Η Αυστραλία «φιγουράρει» στις πρώτες θέσεις μεταξύ των χωρών που αντιμετώπισαν όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά την πανδημία του κορονοϊού.

Για το επίτευγμα αυτό, που δεν ήρθε χωρίς θυσίες, σημαντικό πλεονέκτημα της έδωσε και η γεωγραφική θέση της.

Κυρίως η δυνατότητα να κλείσει τα σύνορα και να ελέγξει τις διεθνείς αφίξεις, άρα και τον κίνδυνο «ενίσχυσης» της μετάδοσης από το εξωτερικό.

Το κλείσιμο των συνόρων βέβαια, δημιούργησε και πληθώρα προβλημάτων.

Πρώτο και κύριο, δεκάδες χιλιάδες Αυστραλοί πολίτες, ανάμεσα στους οποίους πολλοί ομογενείς, παραμένουν ακόμη εγκλωβισμένοι «εκτός», ενώ άλλοι που πρέπει να ταξιδέψουν επειγόντως σε μία άλλη χώρα, π.χ. για λόγους υγείας, συναντούν πολλές -και συχνά ανυπέρβλητες- δυσκολίες.

Ένα χρόνο σχεδόν μετά, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν έχει καταφέρει να δώσει επί αυτού του ζητήματος μία ολοκληρωμένη λύση, καθώς και ο ιός εμφανίζεται «απρόβλεπτος» και δείχνει να «ενισχύεται» με μεταλλάξεις.

Την ίδια ώρα, το σύστημα καραντίνας, για όσους εν τέλει καταφέρνουν να επιστρέψουν στην Αυστραλία, δοκιμάζεται εκ νέου, με τη Βικτώρια στο επίκεντρο, που ως γνωστό, «πλήρωσε» ένα τραγικό τίμημα από τα λάθη που έγιναν πέρυσι λόγω της «διαφυγής» κρουσμάτων από τα ξενοδοχεία απομόνωσης.

Και οι πρόσφατες περιπτώσεις στο πρόγραμμα αυτό που βρέθηκαν θετικοί στο νέο «βρετανικό στέλεχος» -το οποίο εμφανίζει υψηλότερη μεταδοτικότητα- κρούουν δυνατά τον κώδωνα του κινδύνου.

Δεν είναι μόνο στη Μελβούρνη άλλωστε. Αλλά επίσης στο Μπρίσμπαν και στο Περθ πιο πρόσφατα. Οι τελευταίες περιπτώσεις κοινωνικής μετάδοσης, συνδέονταν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με άτομα που ήρθαν από το εξωτερικό, όπου κόλλησαν τις μεταλλάξεις.

Ο κορονοϊός δε «συγχωρεί» ολιγωρίες και λάθη. Έγιναν αναθεωρήσεις επί του συστήματος καραντίνας το προηγούμενο διάστημα και ελήφθησαν νέα μέτρα, όπως η καθημερινή εξέταση για COVID-19, όσων εργάζονται σε αυτό.

Αλλά ο ιός δείχνει να είναι ένα «βήμα εμπρός». Το Holiday Inn εν τέλει έκλεισε και το σύστημα εξαερισμού βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής. Όλα τα σενάρια ωστόσο είναι στο «τραπέζι» με τον επικεφαλής των Υπηρεσιών Υγείας της Βικτώριας, Brett Sutton, να μιλά για επανεξέταση όλων των παραμέτρων.

Προ ημερών μάλιστα, δύο διαφορετικές ομάδες ταξιδιωτών, τα μέλη μίας οικογένειας και μία γυναίκα -η οποία αρχικά είχε εξεταστεί αρνητική στον ιό- που ήταν σε απομόνωση, σε απέναντι δωμάτια ξενοδοχείου, και δεν είχαν -σύμφωνα με τα στοιχεία πάντα- καμία επαφή, βρέθηκαν να έχουν το ίδιο γονιδιακό στέλεχος COVID-19.

Το πώς «κινείται» (μεταδίδεται) η παραλλαγή αυτή παραμένει απροσδιόριστο πλήρως.

Δίνονται ωστόσο και… αφορμές. Στο Περθ, ανέφερε το ABC, δύο ξενοδοχεία καραντίνας ήταν ανοιχτά και για «κανονικούς» πελάτες. Μετά από αντιδράσεις που υπήρξαν, οι Αρχές απάντησαν πως τηρούνται όλες οι υγειονομικές οδηγίες και δεν υπάρχει κίνδυνος.

Επανέρχονται έτσι δυναμικά στο προσκήνιο οι φωνές, που υποστηρίζουν ότι για την απομόνωση των διεθνών αφίξεων για πρέπει να επιλεγούν απομακρυσμένες τοποθεσίες.

Ο εκ των κορυφαίων στελεχών της αντιπολίτευσης στην Καμπέρα, Bill Shorten, συντάχθηκε με την άποψη αυτή.

Όπως και ο αρχηγός της αντιπολίτευσης στη Βικτώρια, Michael O’Brien, ο οποίος έκανε λόγο για «συστημικά» προβλήματα και κάλεσε τον πολιτειακό πρωθυπουργό για ένα σύστημα καραντίνας μακριά από το CBD. «Μία φορά, μοιάζει με ατύχημα, δύο περιπτώσεις σε δύο διαφορετικά ξενοδοχεία μοιάζει με απροσεξία και πρέπει να εξακριβώσουμε τι συνέβη», δήλωσε.

Ο πρωθυπουργός, Daniel Andrews από την πλευρά του «έριξε το μπαλάκι» στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση επί του ζητήματος.

Δήλωσε πως η πολιτειακή κυβέρνηση θα κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί για τη σωστή λειτουργία του υπάρχοντος συστήματος, καθώς εγκαταστάσεις της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για απομόνωση σε απομακρυσμένες περιοχές δεν «πρόκειται να εμφανιστούν σύντομα».

«Πρέπει να πιέσουμε» γι’ αυτό, πρόσθεσε και τόνισε: «Καθώς ο ιός αλλάζει, τα συστήματά μας πρέπει να αλλάξουν».

Ειδικοί του τομέα υγείας υποστηρίζουν επίσης την απομάκρυνση των εγκαταστάσεων αυτών, ενώ προειδοποιούν πως ίσως δεν είναι και κατάλληλος καιρός για αύξηση των ορίων στις διεθνείς αφίξεις, με τις μεταλλάξεις του κορονοϊού να ανεβάζουν τον… βαθμό δυσκολίες στην αντιμετώπισή τους.

Ο ομοσπονδιακός υπουργός Υγείας, Greg Hunt σχολίασε στις αρχές της εβδομάδας ότι κάποιες «διαρροές» είναι αναπόφευκτες.

«Έχουμε πει από τις πρώτες ημέρες, ένα χρόνο πριν ότι θα υπάρξουν κρούσματα», δήλωσε. «Πάντα λέγαμε ότι το σύστημα καραντίνας είναι ο εσωτερικός κύκλος περιορισμού, που ακολουθείται από εξετάσεις, εντοπισμό επαφών και κοινωνική αποστασιοποίηση. Αν κάποιος υποδηλώνει ότι υπάρχει μία γραμμή άμυνας, αυτό θα ήταν ανακριβές».

Ο επικεφαλής των Υπηρεσιών Υγείας, καθηγητής Paul Kelly, επεσήμανε την Τρίτη ότι πάνω από 211.000 Αυστραλοί έχουν επιστρέψει στη χώρα και καταγράφηκαν χιλιάδες κρούσματα στο σύστημα καραντίνας, από πέρυσι τον Μάρτιο.

Υπογράμμισε επίσης πως «πολύ λίγες» περιπτώσεις διέφυγαν. «Έχουμε ένα πολύ καλό σύστημα. Μπορεί να βελτιωθεί; Βέβαια, όλα τα συστήματα μπορούν. Αυτή είναι μία περίπλοκη προσέγγιση…από τη στιγμή που άτομα σχεδιάζουν να επιστρέψουν στην Αυστραλία, τις πτήσεις, τις αφίξεις στα αεροδρόμια, την καραντίνα, την ασφάλεια εκεί και αφού φύγουν» από αυτή, συμπλήρωσε.

Τόνισε πως η Australian Health Protection Principal Committee (AHPPC), της οποίας είναι επικεφαλής, έχει αναλάβει την αποστολή να επανεξετάσει τα πάντα, ώστε να «διασφαλίσει πως αν υπάρχει κάτι που πιστεύουμε ότι μπορεί να βελτιωθεί, θα το πράξουμε».

Διευκρίνισε πως συνεχίζεται ο έλεγχος, αλλά και στο ότι η Νέα Νότια Ουαλία, ανέπτυξε ένα σύστημα για έλεγχο μετά τις δύο εβδομάδες απομόνωσης, την εξέταση για COVID και την 16η ημέρα.

Επεσήμανε πάντως και την ανησυχία που υπάρχει για τις μεταλλάξεις. Το χαρτογραφούμε πολύ προσεκτικά, είπε, όχι μόνο διεθνώς, αλλά και εδώ.

Το στέλεχος «B1351», γνωστό και ως «από τη Νότια Αφρική», όπως δήλωσε βρίσκεται σε τροχιά να καταστεί κυρίαρχο ανά τον Κόσμο.

«Έως τις 5 Φεβρουαρίου είχαμε 87 δείγματα του στελέχους ‘B117’ που αρχικά βρέθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο…και στο σύστημα καραντίνας στην Αυστραλία και 18 δείγματα από το ‘B1351’».

Η Νότια Αφρική, μάλιστα, έγινε γνωστό διέκοψε τους εμβολιασμούς με το εμβόλιο της AstraZeneca κατά του κορονοϊού -ένα από τα δύο βασικά που έχει προμηθευτεί η Αυστραλία- αφού τα δεδομένα έδειξαν ότι παρέχει ελάχιστη προστασία κατά των ήπιων και μέτριων περιστατικών της «νοτιοαφρικανικής» παραλλαγής, αν και η Βρετανία επιμένει ότι εμποδίζει τον θάνατο και τη σοβαρή νόσηση.