Η Μεγαλοβδομάδα των Ορθοδόξων, και ιδιαίτερα η Μεγάλη Πέμπτη, η Μεγάλη Παρασκευή και η Κυριακή της Λαμπρής, με τη βαθύτατη λυρική, κατανυκτική τους ποίηση και τους πολλαπλούς συμβολισμούς τους (θρησκευτικούς, ιστορικούς, φολκλορικούς κτλ), έχουν εμπνεύσει και επηρεάσει πλήθος Ελλήνων λογοτεχνών – και όχι μόνο – από τον Παπαδιαμάντη και τον Κόντογλου έως τους πιο σύγχρονους (Γιώργο Ιωάννου, Μένη Κουμανταρέα, Οδυσσέα Ελύτη και πολλούς άλλους). Ανάμεσα σ’ αυτούς είναι και ο Γιάννης Βασιλακάκος, του οποίου το πεζογραφικό έργο έχει έντονες θρησκευτικές καταβολές, όπως καταδεικνύουν τα παρακάτω αποσπάσματα.
Τα χαχανητά μας ξέφρενα. Οι βυζαντινοί ήχοι αδύναμοι να τα καλύψουν. Ο σεβάσμιος εφημέριος καθισμένος σε μιαν άκρη του ιερού. Με ανοιγμένη την «Ιερά Συνέκδημο» παρακολουθεί, όσο του επιτρέπει η ακοή του – και δυστυχώς μηδαμινά πράγματα του επιτρέπει – την ακολουθία των Παθών. Τ’ αυτιά του αδυνατούν να συλλάβουν τη δική μας “ακολουθία”… Οι μουεζίνηδες της Ορθοδοξίας δυσανασχετούν όταν ο παππάς αργεί να πάρει είδηση πως είναι η σειρά του. «Ξύπνα μωρέ!…» φωνάζει ενίοτε αγριεμένα ο θερμόαιμος μπάρμπα-Γιάγκος, παίζοντας νευρικά τις ηρωικές μαυρομιχαλέϊκες μουστάκες του… Το ’χαμε, είναι αλήθεια, παραγαϊδουρίσει. Ούτε καφενείο να ’τανε… Τώρα από διάφορα σημεία της εκκλησίας ακούγονταν απειλητικές προειδοποιήσεις έξωσης.
Άπλωσα τα χέρια. Πριν προλάβω όμως να πω «παιδιά τέρμα τ’ αστεία», κάτι σαν σπάσιμο τζαμιού ακούστηκε απότομα. Σε κλάσματα δευτερολέπτου ένας τρομακτικός, εκκωφαντικός θόρυβος, σα να ’σκασε χειροβομβίδα, τράνταξε συθέμελα το ιερό. Εμείς τα παδιά τιναχτήκαμε σα να μας χτύπησε κεραυνός. Πανιάσαμε. Αλληλοκοιταζόμασταν πανικόβλητα χωρίς να καταλαβαίνουμε. Η λειτουργία σταμάτησε. Μερικοί φώναξαν «θαύμα!… θαύμα!…», αποδίδοντας το συμβάν στα λόγια του Ευαγγελίου «το καταπέτασμα τ’ ουρανού εσχίσθη…» Μια γυναίκα έπεσε γονατιστή μπροστά στην εικόνα του Εσταυρωμένου και με χέρια υψωμένα σε δέηση άρχισε να φωνάζει: «Μέγας ει Κύριε και θαυμαστά τα έργα Σου!…» Τα πολύ μικρά παιδάκια άρχισαν να κλαίνε κατατρομαγμένα. Μερικοί λέγανε «Σεισμός!…» Φωνές, κακό, σούσουρο μεγάλο.
Οι πιο ψύχραιμοι έλεγαν «δεν είναι τίποτα… Μη φοβάστε, δεν είναι τίποτα!…» Αίφνης, κάποιος ξενομερίτης περαστικός ιεροκήρυκας μπήκε στη μέση του ναού κι απλώνοντας τα χέρια βροντοφώναξε: «Ω γενεά άπιστος!… Ω γενεά άπιστος, έως πότε;…»
Ανάστα Κυρίου. Δυο-τρείς επίτροποι τρέξανε στο ιερό να δουν αν ζει ο παππάς. Τον βρήκαν καθισμένο να παρακολουθεί – τρόπος του λέγειν, αφού ήταν θεόκουφος – την ακολουθία ατάραχος…
«Σα ν’ άκουσα μπουμπουνητό… Μήπως βρέχει;…» τους ρώτησε σαν τους είδε.
Εκείνοι, μη ξέροντας πώς να εξηγήσουν τα θαυμαστά έργα του Κυρίου, τριπλοσταυροκοπιόντουσαν παραμένοντας άφωνοι.
Ο αγαθός λευίτης που δεν καταλάβαινε τι γύρευαν στο ιερό, τους ξαναρωτάει απορημένος:
«Μπας κι είναι η σειρά μου να βγω και δεν το πήρα χαμπάρι;…»
Η μυρωδιά απ’ το καμένο μπαρούτι εξεδουτέρωσε τη μυρωδιά του μοσχολίβανου. Το μάτι του ενός επιτρόπου πήρε τον τεράστιο κομματιασμένο κάλυκα.
«Ορίστε!…», είπε στον άλλο επίτροπο, «βαρελότο, και μάλιστα γύφτικο…»
Ο δεύτερος του ’δειχνε το σπασμένο τζάμι ψηλά στον τοίχο, απέναντι απ’ την Αγία Τράπεζα.
«Το πέταξαν απ’ έξω», είπε. «Τους ελεεινούς… Απορώ πώς δεν σκοτώθηκε κανείς…»
Όταν ο ιερέας είδε τον κάλυκα, κατάλαβε. Κούνησε το κεφάλι περίλυπος. Έπειτα σταυροκοπήθηκε λέγοντας:
«Κύριε άφεσ’ αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν…»
«Οι ένοχοι στρην Αστυνομία!…» ακούστηκαν κάποιες αγανακτισμένες φωνές. Κάνα δυο επίτροπι βγήκαν έξω για να συλλάβουν τους δράστες. Κάποιοι άλλοι απακατέστησαν την τάξη. Η ακολουθία ξανάρχισε.
Τώρα ένα πελώριο σώμα γεμίζει τη μικρή στενή αριστερή πύλη του ιερού. Τα μάτια του περιφέρονται τριγύρω και γυαλίζουν σαν αρπαχτικού. Είναι ο άλλος “Κύριος.” Φοράει μαύρη γραββάτα. Αμίλητος. Οι ματιές του δίκοπο μαχαίρι. Σηκώνει τη βαριά χερούκλα του και την κατεβάζει με δύναμη στο άχαρο πρόσωπο του Νιόνιου. Κατόπιν τον πιάνει από τ’ αυτί, τον σηκώνει ψηλά, και του χτυπά το κεφάλι στον τοίχο του ιερού.
«Κάθαρμα, για να μάθεις…» ψιθυρίζει μέσ’ απ’ τα δόντια του. Φεύγει. Ο Νιόνιος κλαίει, αλλά όχι για πολύ. Ο θυμός πνίγει την οργή του. Σκουπίζει τα μάτια και τη μύτη του.
«Θα σε φτιάξω γω ρε καθοίκι, θα σε φτιάξω…» μονολογεί με αποφασιστικότητα. Χωρίς άλλη λέξη βγαίνει φουριόζος απ’ το ιερό, από την εκκλησία, ξεστομίζοντας μεγαλοφώνως βαριές απειλές κατά του δασκάλου.
Βγήκαμε κι εμείς τα παιδιά έξω. Μια μεγάλη παρέα από μικρούς και μεγάλους σερνικούς συζητούσαν. Οι δυο δραστήριοι επίτροποι έψαχναν στο σκοτάδι για τους δράστες. Ύστερα ήρθαν στρη “μεγάλη παρέα.” Απειλούσαν, ρωτούσαν, παρακαλούσαν. Άδικος κόπος. Κανείς δεν είδε ούτε άκουσε το παραμικρό. Ούτε γάτα ούτε ζημιά. Μόνο μερικοί μεγάλοι προσπαθούσαν να κρύψουν πίσω απ’ τα πονηρά τους μειδιάματα την ψεύτικη σοβαροφάνειά τους…*
* * *
Πέμπτη. Tα Δώδεκα Eυαγγέλια. H αναπαράσταση του θανάτου, λεπτομερειακά. Kόσμος, κεριά, φωτοχυσία. Mαύρες κορδέλες, καρφιά, σταυρός. Στεφάνια και χολή. Πάθος. Tο μεθυστικό άρωμα των λεμονανθών, των γιασεμιών της άνοιξης. Tο θείο δράμα. Η ζέστη. Πυρετός. Eίναι μικρός, αδύνατος. Έχει κουραστεί. Oι ώρες. H συναισθηματική φόρτιση. Όλα τα καθίσματα πιασμένα. Tον παίρνει πάνω στην ποδιά της η μεγάλη κόρη του γιατρού. Έφηβη, βιάζεται να γίνει μαμά. Eκείνος γέρνει μισοζαλισμένος στον κόρφο της. Έχει λουφάξει σαν σπουργιτάκι στην τρυφερή αγκαλιά, με το σώμα της να εκπέμπει το άρωμα και τη ζεστασιά της ηλικίας της, διοχετεύοντάς τα στο δικό του κορμί που είναι καλός αγωγός της θερμότητας. «Ζούσε λοιπόν απ’ τα παιδικά του χρόνια ακόμη με την ενόραση αυτών των μυστικών συνόρων που από πίσω τους ο γυναικείος μαστός είναι απλά μια μαλακή μάζα σάρκας που αναφύεται στο στήθος», χοροπηδούν τα λόγια στη μνήμη του. Τα λόγια αυτά αφορούν τον Γιαν του Κούντερα («Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης») ή μήπως τον Γιάν(νη);
O πυρετός του ανεβαίνει κατακόρυφα μ’ όλα αυτά: την ανάσα της πάνω του, είναι πολύ μικρός για να καταλάβει το βαθύτερο νόημα επαφής των δύο σωμάτων ― χρόνια αργότερα θα διάβαζε σ’ ένα μυθιστόρημα του Καλβίνο ότι «και οι ζωντανοί έχουν μια γλώσσα χωρίς λέξεις, με την οποία δεν μπορούν να γραφτούν βιβλία αλλά με την οποία μπορείς μονάχα να ζήσεις, στιγμή με στιγμή (…) Πρώτα έρχεται αυτή η χωρίς λέξεις γλώσσα των ζωντανών σωμάτων (…) κι ύστερα οι λέξεις με τις οποίες γράφονται τα βιβλία και γίνεται η μάταιη προσπάθεια να μεταφραστεί εκείνη η πρώτη γλώσσα, κι ύστερα ακόμα…» («Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης»).
Μένει όμως ανεξίτηλο το γλυκό μυρμήγκιασμα που περνά μέσα από κάθε του πόρο διαβιβάζοντας μυστικά μηνύματα, προκαλώντας αινιγματικούς ερεθισμούς, έτσι που μια ανεξήγητη, ακαθόριστη γλύκα του ’χει αποχαυνώσει τα μέλη και είναι σα να τελεί υπό νάρκωση, αδύνατος ν’ αντιδράσει, σα να φοβάται να χαλάσει το όνειρο που δεν είναι, παραδομένος στο ακαταμάχητο παρανάλωμα των λαμπάδων που περιχύνουν φως πολύ, ακτινοβολώντας μαγεία, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι καίγονται και λιώνουν και σώνονται, βάτος φλεγομένη και μη καιομένη, ώσπου ενώ βγαίνει τώρα ο σταυρός ― σε μια άλλη εκκλησία στον Πειραιά ― και πολλές γυναίκες κλαίνε, οδύρονται, θρηνούν, απ’ το αναμμένο κερί στο πάνω μέρος του σταυρού, βάζοντας μπουρλότο στην κορδέλα που κρέμεται απ’ τον πολυέλαιο, έτσι που ο κόσμος, χιλιάδες κόσμος, τρομοκρατείται, φωνές, πανικός, πανδαιμόνιο, βραχυκύκλωμα, θα καούμε ζωντανοί σαν τα ποντίκια, χιλιάδες, αγωνιά, φωνάζει, σκηνές αλλοφροσύνης, όλοι αναζητούν διεξόδους διαφυγής, αδύνατο όμως να προλάβουν να βγουν όλοι, θα τσαλαπατηθούν και είναι τόσα μικρά παιδιά, αυτός πρώτος και καλύτερος, μπροστά στο ιερό παρακολουθεί περιδεής το όλο θέαμα αποφασισμένος για το αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλλων, αφού έχουν όλοι εγκλωβιστεί στην ποντικοπαγίδα, παρανάλωμα του πυρός, έστω κι αν ο δημοφιλής ιερέας και διαπύρσιος κήρυκας απεγνωσμένα φωνάζει, διαβεβαιώνει το εκκλησίασμα το ολιγόπιστο ότι κίνδυνος μηδέν, έκλεισαν τον κεντρικό διακόπτη, η φωτιά έχει όμως εξαπλωθεί στις ψυχές του παραληρούντος πλήθους που πιστεύει πως θα τυλίξει σε λίγο και τα κορμιά τους, μια πρώτη μικρογραφία του τέλους που έρχεται, ελήληθεν η ώρα, το τέλος, η συντέλεια του κόσμου, μια πρώτη γεύση, σ’ ένα στόμα πικρό και στιφό σαν τσαρούχι, όπως την ίδια γεύση είχε και τότε στην εκκλησία του χωριού όταν ήταν μικρός μαθητής…
(Σημ.: *Το παραπάνω κείμενο είναι απόσπασμα, ελαφρώς αναθεωρημένο, από το μυθιστόρημα του Γιάννη Βασιλακάκου «Κατά Ιωάννην: απομνημονεύματα νεοέλληνα μαθητή» [εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1985, εξαντλημένο]. **Το δεύτερο απόσπασμα προέρχεται από έτερο μυθιστόρημα του ίδιου συγγραφέα [«Το ανεμογκάστρι»] που κυκλοφορεί προσεχώς. Και τα δύο αποσπάσματα περιγράφουν παιδικά βιώματα-αναμνήσεις του αφηγητή-ήρωα από τη Μεγάλη Πέμπτη).