«Οι Δυνάμεις επέτρεψαν στην Ελλάδα να ξαναγεννηθεί με τον όρο όμως ότι θα ήταν τόσο μικρή και αδύνατη ώστε να μην μπορέσει να μεγαλώσει ούτε σχεδόν να ζήσει».
Τη φράση αυτή από τα απομνημονεύματα του Φρανσουά Γκιζώ (François-Pierre-Guillaume Guizot, 1787-1874), Γάλλου ιστορικού και πολιτικού, χρησιμοποιεί η συγγραφέας, Αθηνά Κακούρη* στον πρόλογο του πολυδιαβασμένου βιβλίου της «1821 Η αρχή που δεν ολοκληρώθηκε – Πότε και πώς δημιουργήθηκε το κράτος όπου ζούμε σήμερα»** προϊδεάζοντας ευθύς εξ αρχής τους αναγνώστες τι… ακολουθεί.
Με λιτή και κατανοητή γραφή η κυρία Κακούρη αναδεικνύει τα κύρια σημεία του Αγώνα για την Ανεξαρτησία, καταγράφει τη δράση των ευρωπαϊκών Δυνάμεων και, παρουσιάζοντας ανάγλυφες τις ροπές που διαιωνίστηκαν, δείχνει την ανάγκη να μάθουμε, ώστε να μπορέσουμε να αλλάξουμε.
Οι Έλληνες, υπό αντίξοες συνθήκες, πολέμησαν, θυσιάστηκαν και κατάφεραν να αποκτήσουν την Ανεξαρτησία τους. Αλλά τροχοπέδη για ακόμη πιο σημαντικά επιτεύγματα, αποτέλεσαν «η υστεροβουλία, το αδίστακτο και η απέραντη, η απελπιστική έλλειψη γνώσεων, στην οποίαν ήταν βυθισμένοι ουκ ολίγοι από τους οποίους ανέλαβαν τα ηνία» του πρώτου, μικρού σύγχρονου ελληνικού κράτους, αναφέρει η συγγραφέας στο βιβλίο που κυκλοφορεί στα Ελληνικά και στα Αγγλικά από τις εκδόσεις Πατάκη, προσφέροντας μια νέα αφήγηση της Επανάστασης που ξεπερνά την απλή παράθεση ιστορικών γεγονότων.
Εκ των κορυφαίων παραδειγμάτων διχόνοιας η δολοφονία του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. «Και τότε, έχοντας απαλλαγεί από τον ‘προδότην της πατρίδος’, εκείνοι που έμειναν πίσω του καταπιάστηκαν να αποδείξουν πόσο δίκαιο είχε ο Κυβερνήτης όταν τον Ιούνιο του 1831 έγραφε: Ενόσω υπάρχει η παρούσα γενεά, οι προύχοντες, ένεκα συμφερόντων και παθών συνενούμενοι, θα παραλύωσι, ραδιουργούντες, πάσαν οιανδήποτε τάξιν πραγμάτων, ουδέποτε δε θα υποστηρίξωσιν και, το χείριστον, ουδέποτε θα δημιουργήσωσι κυβέρνησιν», σημειώνει η κυρία Κακούρη, υπογραμμίζοντας:
«Αυτό πράγματι έγινε…Τη δολοφονία ακολούθησε εμφύλιος στάση…Οι δε στασιαστές, έχοντας πολιορκηθεί μέσα στο φρούριο από τους συναγωνιστές τους, τους τροπαιοφόρους υπέρμαχους του Συντάγματος, δεν εδίστασαν να κολλήσουν στο μέτωπο της πατρίδας και άλλο αίσχος, το αίσχος της ξενικής κατοχής…Τη μαυρίλα αυτού του τέλους δεν την ανακουφίζει καμιά κάθαρση: ατιμώρητοι έμειναν οι ηθικοί αυτουργοί, δηλαδή τα πολιτικά πρόσωπα που έκρυβαν την ιδιοτέλειά τους κάτω από παχιά λόγια περί συνταγματικών ελευθεριών, οι εφημεριδογράφοι και στιχοπλόκοι που εμπορεύονταν μίσος, οι φθονεροί και άφρονες διανοούμενοι μέσα κι έξω απ’ την Ελλάδα. Κανένας δεν τιμωρήθηκε. Η κατασυκοφάντηση του Καποδίστρια συνεχίστηκε…».
Η κυρία Κακούρη μίλησε στον «Νέο Κόσμο», ανάμεσα σε άλλα, για την «αρχή που δεν ολοκληρώθηκε» και τι πήγε λάθος κατά την Επανάσταση, την πιο λαμπρή, αλλά και τη χειρότερη στιγμή του Αγώνα, το «μαύρο» 1825 και το «ακόμη πιο μαύρο» το 1826, πώς θα μπορούσε να είναι η Ελλάδα σήμερα αν δεν είχε δολοφονηθεί ο Καποδίστριας, αλλά και πώς θα μπορούσε να τονωθεί το ενδιαφέρον ειδικά για την ελληνική ιστορία, για παιδιά και μεγάλους, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό -ειδικά τους ομογενείς μας- πέρα από τις γιορτές και τις παρελάσεις κατά τις εθνικές επετείους.

Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Ποια ήταν η αφορμή για να γράψετε το βιβλίο σας «1821, Η αρχή που δεν ολοκληρώθηκε;»;
Στη Ελλάδα υπάρχει ζωηρό ενδιαφέρον για την Ιστορία, απόδειξη τα πολλά ιστορικά μυθιστορήματα και η επιτυχία τους. Αλλά λείπουν τα απλά, ακριβή μεν αλλά προσιτά στον μέσο αναγνώστη βιβλία Ιστορίας. Είπα να δω μήπως μπορέσω να καλύψω λιγάκι αυτό το κενόν και μάλιστα για το σημαντικότερο γεγονός της νεότερης Ιστορίας μας, την γέννηση και την θεμελίωση του σύγχρονου κράτους μας. Η πολύ καλή διαδρομή που έχει κάμει ως τώρα το βιβλίο με ενθαρρύνει για να προχωρήσω και σε άλλα.
Σε ποια αρχή αναφέρεστε και εντέλει γιατί δεν ολοκληρώθηκε;
Η αρχή είναι η Επανάσταση. Η Επανάσταση έγινε προκειμένου να ελευθερωθεί το Γένος. Ολόκληρο το Γένος, όχι εκείνο το μικρό μέρος – Πελοπόννησος, Στερρεά, μερικά νησιά –που αποτέλεσε το πρωτο ελληνικό κράτος. Αυτό δεν περιέκλειε παρά μόνον το ένα τρίτο του Γένους.
Τι πήγε…λάθος και «ζήσανε αυτοί κακά κι εσείς χειρότερα…», όπως γράφετε στο τελευταίο κεφάλαιο;
Στο σημείο εκείνο αναφέρομαι στο είδος της αντιπολίτευσης προς τον Καποδίστρια. Την χαρακτηρίζει η υστεροβουλία, το αδίστακτο και η απέραντη, η απελπιστική έλλειψη γνώσεων, στην οποίαν ήταν βυθισμένοι οι πρωτεργάτες της. Ανίκανοι να κυβερνήσουν οι ίδιοι, αντιστέκονταν λυσσαλέα στην προσπάθεια του Καποδίστρια να βάλει τάξη στο χάος που είχαν οι ίδιοι δημιουργήσει. Τα μέσα που μεταχειρίστηκαν όχι μόνον δεν κατακρίθηκαν τότε αλλά έγιναν υπόδειγμα που βρήκε πρόθυμους μιμητάς στό μέλλον.
Πόση έρευνα και προετοιμασία χρειάστηκε να κάνετε για να γράψετε αυτό το βιβλίο, σε τι πηγές καταφύγατε και πόσο χρόνο σας πήρε η συγγραφή;
Το γράψιμο μου πήρε κάτι περισσότερο από δύο χρόνια, αλλά την έρευνα και την προετοιμασία δεν είναι δυνατόν να την υπολογίσεις. Βλέπετε, γράφοντας ένα τέτοιο βιβλίο καδοθηγηγείται κανείς από τα πρόσφατα διαβάσματά του, φυσικά, πολλά όμως από τα στοιχεία που θα αποτελέσουν την τελική του σύνθεση βρίσκονται ήδη από χρόνια αποθηκευμένα στο μυαλό του.
Λόγου χάριν, την μεγάλη ποίηση που ενέπνευσε ο Αγώνας, δεν την συνάντησα μελετώντας ειδικότερα για το 1821. Τον «Ύμνο στην Ελευθερία» του Σολωμού, το ποίημα δηλαδή όπου περιγράφει το ένα μετά το άλλο τα επεισόδια του Αγώνα, τον είχα διδαχθεί ολόκληρον ήδη την πρώτη χρονιά της Κατοχής (1941), και οι στίχοι του, που τον ξέρω ακόμη από στήθους, δεν είχαν πάψει να τριγυρίζουν στο νου μου.
Με άλλα λόγια, διαβάζοντας και σκεπτόμενος και πάλι διαβάζοντας, αποκτάς με τα χρόνια έναν ορισμένο πλούτο γνώσεων, που θα έρθει να διαμορφώσει εν πολλοίς το κάθε νέο γραπτό σου.
«Εσύ ποιος είσαι;» ρωτάτε τον αναγνώστη στο βιβλίο σας…
Ρωτώ «εσύ ποιος είσαι;» γιατί στην εποχή μας, τείνουμε να ξεχάσουμε ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος της ταυτότητός μας είναι οι πρόγονοί μας. Τα σύνορα της πατρίδας μας απ’ αυτούς κερδήθηκαν, οι νόμοι που μας κυβερνούν απ’ αυτούς θεσπίστηκαν, οι λειτουργίες που παρακολοθούμε στις εκκλησίες μας, ταά τραγούδια που λέμε, τα σχολεία όπου διδαχθήκαμε, οι πλατείες όπου παίξαμε, η γλώσσα που μεταχειριζόμαστε, όλα είναι μέρος του εαυτού μας, αλλά φέρει τα δικά τους ίχνη. Δίχως αυτές τις κληρονομιές, κανένας από μας δεν θα ήταν αυτός που είναι…
Υπάρχουν «τάσεις» στη συμπεριφορά των λαών που επαναλαμβάνονται ανά τα χρόνια μέχρι και σήμερα ίσως; – είτε των Ελλήνων, είτε των «συμμάχων» και των «αντιπάλων» τους;
Δεν πολυπιστεύω σε τόσο μεγάλες γενικεύσεις. Μας αρέσει να λέμε κάτι τέτοια -ιδίως για να καμαρώνουμε πως είμαστε απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων- αλλά δεν νομίζω ότι ευσταθούν. Παράδειγμα η διχόνοια πού λέμε ότι είναι ένα ἑλληνικό χαρακτηριστικό ανά τους αιώνες. Μόλις όμως εξετάσεις καλύτερα την ιστορία άλλων λαών, βλέπεις κι εκεί διχόνοιες απολύτως ανάλογες.
Δεν τις βλέπουμε αμέσως σήμερα και παρασυρόμαστε να νομίσουμε ότι δεν υπάρχουν, ενώ απλώς και μόνον σε κάποια στιγμή παραμερίστηκαν αποφασιστικά και καταδικάστηκαν στην συνείδηση του λαού ἐκείνου.
Εμείς θα κάναμε καλά να μην ξεχνούμε τις μεγάλες περιόδους εσωτερικής ειρήνης που απολαύσαμε στην μακρά Ιστορία μας. Τα δε πρόσφατα φαινόμενα διχασμού να τα εξετάζουμε ψυχρά, να απομονώνουμε τους υπαίτιους και να τους αποδίδουμε τις ευθύνες που έχουν.
Ποια θα ξεχωρίζατε ως τη χειρότερη στιγμή της Επανάστασης ή της περιόδου μετά από αυτή έως και στα τέλη του 19ου αιώνα και ποια την πιο λαμπρή;
Η λαμπρότερη στιγμή της Επανάστασης είναι οι πρώτοι μήνες, μέχρι την κατάληψη της Πελοπονήσου. Πολλοί και διάφοροι οπλαρχηγοί και ναυτικοί συνεργάστηκαν τότε μέσα στην Πελοπόννησο για να καταλάβουν τα φρούρια αλλά και πέραν αυτής, για να εμποδίσουν τα οθωμανικά στρατεύματα να φθάσουν στην Πελοπόνησο.
Αυτά τα κάνουν οργανωμένοι στρατοί, που ακολουθούν ένα στρατηγικό σχέδιο. Δεν τα περιμένεις από οπλισμένες ομάδες, που υπαρχουν για να εξυπηρετούν τοπικιστικά και προσωπικά συμφέροντα. Αυτούς τους μήνες εγώ τους βλέπω σαν ένα θαύμα.
Η χειρότερη ήταν όταν έφθασε εδώ ο Καποδίστριας και η ελεύθερη χώρα που του παραδόθηκε ήταν η Αίγινα, το Ναύπλιον και κάτι μικρά κομματάκια γης ολόγυρα στο Σαρωνικό. Όλα τα υπόλοιπα οι κυβερνώντες τα είχαν αφήσει να χαθουν, χαμένοι οι ίδιοι στους ατελείωτους καυγάδες τους.

Κατά την έρευνά σας, βρήκατε ίσως στιγμές που οι ήρωες της εποχής, απηύδησαν από εσωτερικές έριδες, προδοσίες, έχασαν ίσως το κουράγιο τους μετά από ήττες, έλλειψη πόρων και εντέλει θέλησαν να τα παρατήσουν; Γιατί χαρακτηρίζετε «μαύρο» το 1825 και «ακόμη πιο μαύρο» το 1826;
Αποθαρρημένοι τελείως ήταν οι προύχοντες και οι οπλαρχηγοί στο τέλος του 1825. Χαρακτηρίζω το έτος «μαύρο» διότι η κυβέρνηση Κοντουριώτη/Μαυροκορδάτου και η μερίδα τους, έχοντας κερδίσει τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, έκλεισαν τόν Κολοκοτρώνη στην φυλακή και ξεγνοιασαν. Λες και εξωτερικός εχθρός δεν υπήρχε πλέον! Έτσι τους βρήκε ο Ιμπραήμ απροετοίμαστους, αποβιβάστηκε στην Μεσσηνία ανενόχλητος και πλέον η εξάπλωσή του στην Πελοπόνησο δεν μπορούσε να ανακοπεί.
Το 1826 είναι ακόμη πιο μαύρο, γιατί φέρνει την δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου, την ακατανόητη αδιαφορία της κυβέρνησης για την τύχη της ηρωϊκής πόλης, και τέλος την τραγική Έξοδο των πολιορκημένων.
Κατά τη συγγραφή του βιβλίου επισκεφτήκατε πολλά σχολεία. Κατά τη γνώμη σας διδάσκεται σωστά η ιστορία; Πώς θα μπορούσε να τονωθεί το ενδιαφέρον ειδικά για την ελληνική ιστορία, για παιδιά και μεγάλους, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό (ειδικά τους ομογενείς μας), πέρα από ετήσιες γιορτές και παρελάσεις κατά τις εθνικές επετείους; Τι δε γίνεται σωστά;
Δύο πράγματα μπορώ να πω μόνον, γιατί το θέμα είναι τεράστιο και εγώ δεν έχω τις ειδικές γνώσεις για να το εξετάσω. Το ένα είναι ότι αν αφαιρέσεις από το βιβλίο της Ιστορίας την αφήγηση, όπως γίνεται συμφωνα με διάφορες νέες θεωρίες, το παιδί δεν μπορεί να συνθέσει από μόνο του μια εικόνα με νόημα και, για να περάσει τις εξετάσεις, δεν βρίσκει άλλο τρόπο παρά να παπαγαλίσει αυτά τα ακατανόητα πού διάβασε.
Το άλλο είναι ότι μεγάλη, μα πολύ μεγάλη διαφορά κάνει ο δάσκαλος. Ανάμεσα στα σχολεία που με κάλεσαν τότε ήταν και ένα από τα μεγαλύτερα και ακριβότερα του λεκανοπεδίου. Πήγα δύο φορές και μίλησα σε τέσσερις διαφορετικές τάξεις. Στις δύο δεν νομίζω πως η επίσκεψή μου πρόσφερε πολλά, σε μια τρίτη ο δάσκαλος έφερε μια τάξη που ήταν φανερά προετοιμασμένη, παρακολούθησε ζωηρά και σίγουρα έφυγε έχοντας προσθέσει κάτι στις γνώσεις του. Στην τέταρτη ο δάσκαλος έφερε την τάξη του με καθυστέρηση τετάρτου, δεν έδωσε εξήγηση ούτε ζήτησε συγνώμην, και με τον πρώτο ήχο του κουδουνιού έδωσε το σύνθημα και έφυγαν όλοι, χωρίς να έχω καν ολοκληρώσει τη φράση μου. Όταν ο δάσκαλος απαξιώνει έτσι τον ομιλητή, γιατί θα κινηθεί το ενδιαφέρον του παιδιού;
Αλλά πήγα και στο μικρό χωριό της Εύβοιας, τον Οξύλιθο, όπου μια απολύτως λαμπρή δασκάλα και διευθύντρια τότε του Δημοτικού Σχολείου, είχε τόσο καλά προετοιμάσει τα παιδιά ώστε με άκουσαν με προσήλωση, μου έκαναν έξυπνες ερωτήσεις και τέλος με ξενάγησαν στην έκθεση για το 1821 που είχαν μόνα τους φτιάξει, και την ονόμαζαν «η γραμμή της Ιστορίας.»
Και πήγα και στο Γυμνάσιο Χιλιομοδίου, όπου βρήκα μια ατμόσφαιρα εκλεκτού Πανεπιστημίου – την αίθουσα δεν την γέμισαν μόνον μαθηταί, αλλά και οι καθηγητές τους κάθησαν και με ακουσαν και όλοι μαζί έκαναν μετά τις ερωτήσεις και συμμετείχαν στην συζήτηση.
Συμπεραίνω λοιπόν ότι το κύριο ζητούμενο είναι πώς θα βελτιώσεις το επίπεδο των δακάλων και καθηγητών. Και το πρώτο βήμα είναι, νομίζω, να στείλεις σπίτι τους τους τύπους σαν εκείνον που γνώρισα στο ακριβό ιδιωτικό του λεκανοπεδίου.
Γράφετε στο βιβλίο: «Εγώ λοιπόν δε θα σου πω όλη την Ιστορία… Θα σου πω το μέρος της Ιστορίας που σε αφορά». Τι θεωρείτε ότι μας αφορά από την Ιστορία αυτή σήμερα; Τι θα θέλατε να συγκρατήσει ο αναγνώστης από το βιβλίο σας και γιατί εντέλει επιμένατε να κυκλοφορήσει και στα Αγγλικά;
Μας αφορουν – τον καθένα μας και όλους μαζί – τα κύρια γεγονότα της Επαναστάσεως, η διαδρομή της σε γενικές γραμμές καθώς και ορισμένα συμπεράσματα, όπως π.χ. ότι η καλύτερη στιγμή να μοιράσουμε το πάπλωμα δεν είναι όταν δεν το έχουμε ακόμη αποκτήσει. Να γνωρίσουμε μερικές αθλιότητες που έγιναν τότε και να τις μισήσουμε.
Αλλά και να νοιώσουμε το μεγαλείο αυτού του αιματηρότατου πολέμου που συνεχίστηκε από το 1821 ως το 1829, και όπου ένας λαός, μόνος και αβοήθητος, αντιμετώπισε μίαν αυτοκρατορία με τους κραταιούς συμμάχους της.
Το μετέφρασα στα αγγλικά -υπό τον τίτλο «1821: The Founding of Modern Greece»***– για όλα τα εκατομμύρια Αυστραλών, Αμερικανών, Άγγλων και πολλών άλλων εθνικοτήτων, που έχουν ελληνική καταγωγή, αλλά έχουν χάσει την γλώσσα τους.

Μέσα από την εκτενή έρευνά σας είχατε κάποια ανατροπή σε σχέση με αυτά που πιστεύατε για την Επανάσταση, πριν ασχοληθείτε με το βιβλίο αυτό;
Ναι, μια και σημαντική. Συνειδητοποίησα ότι ο Ιωάννης Καποδίστριας δεν είναι αυτός ο κόμης, που φθάνει στο τελος του Ιανουαρίου 1828 στην Ελλάδα, άσχετος και σαν ουρανοκατέβατος. Έτσι τον παρουσιάζουν τα σχολικά βιβλία και πάρα πολλές άλλες πολύ σοβαρές μελέτες.
Βρήκα έναν Καποδίστρια που συμμετέχει στον Αγώνα πριν καν αυτός εκδηλωθεί. Ήδη το 1803, συντάσει στην Κέρκυρα το πρώτο Ελληνικό Σύνταγμα της Ιονίου Πολιτείας και δυό χρόνια αργότερα αναλαμβάνει την υπεράσπιση της Λευκάδας από τον αρπακτικό Αλή πασά των Ιωαννίνων.
Κατόπιν στην Βιέννη σχετίζεται με τον Άνθιμο Γαζή και τους εκπροσώπους του Ελληνικου Διαφωτισμού, και όπως ανεβαινει στην ιεραρχία της διπλωματικής υπηρεσιας του Τσάρου πρόξενοι της Ρωσίας στην αχανή Οθωμανική Αυτοκρατορία διορίζονται ολοένα πιο συχνά Έλληνες.
Στον Καποδίστρια προτείνεται η αρχηγεία της Φιλικής Εταιρείας, στον Καποδίστρια στρέφονται οι οπλαρχηγοί της Ηπείρου και της Μακεδονίας από το 1815 και ύστερα, ο Καποδίστριας στο Λάιμπαχ αποτρέπει την αποστολή ευρωπαϊκών δυνάμεων στην επαναστατημένη Ελλάδα, αυτός καθοδηγεί τον Μαυροκορδάτο να οργανώσει την πρώτη ΅θνική Συνέλευση…
Κοντολογίς τα ίχνη του Καποδίστρια βρίσκονται συνεχώς και παντού στον Αγώνα.
Για τους Αγγλους, και ένα μεγάλο μέρος της αγγλικής ιστοριογραφίας, ο Καποδίστριας είναι ένας ενοχλητικός σύμβουλος του Τσάρου, άρα ένα εμπόδιο στις βλέψεις τους γι’ αυτήν την καινούργια χώρα, που είχαν κάμει ό,τι μπορούσαν για να μην δημιουργηθεί και που την ήθελαν να περιορίζεται στην Πελοπόννησο.
Προτιμούσαν σαφώς τον Μαυροκορδάτο, που – μεταξύ άλλων – δεν διέθετε το υψηλό προφίλ του Καποδίστρια στην διπλωματία της Ευρώπης, και επομένως τους ήταν εύκολο να τον χειραγωγήσουν. Επομένως -ακόμη και σήμερα – πολλοί υποβιβάζουν τον Καποδίστρια και αναδεικνύουν τον «κοινοβουλευτικό» Μαυροκορδάτο. Αλλά εμείς έχουμε κανένα λόγο να ασπαζόμαστε τις εγγλέζικες αντιλήψεις;
Σε ένα… παράλληλο σύμπαν, τι εικάζεται θα είχε συμβεί αν δεν είχε δολοφονηθεί ο Καποδίστριας; Πώς θα ήταν η Ελλάδα σήμερα; Ποια η εμπλοκή του και από πότε στον αγώνα για την Ανεξαρτησία;
Αυτό είναι για μένα ένας μεγάλος καημός, γιατί πιστεύω πως όλα θα ήταν τελείως διαφορετικά: Το θέμα της Εκκλησίας, πρώτον και κύριο. Αυτό ο Καποδίστριας θα το είχε λύσει με τον προσήκοντα σεβασμό στην παράδοση και την σημασία που είχε για τον Ρωμηό η πίστη του. Έτσι, η αποκοπή της ελληνικής ιεραρχίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα είχε γίνει σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες, και μέσα στο νέο κράτος η Εκκλησία θα διατηρούσε την ανεξαρτησία που της οφειλοταν.
Τείνουμε να ξεχνούμε ότι Επανάσταση του ’21 δίχως την συνδρομή του ελληνικού κλήρου δεν γινόταν. Από καμία μάχη δεν ελειψε ο σημαιοφόρος ιερωμένος. Επτά χιλιάδες ήταν οι νεκροί της, που έπεσαν είτε μαχόμενοι, είτε μαρτυρήσαντες, και δύο φορές η Εκκλησία έδωσε τα ιερά της σκεύη, αργυρά και χρυσά, για να χρηματοδοτηθεί ο Αγώνας. Αλλά το βασίλειο που εκείνη βοήθησε να δημιουργηθεί, την υποβάθμισε σε μια από τις πολλές υπηρεσίες, μιας κρατικής μηχανής που εξ αρχής ήταν δυσκίνητη και διεφθαρμένη.
Δεύτερον, η στοιχειώδης παιδεία θα είχε ακολουθήσει την στροφή προς το πρακτικό και το χρήσιμο, που της είχε δώσει ο Καποδίστριας.
Τριτον, θα είχε συνεχιστεί η οργάνωση του κράτους, όπως την ξεκίνησε ο κυβερνήτης, με δομές που ακολουθούσαν μεν τις σύγχρονες τότε αντιλήψεις του συγκεντρωτικού κράτους, αλλά συγχρόνως με γνώση των ιδιαίτερων ελληνικών παραδόσεων και σεβασμό προς αυτές.
Και όσο για την διπλωματική μας θέση, να μην το συζητάμε καν – κανένας Ρωμηός της εποχής του δεν μπορουσε να συγκριθεί ούτε καν από πολύ μακρυά με το ανάστημα που είχε εκείνος, στην ευρωπαϊκή διπλωματική σκηνή.
Οι δυνατότητες που είχε η Ελλάδα με τον Καποδίστρια, ήταν τελείως άλλου μεγέθους από αυτές που της απόμειναν μετά την δολοφονία του.
Απόδειξη είναι πως τον Καποδίστρια τον θεώρησαν απειλή για τα συμφέροντά τους, οι εχθροί της Ελλάδος τότε καθώς και όσοι Ρωμηοί, θύματα της ίδιας της άγνοιάς τους, συντάχθηκαν μαζί τους και έγιναν όργανά τους. Και εξακολούθησαν να τον φοβούνται για πολλές γενεές αργότερα, όπως αποδεικνύει η συστηματική, συνεχής αμαύρωση της μνήμης του.
Ποιος ο ρόλος των Ελλήνων του εξωτερικού τότε, πριν, κατά τη διάρκεια και τα πρώτα χρόνια μετά την Επανάσταση;
«Εξωτερικό» ήταν, μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, τα δύο τρίτα του Ελληνισμού. Εξωτερικό η Κρήτη! Εξωτερικό η ελεύθερη Σάμος! Εξωτερικό τα Επτάνησα! Εξωτερικό παρά λίγο να είναι ακόμη και το Μεσολόγγι!
Το «εξωτερικό» τότε και επί πενήντα περίπου χρόνια, ξεκινούσε από την Γραμμή Αμβρακικός – Παγασητικός.
Αυτός λοιπόν ο Ελληνισμός του «εξωτερικού» προσέφερε στην Επανάσταση, πρώτα απ’ όλα, σπουδαίες ομάδες ενόπλων –της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Θεσσαλίας. Ο ρόλος τους στην παρεμπόδιση των οθωμανικών στρατιών που κατέβαιναν για να υποτάξουν την Πελοπόνησο, υπήρξε αποφασιστικός.
Επί πλέον, παροικίες Ελλήνων στην Ρωσία και αλλού, χρηματοδότησαν τον Αγώνα, ίδρυσαν και συντήρησαν φιλελληνικά κομιτάτα ανά την Ευρώπη, κινήθηκαν για να επηρεάζουν την κοινή γνώμη στις χώρες όπου ήταν εγκαταστημένες.
Η συμβολή τους ήταν τεράστια και δεν ξέρω να έχει ακόμη μελετηθεί διεξοδικά, όπως θα της άρμοζε…
*Η Αθηνά Κακούρη γεννήθηκε το 1928 στην Πάτρα. Πέρασε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Κατοχή στην Αθήνα. Μετά τον πόλεμο, εργάστηκε σε ναυτικά πρακτορεία στην Πάτρα και στην Αθήνα, στο περιοδικό Ταχυδρόμος, έγραψε ραδιοφωνικές σειρές και μετέφρασε ξένη λογοτεχνία και ιστορία. Αργότερα έζησε στη Βιέννη, όπου και μελέτησε νεότερη ιστορία. Είναι ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Προστασίας Σπαστικών και εταίρος της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.
**e-book/epub, εκδόσεις Πατάκη, στην ιστοσελίδα: bit.ly/3txplU9, ISBN 9789601695945
***e-book/epub, εκδόσεις Πατάκη, στην ιστοσελίδα: bit.ly/2OIq3zc, ISBN 9789601646060