Όταν ένας προστατευόμενος του Frank Lloyd Wright κέρδισε έναν παγκόσμιο διαγωνισμό για τον σχεδιασμό της νέας εθνικής πρωτεύουσας της Αυστραλίας, ένα “κρησφύγετο” ανομίας πιθανότατα δεν ήταν εκείνο που είχε φανταστεί.

Στον αιώνα που έχει περάσει από την ίδρυσή της, η Καμπέρα έχει γίνει συνώνυμο της “γλίτσας”, ενός βάλτου του κόσμου της “λαμπερής” πολιτικής ζωής. Απέχει πολύ από τη γεωμετρικά τέλεια πλαγιά της πόλης την οποία ξεκίνησε να κατασκευάζει ο αρχιτέκτονας από το Σικάγο Walter Burley Griffin.

Με μια πρώτη ματιά, είναι δύσκολο να δει κανείς πώς η απόφαση για την δημιουργία της πρωτεύουσας της Αυστραλίας σε ένα απομακρυσμένο αγροτεμάχιο, προορισμένο για τη βόσκηση προβάτων μεταξύ του Σίδνεϊ και της Μελβούρνης θα είχε κάποια σχέση με τη σειρά σεξουαλικών σκανδάλων η οποία πλήττει την κυβέρνηση του Αυστραλού πρωθυπουργού Scott Morrison.

“Φούσκα” εκτός παράδοσης και ηθικής

Ωστόσο, η απομακρυσμένη και ταπεινή αρχή της πόλης σήμαινε ότι, ιστορικά, λίγα πρόσωπα διέθεταν πραγματικές ρίζες στην περιοχή όπου θα ζούσαν και θα εργάζονταν. Η Καμπέρα έγινε έτσι μια “φούσκα”, αποσπασμένη από την τήρηση ηθικών αρχών και τους κανόνες συμπεριφοράς. Αυτό εξηγεί, εν μέρει, πώς ρίζωσε εκεί η συγκεκριμένη δηλητηριώδης κουλτούρα.

Μεγάλωσα στην Καμπέρα και την υπερασπιζόμουν συχνά έναντι των επικρίσεων ραδιοφωνικών παραγωγών και δεξιών αρθρογράφων, οι οποίοι την περιέγραφαν ως μια πόλη απρόσιτη και γεμάτη κακομαθημένους γραφειοκράτες. Αυτή η άποψη απορρίπτει την εξαιρετικά σκληρή δουλειά πολλών δημοσίων λειτουργών καριέρας, οι οποίοι εργάζονται στα παρασκήνια για σχετικά μέτριους μισθούς, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι γονείς μου.

Τον τελευταίο καιρό όμως, η Καμπέρα έχει καταστεί δύσκολα υπερασπίσιμη. Δεν περνά σχεδόν ούτε μέρα χωρίς κάποια νέα καταγγελία για έκνομη συμπεριφορά.

Πρόσφατα η υπουργός Άμυνας της χώρας απομακρύνθηκε από τη θέση της μετά την κακή διαχείριση εκ μέρους της των ισχυρισμών ότι υπάλληλος βιάστηκε μέσα στο κοινοβουλευτικό της γραφείο.

Ο πρώην γενικός εισαγγελέας (υπουργός Δικαιοσύνης) μήνυσε το χρηματοδοτούμενο από το κράτος ενημερωτικό δίκτυο Australian Broadcasting Corp. (ABC) για δυσφήμιση, μετά τη μετάδοση ρεπορτάζ στο οποίο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι βίασε μια γυναίκα τη δεκαετία του 1980, κάτι που εκείνος αρνείται με πάθος.  Στο πλαίσιο ανασχηματισμού, μετακινήθηκε σε άλλη κυβερνητική θέση.

Το δίκτυο Ten μετέδωσε πρόσφατα ισχυρισμούς ότι μια ομάδα ανδρών υπαλλήλων μοιραζόταν άσεμνες εικόνες και βίντεο για δύο χρόνια, συμπεριλαμβανομένων φωτογραφιών ενός από αυτούς να αυνανίζεται στο γραφείο μιας γυναίκας βουλευτού. H κυβέρνηση του Morrison, η οποία διαθέτει μια εντελώς οριακή πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, έχει δεχθεί πλήγμα. Από την πλευρά του, ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας αναφέρει ότι η κατάσταση είναι απαράδεκτη και ότι έχει “αηδιάσει” από τις αποκαλύψεις.

Καμία έκπληξη

Και είναι λογικό να έχει αηδιάσει. Δεν είμαι ωστόσο τόσο σίγουρος ότι όλα αυτά αποτελούν έκπληξη για εκείνον. Αυτός ο τύπος συμπεριφοράς είναι ενδημικός στους κλειστούς κύκλους της Καμπέρα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το Κοινοβούλιο και τις υπηρεσίες του, το οποίο βρίσκεται στο επίκεντρο κάθε σκανδαλώδους συμπεριφοράς.

Όχι μόνον οι βουλευτές και οι συνεργάτες τους έχουν τα γραφεία τους εκεί, αλλά και οι υπουργοί – ακόμη και ο πρωθυπουργός – κυβερνούν από το κτίριό του. Εκεί βρίσκεται το επίκεντρο της κάλυψης των πολιτικών τεκταινομένων από τα μέσα ενημέρωσης. Αυτό το γεγονός τροφοδοτεί μακρές νύχτες και μεγάλες ατομικές φιλοδοξίες. Πολλοί υπάλληλοι φιλοδοξούν να γίνουν οι ίδιοι μέλη των νομοθετικών σωμάτων ή και να κατακτήσουν ακόμη υψηλότερα, κυβερνητικά αξιώματα.

Οι γνώστες των “ενδότερων” της Ουάσιγκτον μπορεί να χαμογελούν στη σκέψη του πόσο οικεία ακούγονται όλα αυτά. Δούλευα εκεί για μια δεκαετία και αναγνωρίζω ότι πολλά από τα συστατικά είναι κοινά. Ωστόσο η πρωτεύουσα των ΗΠΑ είναι πολύ πιο αποκεντρωμένη από την Καμπέρα.

Τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου εργάζονται από τα κτίρια των υπουργείων τους. Οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί έχουν την έδρα τους σε διάφορα σημεία της πόλης. Η Ουάσιγκτον είναι παλαιότερη πόλη και ως πρωτεύουσα έχει περίπου έξι εκατομμύρια κατοίκους, πολλοί από τους οποίους είναι διατηρούν δεσμούς με άλλα μέρη της χώρας.

Η Καμπέρα έχει περίπου 400.000 κατοίκους, λίγοι εκ των οποίων έχουν ζωτικό ενδιαφέρον για πράγματα πέρα ​​από τα σύνορα της πόλης. Η Ουάσιγκτον μπορεί να είναι “κοινότητα”, αλλά, σε σύγκριση με την Καμπέρα, είναι κοσμοπολίτικη.

Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η απόσταση της Καμπέρα  από τους επιχειρηματικούς και χρηματοοικονομικούς ανταγωνισμούς αποτελεί όφελος για την ίδια και τον πληθυσμό της. Στην πράξη, ωστόσο, αυτό έχει ως αποτέλεσμα την απόσπαση των ανθρώπων από την οικονομική πραγματικότητα. Είναι επίσης πολύ δύσκολο να απολύσει κανείς δημόσιους υπαλλήλους καριέρας, ενώ μόνον οι ψηφοφόροι μπορούν να “ξαποστείλουν” μέλη του κοινοβουλίου. Με την πάροδο του χρόνου, βασικά μέρη της Καμπέρα κατοικήθηκαν από μια στενόμυαλη ομάδα μεταβατικού τύπου ανθρώπων, οι οποίοι εργάζονται κοντά ο ένας με τον άλλο καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας.

Αυτό που απομένει έτσι είναι ένα τεράστιο χάσμα μεταξύ των ανθρώπων στα ανώτερα κλιμάκια κράτους και κυβέρνησης και των εργαζομένων “μελισσών” που με τη δουλειά τους στηρίζουν τη λειτουργία του κράτους. O στρατός δημοσίων υπαλλήλων και στρατιωτικών αξιωματούχων που καταλαμβάνει τα προάστια της Καμπέρα είναι γεμάτος έξαψη. Πολλοί απλώς προσπαθούν να ζήσουν τη ζωή τους και να μεγαλώσουν τις οικογένειές τους. Οι περισσότεροι Canberrans περνούν εξίσου ευχάριστα τον χρόνο τους συζητώντας για τους Raiders, την τοπική ομάδα ράγκμπι ή τις πυρκαγιές που άφησαν “πληγές” στα χωριά της νότιας ακτής της Νέας Νότιας Ουαλίας, όπου πολλοί περνούν τις διακοπές τους.

Κυπρίνοι

Κατά καιρούς, οι άνθρωποι με ρωτούν από πού ακριβώς στην Αυστραλία κατάγομαι. Συνήθως λαμβάνω ένα ιδιαίτερο βλέμμα όταν απαντώ και έχω νιώσει συχνά την ανάγκη να προσθέσω γρήγορα ότι ζω μακριά από εκεί εδώ και δεκαετίες.

Αυτή η αντίδραση μιλά από μόνη της για τη χαμηλή εκτίμηση της οποίας έχαιρε η Καμπέρα σε σχετικά καλές εποχές. Τώρα, τα πράγματα είναι σίγουρα χειρότερα.

Όταν ήμουν μικρός, η Burley Griffin, τεχνητή λίμνη η οποία έλαβε το όνομά της από τον αρχιτέκτονα που τη σχεδίασε, “μολύνθηκε” από ευρωπαϊκούς κυπρίνους. Οι ιστορίες για σκύλους που κυνηγούσαν τα ραβδιά που τους πετούσαν τα αφεντικά τους μέσα στη λίμνη, μόνο και μόνο για να δεχθούν επίθεση από αυτά τα “τερατώδη πλάσματα”, αφθονούσαν.

Το Canberra Fisherman’s Club φιλοξενεί την ετήσια ημέρα “Carp Out” όπου οι κάτοικοι στριμώχνονται στις όχθες της λίμνης προκειμένου να ψαρέψουν τα παράσιτά εντός της. Αν και αυτό το γραφικό υδάτινο σώμα γύρω από το οποίο συσσωρεύονται πολλά ομοσπονδιακά κτίρια φαίνεται “παρθένο” από μακριά, οι ντόπιοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι η μόλυνση κρύβεται ακριβώς κάτω από την επιφάνειά του.

Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί για την πόλη γύρω από τη λίμνη.