Επειδή φιρί-φιρί το πάτε να με κατηγορήσετε για άπιστο, για βλάσφημο, για άθεο και ό,τι άλλο σας κατέβει στο μυαλό, μόνο και μόνο επειδή είδατε στον τίτλο «Συνάντηση με το Χριστό», σας πληροφορώ ότι πρόκειται περί ονειρογέννητης συναντήσεως.

Βγήκα αργά, λέει, μετά την Ανάσταση, όπως συνηθίζω τα περισσότερα βράδια, λίγο πριν πέσω για ύπνο. Κάτι να κλείσω την εξώπορτα κάτι να χαζέψω τον ουρανό, όταν μου το επιτρέπουν τα σύννεφα, περνάω λίγα λεπτά στον μικρούλι μου κήπο, λίγο πριν πλαγιάσω. Τον γνώρισα από το πρόσωπό του τ’ όμορφο, το πονεμένο. Πρόσεξε πως κοιτούσα τα ρούχα του και μάντεψε τη σκέψη μου. «Τι περίμενες να με δεις με τον χιτώνα; Πώς μπορούσα ν’ αναμειχθώ μαζί σας και να δω τα στραβά και ανάποδά σας και τα λιγοστά καλά σας; Γιατί απορείς που φόρεσα στρατιωτικά ρούχα χωρίς αστέρια και παράσημα; Ήλθα να δω ν’ ακούσω, ν’ αφουγκραστώ. Και είδα και χάρηκα πιστούς και λυπήθηκα και πόνεσα για άλλους. Συνάντησα γριούλα μάνα και γέρο πατέρα στο γηροκομείο που περίμεναν τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους, σήμερα χρονιάρα, όπως λέτε, ημέρα. Εκείνα, τα παιδιά και τα εγγόνια, προτίμησαν να ασχοληθούν με το ψήσιμο του οβελία. Πήγανε αρκετοί, ξένοι, να επισκεφτούν τα γηροκομεία σας. Πήραν μαζί τους καλούδια πολλά και αρκετή αγάπη και πήγαν να δουν ξένους γέροντες, ανήμπορους, κουρασμένους, να τους χαρίσουν λιγοστή ή περίσσια χαρά.

Κι όμως οι φθαρμένοι σήμερα που πρόσφεραν απλόχερα στο παρελθόν, χαμογελούσαν κι ευχαριστούσαν τους επισκέπτες μα είχαν το βλέμμα το θλιμμένο, εκείνο της προσμονής, στη πόρτα καρφωμένο, προσμένοντας εκείνους που ξέχασαν να έλθουν. Γι’ αυτό με βλέπεις θλιμμένο. Γι’ αυτό με βλέπεις θυμωμένο.

Κι ήταν σ’ ένα άλλο σπιτικό που διάλεξα να περάσω, προσμένοντας ν’ ακούσω φωνές και γέλια παιδιών. Κι’ εδώ πικράθηκα. Ο παππούς και η γιαγιά είχαν ετοιμάσει χίλια καλούδια κι άλλα τόσα δώρα κι ακόμη, απ’ την πολλή, τη μόνιμη, ακόμη περισσότερη αγάπη. Τα δύο παλικάρια τους περίμεναν και τα παιδιά του παιδιού τους, που, όπως λέτε, δύο φορές παιδιά τους είναι. Είχαν ετοιμαστεί και το σπίτι ολόκληρο έμοιαζε ανοιχτή ζεστή αγκαλιά. Είχαν δώσει στα δύο τους αγόρια ό,τι μάζεψαν τα χρόνια που δούλεψαν σκληρά, μια και δύο δουλειές. Δουλεύουν ακόμη, τώρα που θα έπρεπε ν’ αρχίσουν να ξεκουράζονται. Δεν τους πειράζει που δουλεύουν, καμαρώνουν για την προκοπή των παιδιών τους, καμαρώνουν τα εγγόνια και τα προσμένουν να γεμίσουν το σπιτικό με φασαρίες, φωνές και γέλια. Το σπίτι γεμάτο, η αγκαλιά των γονιών ανοιχτή, το σπίτι φωτισμένο μα τα δύο τους παιδιά, βάδισαν ξαφνικά διαφορετικά μονοπάτια, χάθηκαν στο δρόμο, προσπέρασαν το φωτισμένο σπίτι, ψάχνουν ακόμη και δεν πρόσεξαν πως πέρασε η… Λαμπρή.

Η μάνα και ο πατέρας τους κρατάνε ακόμα το κερί της Αναστάσεως κι’ ας καίγονται τα δάχτυλά τους μόνο που σιωπηλά, το βάπτισαν κερί.. ελπίδας. Γι’ αυτό με βλέπεις θλιμμένο και θυμωμένο γιατί θα πρέπει να ευχαριστείτε το Θεό για ότι έχετε κι εσείς… κοιτάζατε το δέντρο και χάσατε το όμορφο καταπράσινο δάσος».
Χριστέ μου, τόλμησα, κάνε κάτι σε παρακαλώ για την πατρίδα μας, την Ελλάδα μας, σε παρακαλώ πολύ. «Μου το ζητούν πολλοί, προσεύχονται γονατιστοί κι ανάβουν το κεράκι τους στ’ όνομά μου, παρακαλώντας. Δεν ξέρω γιατί σας αγαπώ εσάς τους Έλληνες παρ’ ό,τι ξέρω πως εσείς δεν αγαπάτε όσο θα έπρεπε τον εαυτό σας. Λυπάμαι τους πολλούς θύματα των ολίγων. Θα το σκεφτώ. Κάτι θα κάνω».

Τον ευχαρίστησα χωρίς λόγια και το κατάλαβε, το είδα. «Στο ποτάμι πήγα μια βόλτα να δω αυτούς που ψάχνουν για μια γωνιά που κόβει ο παγωμένος αέρας της νύχτας. Τους αδελφούς μου τους ελαχίστους, αυτούς που δεν έχουν να φάνε και που κοιμούνται σε χαρτόνια κι εφημερίδες. Πλησίασα έναν και πριν προλάβω να τον ρωτήσω αν έχει φάει, άπλωσε το χέρι του και σ’ ένα λαδόχαρτο είχε κάτι κρύα μπριζολάκια, μια ντομάτα, τυρί, δύο φέτες ζυμωτό ψωμί και μου τα πρόσφερε λέγοντας: Αν πεινάς φάε. Είναι καθαρά. Μου τα έφερε ένα φιλαράκι. Εμείς οι Έλληνες έχουμε Πάσχα σήμερα. Μεγάλη γιορτή. Φάε είναι νόστιμα, φάε να στυλωθείς, να τυλωθείς και να βρω κι ένα κυπελλάκι που έχω στο σακίδιο να πιείς μια κούπα κρασί για να μου πεις το Χριστός Ανέστη κι’ εγώ θα σου απαντήσω: Αληθώς Ανέστη».
Όνειρο. Συγχώρα με Χριστέ μου.