παρουσίασαν ουσιαστικό έργο τόσο όσον αφορά την προσωρινή στέγαση όσο και στην προώθηση στη βιομηχανία πάνω από ενός εκατομμυρίου μεταναστών άνω των 20 ετών. Μια τέτοια γενίκευση στερείται ανθρώπινου πόνου. Οι υπεύθυνοι της χάραξης της μεταναστευτικής πολιτικής γνώριζαν πολύ καλά τον όγκο και την εθνοτική σύνθεση των εισερχόμενων μεταναστών. Δεν πήραν κανένα μέτρο φροντίδας για να τους κατανοήσουν και να ανταποκριθούν προς αυτούς. Αγνόησαν το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών τους.

Τα λεγόμενα Κέντρα Υποδοχής και Διανομής στήθηκαν μακριά από τις πρωτεύουσες ώστε οι μετανάστες να κρατούνται εκεί και ελέγχονται. Ούτε σχεδόν ένας μετανάστης δεν βρήκε εργασία στην αγροτική Αυστραλία. Δεν ήταν μόνο ο αναπόφευκτος συνωστισμός και η μεγάλη αναμονή για μια θέση εργασίας, αλλά η μεταχείριση σε βάρος των ανθρώπων και η νοοτροπία πίσω από τη δημιουργία αυτών των κέντρων, όπως η Bonegilla, που μας δίνει την πραγματική ιστορία. Οι άνθρωποι αυτοί ταπεινώθηκαν, αντιμετωπίστηκαν ως αγέλη και υπέφεραν διακρίσεις, καθώς δεν ταίριαζαν στο αγγλοκελτικό πρότυπο. Η απροθυμία και η αδυναμία των αρχών να αναγνωρίσουν και να ανταποκριθούν στις πολιτισμικές διαφορές είχαν τις ρίζες τους στην επικρατούσα αντίληψη περί αλλοδαπού, μέχρι να επικρατήσει πλήρως η αφομοίωση. Οι εγκαταστάσεις υποδοχής μεταναστών και προσφύγων είναι ευφημιστικοί όροι για κέντρα κράτησης ή στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Η αυστραλιανή άρχουσα τάξη και οι Βρετανοί αποικιοκράτες προκάτοχοί της έχουν μακρά ιστορία της χρήσης του μέτρου της επιστράτευσης καταδίκων, Αβοριγίνων και Κανάκ σε στρατόπεδα εργασίας. Οι Bonegillas του 1950 και τα κέντρα κράτησης προσφύγων του 2000 είναι ισοδύναμα. Μια επίσκεψη στο Μουσείο Μετανάστευσης της Μελβούρνης δεν αποκαλύπτει τις δυσκολίες και τα τραύματα που βίωσαν οι μετανάστες. Η μετανάστευση παρουσιάζεται ως επί το πλείστον ως μια ευτυχισμένη περιπέτεια. Η προειδοποίηση του Αλέκου Παναγιωτόπουλου ότι δεν πρέπει να πιστέψουμε όσους προσπαθούν να ωραιοποιήσουν την Bonegilla είναι πάντα επίκαιρη. Η απόφαση της κυβέρνησης της Βικτώριας το 2004 να χρηματοδοτήσει την αποκατάσταση της Bonegilla ως ιστορικού μουσείου της μετανάστευσης έφερε ελπίδα αλλά και ανησυχία. Άραγε, θα το δείξει ο καιρός και θα καταγράψει τις εμπειρίες των πολλών που κρίνουν την Bonegilla ως κέντρο κράτησης, ή των λίγων που θεωρούν ότι ήταν εντάξει, αν όχι εξαιρετικό; Θα εμφανιστούν πρωτοσέλιδα στο “The Age” και τις άλλες εφημερίδες ότι η Bonegilla ήταν το πρώτο σπίτι των Ναζί εγκληματιών πολέμου και η γενέτειρα του φασισμού στην Αυστραλία; Θα δείξουν τον Giovanni Sgro να στέκεται μπροστά από τα τανκς και τους στρατιώτες, απαιτώντας θέσεις εργασίας και ελευθερία;

Η ιστορία της Bonegilla, όπως και όλη η ιστορία, δεν θα πρέπει να αφεθεί στους άλλους να τη γράψουν και να την πουν, αλλά σε εκείνους που την έζησαν. Κάτι από αυτό έχει γίνει σε αυτό το κεφάλαιο.