Μαζί με τα πράγματά μας που έκαναν το 1967 το υπερπόντιο ταξίδι από την Κύπρο στη χώρα του Νότου, ήταν και οι οικογενειακές φωτογραφίες. Ανάμεσα στις φωτογραφίες αρραβώνων και γάμου, συγγενών και φίλων των γονέων μας, που εκτός του ότι μας ταξιδεύουν στις αρχές του 1900, όπου η νύφη ήταν τυχερή αν γνώριζε το όνομα του μέλλοντα συζύγου της, θεωρώ, ότι η καθεμιά έχει και τη δική της ιστορία.
Μια πιο προσεκτική ματιά και διαπιστώνει ο καθένας του λόγου το αληθές. Νυφικό εποχής, πέπλο, στολίδια, κουστούμι ριγέ γαμπρού, γραβάτα, φουλάρι, μαντήλι στο πέτο, δίχρωμα παπούτσια (θυμάστε το άσπρο-μαύρο και το άσπρο-καφέ;) και ένα στήσιμο που μαρτυρά πολλά. Ο γαμπρός καθήμενος και η νύφη όρθια να τον ακουμπά ελαφρά στον ώμο, κάνοντας πράξη το «η γυνή να φοβείται τον άνδρα». Υποταγή και πλήρης υπακοή.
Δυστυχώς δεν υπάρχει νυφική των γονέων μας, γιατί παντρεύτηκαν το 1940, όταν τα γερμανικά αεροπλάνα βομβάρδισαν την Κύπρο. Οπότε, η φωτογραφία των αρραβώνων το 1939, είναι το μοναδικό κειμήλιο για τα εγγόνια μας από τους προπάππους τους.
Ανατρέχοντας λοιπόν στους αιώνες οι «νύφες», κατά παράδοση, φορούσαν κατά τη «γαμήλια τελετή», εντυπωσιακά ενδύματα από φίνα υφάσματα με φανταχτερά στολίδια στο κεφάλι, το λαιμό, τα αυτιά, τα χέρια (καρπό και μπράτσο) ακόμα και στα πόδια.
Αλήθεια! Από πότε γίνονταν τελετές γάμου; Πώς προέκυψε το νυφικό; Η έρευνα που ακολουθεί είναι από ψάξιμο στο διαδίκτυο και αφηγήσεις συμπαροίκων που μοιράστηκαν οικογενειακές τους μνήμες.
Η ΑΓΑΜΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΧΛΕΥΑΖΟΤΑΝ
Στην αρχαία Αίγυπτο την ημέρα του γάμου (οι πρώτοι που θεώρησαν τον γάμο ως νόμιμη σχέση), γινόταν γλέντι, με τους καλεσμένους να τραγουδούν και να χορεύουν. Στη συνέχεια οδηγούσαν το γαμπρό και τη νύφη στο σπίτι τους, πετώντας πράσινο σιτάρι ως σύμβολο γονιμότητας. Το γεγονός ήταν εξαιρετικά σημαντικό γι’ αυτό συνοδευόταν από τελετουργία.
Η νύφη, από εκείνα τα χρόνια, περιποιείτο τον εαυτό της παίρνοντας με ιδιαίτερη φροντίδα το λουτρό της σε αρωματισμένο νερό, ώστε να λάμπει.
Στην αρχαία Ελλάδα, αν και ο γάμος δεν ήταν υποχρεωτικός, οι νέοι παντρεύονταν, γιατί η κοινωνία ασκούσε κριτική και χλεύαζε τους άγαμους. Πρόσδιδε σεβασμό στους πολίτες αλλά και στους απογόνους τους, οι οποίοι θα ήταν χρήσιμοι στην ανάπτυξη του τόπου και την στρατολογία. Οι άνδρες παντρεύονταν μεταξύ 30-34 ετών και οι γυναίκες 12-16. Η πιο κατάλληλη ηλικία για τα κορίτσια θεωρούνταν τα 15 χρόνια.
Αν και επικρατούσε το μονογαμικό σύστημα, οι άνδρες μπορούσαν να έχουν εξωσυζυγικές σχέσεις. Ωστόσο μόνο τα παιδιά της νόμιμης συζύγου κληρονομούσαν το όνομα και την περιουσία.
Η τελετή (συμφωνία), γινόταν σε πανσέληνο, το μήνα Γαμηλιώνα (από τα μέσα Ιανουαρίου μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου) που ήταν αφιερωμένος στη θεά Ήρα, παρουσία μαρτύρων για τον καθορισμό της προίκας. Προηγείτο φυσικά, το προξενιό που κανόνιζε η προξενήτρα. Να, λοιπόν, που τα περί προξενήτρας, προξενιού και προίκας, χάνονται στα βάθη των αιώνων.
Στην Αθήνα ο πατέρας της νύφης πρόσφερε θυσία στους θεούς και οι μελλόνυμφοι, λούζονταν με νερό που έφερναν με ειδικό αγγείο από την ιερή πηγή Καλλιρόη.
Την ημέρα του γάμου, η νύφη συνοδευόταν από το σπίτι της στον τόπο της τελετής με λαμπαδηφορία, ενώ στο τέλος, οι συγγενείς συνόδευαν το ζευγάρι στο σπίτι μέχρι την κρεβατοκάμαρα με χορούς και τραγούδια.
Το νυφικό της νέας ήταν συνήθως ένας απλός χιτώνας σε λευκό χρώμα, το οποίο συμβόλιζε τη χαρά, ενώ στο πίσω μέρος του νυφικού, υπήρχε ένας σφιχτοδεμένος κόμπος, τον οποίο ο γαμπρός έλυνε κατά τη διάρκεια της τελετής.
«ΕΙΣ ΣΑΡΚΑ ΜΙΑΝ»
Οι αυλητές και οι κιθαριστές έπαιζαν και τραγουδούσαν γαμήλια τραγούδια, τον υμέναιο, που ήταν ο ιερός ύμνος του γάμου.
Τη δεύτερη μέρα γινόταν το γαμήλιο γεύμα από τον πατέρα της νύφης. Η ίδια πήγαινε με άμαξα στο σπίτι του άνδρα της, ενώ την τρίτη μέρα δέχονταν τα γαμήλια δώρα.
Συμπερασματικά, πολλά από τα έθιμα των αρχαίων προγόνων μας, όπως το νυφικό, τα στέφανα, το γαμήλιο γεύμα, τα γλυκίσματα (ανάμεσα και ο πλακούντας από σουσάμι και μέλι), τα δώρα, το ένδυμα (λευκό), ακόμα και το πέπλο, η αγκαλιά της νύφης από τον γαμπρό να περάσει την πόρτα του νέου της σπιτικού, το ρόιδο και άλλα πολλά, καλά κρατούν.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, το μυστήριο του γάμου υφίσταται ως πνευματική ένωση του άνδρα και της γυναίκας και ως σαρκική, για τη διαιώνιση του ανθρώπινου γένους. Ο γάμος δεν αποτελεί κατ’ αρχήν επαναλαμβανόμενο μυστήριο. Θεωρείται αδιάλυτος. Η Εκκλησία όμως, «κατ’ οικονομίαν», θέσπισε τη λύση του γάμου καθώς και ειδική τελετή για δεύτερο γάμο, επιτρέποντας συνολικά την τέλεση τρίτου γάμου.
Η Εκκλησία ανακήρυξε το γάμο μέγα Μυστήριο. Ευλογεί δηλαδή την ένωση των σωμάτων και των ψυχών, για να μπορεί ο καθένας, αλλά και οι δυο μαζί, να αντέξουν και να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της συζυγίας και αργότερα της ανατροφής των παιδιών. Να γίνουν δηλαδή «εἰς σάρκα μίαν».
Στα βυζαντινά χρόνια, πριν από την τέλεση του γάμου, πραγματοποιούνταν ο στολισμός του νυφικού θαλάμου, που όπως και κατά την αρχαιότητα, ονομάζεται παστός. Εάν δεν επαρκούσαν τα στολίδια, η οικογένεια της νύφης έπρεπε να δανειστεί από τους γείτονες. Συγγενείς και φίλοι έραιναν τον παστό με λουλούδια κι έψαλλαν τραγούδια επαινετικά προς το γαμπρό και τη νύφη.
Οι γαμήλιες προσκλήσεις γίνονταν από τους γονείς των μελλονύμφων αλλά και μέσω των καλεστών, που άφηναν στα σπίτια των προσκεκλημένων μήλο, λεμόνι, μοσχοκάρφια και παστέλι.
Απαράβατος όρος οι μελλόνυμφοι να είναι ομόθρησκοι ή ομόδοξοι. Ο πρώτος γάμος, ήταν ιερός και απαραβίαστος στα μάτια της εκκλησίας, τον οποίο «ο άνθρωπος απαγορευόταν να διασπάσει».
ΣΤΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ
Οι μέλλοντες γαμπροί προτιμούσαν συνήθως παρθένους. Η νύφη εμφανιζόταν λαμπρά στολισμένη, με το κεφάλι καλυμμένο με πέπλο μέχρι τα πόδια και με λευκά παπούτσια. Η ενδυμασία του γαμπρού ήταν επίσης κατάλληλη για την περίσταση.
Την ώρα του γάμου κατέφθαναν στο σπίτι της νύφης οι μουσικοί και οι δαδούχοι, γιατί αρχικά τουλάχιστον, το μυστήριο γινόταν τη νύχτα. Μόλις ο γαμπρός έκανε την εμφάνισή του, προκαλούσαν θόρυβο κι έριχναν μήλα και τριαντάφυλλα. Στη συνέχεια, η νύφη ανέβαινε «επί οχήματος καταστέγου» και άρχιζε με τραγούδια η νυφική πομπή προς την εκκλησία, την οποία έραιναν καθ’ οδόν με τριαντάφυλλα και βιολέτες και καίγοντας κατά διαστήματα αρωματικά ξύλα.
Το περιποιημένο λουτρό της μέλλουσας νύμφης, γινόταν πριν από το γάμο.
Κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο, ο γάμος ήταν καθαρά αστική υπόθεση. Γι’ αυτό συνήθως την τελετή στέψης, πραγματοποιούσε ο πατέρας του γαμπρού. Όμως, από τον Δ’ αιώνα, κάποιες οικογένειες καλούσαν προαιρετικά ιερέα για την «ευλογία».
Το 893 μ.Χ., ο αυτοκράτωρ Λέων, έδωσε για πρώτη φορά στην εκκλησία το αποκλειστικό δικαίωμα να νομιμοποιεί τους γάμους, θέτοντας στην αρμοδιότητα των εκκλησιαστικών δικαστηρίων τα νομικά προβλήματα του γάμου.
Η «ευλογία» που γινόταν την Κυριακή, έγινε υποχρεωτική και η εκκλησιαστική κανονική νομοθεσία επεκτάθηκε σε μεγάλο βαθμό στη ζωή των Βυζαντινών. Από τους Η’ και Θ’ αιώνες ο γάμος γινόταν υποχρεωτικά στο ναό από τον ιερέα της κοινότητας ή από τον επίσκοπο εάν οι μελλόνυμφοι ήταν ευπορότεροι.
Κατά την τέλεση του γαμήλιου μυστηρίου, το ζευγάρι συμμετείχε στη Θεία Ευχαριστία, με σκοπό να ταυτιστεί η ένωση με το σώμα και το αίμα του Χριστού και να αποκτήσει την ανάλογη ιερότητα.
Σύντεκνος των στεφάνων ή παράνυμφος, γινόταν συνήθως ο ανάδοχος, ο οποίος κρατούσε κατά την περιφορά τα στέφανα.
Η ΤΕΛΕΤΗ
Στη συνέχεια ένωνε τα χέρια των μελλονύμφων κι ανταλλάσσονταν τα δαχτυλίδια. Κατά την περιφορά, τους έριχναν σουσάμι ή κριθάρι για πολυγονία. Μετά τη λήξη της διαδικασίας αυτής οι προσκεκλημένοι ασπάζονταν τα στέφανα και τους μελλονύμφους με ευχές, προσφέροντας ταυτόχρονα δώρα.
Στη συνέχεια η νύφη πήγαινε στο σπίτι του γαμπρού. Οι νεόνυμφοι συνοδεύονταν με τραγούδια, αυλούς και κιθάρα. Τα άσματα αυτά, αρχικά ήταν λαϊκά. Με την πάροδο του χρόνου αντικαταστάθηκαν με θρησκευτικούς ύμνους. Οι προσκεκλημένοι κάθονταν στο γαμήλιο τραπέζι όπου γυναίκες και άνδρες έτρωγαν χωριστά -προσέφεραν δώρα και εξυμνούσαν τραγουδώντας τα προσόντα των νεόνυμφων.
Για τους γαμήλιους χορούς καλούνταν ορχηστές, γυναίκες του θεάτρου και μίμοι. Κατά την έναρξη του ολονυκτίου συμποσίου, ο γαμπρός αντίκριζε για πρώτη φορά τη νύφη, σηκώνοντάς της το πέπλο, ενώ οι καλεσμένοι έτρωγαν τραγουδώντας κάνοντας μεγάλο θόρυβο με κύμβαλα, τύμπανα και κρόταλα.
Τέλος, αφού έψαλλαν «το κατακοιμητικό», το ζεύγος αποσυρόταν στο νυφικό θάλαμο και οι καλεσμένοι αποχωρούσαν. Το πρωί της επομένης ημέρας γινόταν το παραξύπνημα των συζύγων από συγγενείς και φίλους, οι οποίοι έψαλλαν τα ανάλογα τραγούδια. Παράλληλα εξέθεταν το χιτώνα της νύφης σε κοινή θέα ως πειστήριο της παρθενίας της. Σε αντίθετη περίπτωση, ο σύζυγος θεωρούσε τον εαυτό του προσβεβλημένο και είχε το δικαίωμα να πάρει διαζύγιο.
Οι γαμήλιες διασκεδάσεις διαρκούσαν επτά ημέρες. Μετά το πέρας αυτών, ο ιερέας διάβαζε την ευχή λύσης του παστού και η όλη γαμήλια διαδικασία έπαιρνε τέλος.
ΧΡΩΜΑ ΝΥΦΙΚΟΥ
Κατά το Μεσαίωνα, η Ευρώπη η οποία αναπτύσσεται από τον αρχαίο στον ελληνορωμαϊκό για να φτάσει στον μετέπειτα ευρωπαϊκό πολιτισμό με καθυστερημένες μεσαιωνικές αντιλήψεις και βασανιστήρια, το χρώμα της αγνότητας δεν ήταν λευκό, αλλά το μπλε.
Ένα χρώμα συνδεδεμένο με την Παναγία και ως εκ τούτου πίστης και αιώνιας αγάπης. Εξαιρετικά δημοφιλή ήταν και τα δαχτυλίδια αρραβώνων με ζαφείρια καθώς και νυφικά φορέματα σε παρεμφερείς αποχρώσεις.
Τα χρόνια της Αναγέννησης που ακολούθησαν, όπου η ποσοτική αύξηση και η ποιοτική βελτίωση των γνώσεων είναι εμφανής, η μακριά ουρά του νυφικού συμβολίζει την καλή τύχη και την πίστη της νύφης στο γάμο της.
Η πριγκίπισσα Φιλίππα της Αγγλίας φέρεται ως η πρώτη γυναίκα που φόρεσε λευκό φόρεμα στο γάμο της με τον πρίγκιπα Ερρίκο της Δανίας. Αργότερα, το 1559, η Μαρία Στιούαρτ, διάλεξε το αγαπημένο της χρώμα, το λευκό, για το γάμο της με το διάδοχο της Γαλλίας, παρόλο που για την βασιλική οικογένεια της Γαλλίας θεωρείτο τότε ως πένθιμο.
Το 1662 η Αικατερίνη της Πορτογαλίας παντρεύτηκε τον Κάρολο τον Β’ της Βρετανίας, με ροζ νυφικό.
Λευκό και από δαντέλα νυφικό, φορέθηκε το 1840 από τη βασίλισσα Βικτώρια της Αγγλίας με το γάμο της με τον πρίγκιπα Αλβέρτο. Είχε μακριά ουρά, βέλος, και άνθη πορτοκαλιάς, ενώ χρησιμοποίησε παρανύμφους. Το μοντέλο κυκλοφόρησε ευρέως και εκτός συνόρων, δημιουργώντας ένα πρότυπο που αντιγράφεται έως τις μέρες μας.
Από το 1920 και μετά, το νυφικό αρχίζει να γίνεται πιο απελευθερωτικό και με την πάροδο του χρόνου από συντηρητικό σε αποκαλυπτικό.
«ΕΠΙ ΙΣΟΙΣ ΟΡΟΙΣ»
Στην Ελλάδα το 1930, χρονιά της οικονομικής κρίσης τα νυφικά εμφανίζονται πιο εφαρμοστά, ενώ από το 1950 και μετέπειτα, επικρατούν οι δαντέλες και τα πλούσια σε όγκο νυφικά. Σήμα κατατεθέν το νυφικό της Grace Kelly, με τον πρίγκιπα του Μονακό, με τη νεραϊδένια νυφική ουρά από μετάξι και δαντέλα.
Το 1960, εποχή του μίνι, πολλές νύφες το αποτόλμησαν, χωρίς ωστόσο να χάσει έδαφος το παραδοσιακό. Το ίδιο ισχύει και για το χρώμα. Το λευκό, παραμένει η πρώτη επιλογή ως έμβλημα αγνότητας και αθωότητας της γυναικείας υπόστασης.
Και μια γρήγορη ματιά στις χώρες της Ανατολής. Στην Ινδία, παραδοσιακά, η νύφη φοράει κόκκινο νυφικό φτιαγμένο από μετάξι. Με την πάροδο του χρόνου έγινε αποδεκτό να χρησιμοποιούνται και άλλα χρώματα εξίσου έντονα, όπως χρυσό, πορτοκαλί, ροζ, μπορντό και κίτρινο.
Στην Κίνα φορούσαν κόκκινο, χρώμα που εξακολουθεί να είναι δημοφιλής επιλογή, αν και σήμερα χρησιμοποιούν νυφικά ευρωπαϊκών προδιαγραφών με κόκκινο στην τελετή και λευκό στη δεξίωση.
Στην Ιαπωνία η αλλαγή φορεμάτων είναι συνηθισμένη στους παραδοσιακούς γάμους. Η νύφη εμφανίζεται αρχικά με λευκό κιμονό που κατά την παράδοση συμβολίζει το θάνατο, δηλαδή την απομάκρυνσή της από την οικογένειά της και μετά με κόκκινο, που συμβολίζει την αναγέννηση στη νέα οικογένεια.
Γενικά στους λαούς της Ανατολής, το χρώμα που συμβολίζει την καλή τύχη, είναι το κόκκινο.
Συμπέρασμα. Σε πολλές κοινωνίες, ο γάμος ως παράδοση, δεν είναι απλά ένα τελετουργικό θρησκευτικό γεγονός, αλλά εκφράζει έναν κοινωνικό θεσμό, μια διαβατήρια τελετουργία που ανακατασκευάζει ρόλους. Συνένωση, συμβίωση, συμπόρευση, χωρίς απαραίτητα στις μέρες μας, η γυναίκα να φοβάται τον άνδρα.
Επίσης, όλα τα νυφικά είναι όμορφα. Εκείνο που ενδεχομένως κάνει τη διαφορά, είναι η προσωπική σφραγίδα της νύφης, το γούστο, ο συνδυασμός με τα υπόλοιπα στολίδια της και η ιδιαιτερότητα με τα οποία το φοράει, που την κάνουν να ξεχωρίζει.
Από ευγένεια και μόνο, θα πρέπει να αποδεχθούμε την επιλογή της και να ευχηθούμε στους νεόνυμφους τα καλύτερα!
«Να παντρευτείς οπωσδήποτε.
Αν αποκτήσεις καλή γυναίκα
θα ζήσεις ευτυχισμένος.
Αν όχι, θα γίνεις φιλόσοφος»
Σωκράτης, 5ος αιώνας πΧ.