Την περασμένη Κυριακή, ο Ελληνοαυστραλιανός Πολιτιστικός Σύνδεσμος και ο Σύνδεσμος Ελλήνων Λογοτεχνών Αυστραλίας παρουσίασαν το νέο βιβλίο του Δρ. Χρήστου Φίφη με τίτλο «Ελληνοαυστραλιανά Διηγήματα». Συντονίστρια της παρουσίασης ήταν η Ρένα Φραγκιουδάκη και ομιλητές η Δρ. Μαρία Ηροδότου και ο Κωνσταντίνος Καλυμνιός
Τα βασικά σημεία της ομιλίας του κ. Καλυμνιού έχουν ως εξής:
«Έφτασε το Φθινόπωρο, όχι μόνο ως εποχή, αλλά και ως σύμβολο κάποιας εξέλιξης, για την ελληνική παροικία της Μελβούρνης. Το μαρτυρεί άλλωστε το εξώφυλλο.
Ο πύργος του Κέντρου Τέχνης της πόλεώς μας υψώνεται μπροστά μας, αεικίτρινο, το χρώμα της φθοράς, ενώ στο προσκήνιο τα κατακόκκινα φύλλα των δέντρων φαντάζουν έτοιμα να πέσουν.
Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε τον πύργο αυτό με τον πύργο της Βαβέλ εφόσον κατοικούμε στη μεγάλη Βαβέλ του Νότου όπου μιλιούνται πολυάριθμες γλώσσες, όπου συνυπάρχουν εκατοντάδες αφηγήσεις χωρίς αυτές να μοιράζονται ή να αλληλοεπηρεάζονται.
Πάντως, δεν υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία, ότι έρχεται ο Χειμώνας για την παροικία μας.
Αποτελούμενα από μια συλλογή μικρών διηγημάτων, στα «Ελληνοαυστραλιανά Διηγήματα», ο Δρ Φίφης συνεχίζει την παράδοση των προπατόρων της ελληνοαυστραλιανής λογοτεχνίας, του Αλέκου Δούκα και του Γιάννη Λίλλη, παρέχοντας ένα μωσαϊκό διαφορετικών αλλά θεματικά συνδεδεμένων στιγμιότυπων της ζωής της πρώτης γενιάς των Ελλήνων Αυστραλών μεταναστών, διερευνώντας όχι μόνο τον τρόπο με τον οποίο έχουν εγκλιματιστεί και εξοικειωθεί με τις νέες πραγματικότητές τους, αλλά επίσης, το σημαντικότερο, εξετάζοντας το παρασκήνιό τους, γιατί ως προεξέχων πολιτιστικός ιστορικός, ο Δρ Φίφης δείχνει μια μεγάλη ευαισθησία στη σημασία της κατανόησης του πλαισίου στο οποίο κάθε άτομο αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στην Αυστραλία, αξιολογώντας τις επιπτώσεις διαφόρων γεγονότων στην ψυχολογία τους, προκειμένου να αναλύσει και να αξιολογήσει συνάμα το πώς και κατά πόσο αυτά διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο, στην εμπειρία μετανάστευσης, πώς διαιωνίστηκαν ή επηρέασαν την ταυτότητα ή την ψυχοσύνθεση των ηρώων του, σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση. Αυτή η έμφαση στην ψυχολογία των πρωταγωνιστών του, χαρακτηρίζει πολλά από τα γραπτά του Δρ. Φίφη.
Έτσι, ο ιστορικός Χρήστος Φίφης μας δίνει μια εικόνα για το πώς οι πολιτικές διώξεις, ο εμφύλιος πόλεμος και η φτώχεια συνέχισαν να στοιχειώνουν τους Έλληνες μετανάστες στην Αυστραλία, για να μην πούμε το αυτονόητο, ότι εξακολουθούν να επιδρούν στις γενιές αυτές και στις μεταγενέστερες, ακόμη και μέχρι σήμερα και πώς αυτά τα υπόγεια ρεύματα σχημάτισαν σε μεγάλο βαθμό αδιαμφισβήτητα ρωγμές εντός του ευρύτερου ελληνοαυστραλιανού μεταναστευτικού λόγου.
Υπάρχει μια αίσθηση επείγουσας ανάγκης, μιας βιασύνης, για να μην πούμε ενός πανικού που εντείνει την πολυφωνία των «Ελληνοαυστραλιανών Διηγημάτων».
Κατά συνέπεια, θα πρέπει να αναδιπλωθούμε και να πούμε ότι θα ήταν ενδεχομένως λανθασμένο να ονομάσουμε το κάθε κομμάτι που περιλαμβάνει η συλλογή ως «διήγημα. Στην λιτή γραφή του συγγραφέα, δεν υπάρχει ανάπτυξη τρισδιάστατων χαρακτήρων, σχεδόν καμία απεικόνιση του τοπίου, ούτε λυρισμός ούτε λεκτική καλλιέργεια και επεξεργασία.
Αντιθέτως, θα ήταν πιο κατάλληλο να αντικαταστήσουμε τη λέξη Διηγήματα με τον όρο «αφηγήσεις», γιατί πρόκειται για απλά σκίτσα, σχεδιαγράμματα, σύντομες περιλήψεις, μια συλλογή από ζωές περιθωριακές, ζωές που βρίσκονται σε μεταβατικό στάδιο, καταγράφοντας με εντυπωσιακή δεξιοτεχνία και ευαισθησία, τη φευγαλέα παρουσία της πρώτης γενιάς, πριν το φως της σβήσει για πάντα.
Καθ’ όλη τη διάρκεια των αφηγημάτων, ο Δρ Φίφης μας ωθεί να συνειδητοποιήσουμε ότι οι ήρωές του περνούν από τη μνήμη στη λήθη και, κατά συνέπεια, επιδιώκει να διατηρήσει σε γενικές γραμμές τη μορφή και τη σημασία τους.
Με αυτόν τον τρόπο, και επειδή μιλάμε για λεκτικές σκιαγραφήσεις, δεν γνωρίζουμε πώς έμοιαζαν, δεν ακούμε τις φωνές τους, αλλά μέσω της πένας του συγγραφέα, μας παρέχεται πρόσβαση στον πλούσιο και πολλές φορές αντιφατικό συναισθηματικό τους κόσμο. Γι’ αυτό, οι περισσότερες από αυτές τις αφηγήσεις χρωματίζονται από την αίσθηση ότι τα άτομα που παρουσιάζει βρίσκονται πράγματι στο φθινόπωρο της ζωής τους, και φθίνοντας, πρόκειται να πέσουν από το ελληνοαυστραλιανό δέντρο.
Η προσέγγιση αυτή είναι βαρυσήμαντη και καινοτόμα: Θα μπορούσε να μας παρουσιάσει την όψη τους σε μορφή φωτογραφίας ή σε έκθεση, θα μπορούσε να μας αρθρώσει λόγο και ρητορική για την ιστορική τους σημασία.
Στην προκειμένη περίπτωση και σε μία εποχή υπερπληροφόρησης και παραπληροφόρησης, όπου οι αναγνώστες πλέον γίνονται θεατές και δεν επενδύουν το χρόνο της στη μελέτη του λόγου, ο Δρ Φίφης επιχειρεί κάτι άλλο: Την παρουσίαση των κύριων σημείων της ζωής αυτών των ανθρώπων ως σύμβολο της σημασίας της συλλογικής μας οντότητας.
Τα σύντομα σενάρια/στιγμιότυπα αποτελούν την αφετηρία για την αποχώρηση του συγγραφέα από τη ρεαλιστική και με πλοκοκεντρική λογοτεχνία που χαρακτηρίζει κατά κανόνα το έργο της πρώτης γενιάς Ελλήνων Αυστραλών συγγραφέων, το οποίο κατοικείται από Προμυθεϊκές μορφές και άτομα της δράσης και της ύλης, όπου η αφήγηση διαποτίζεται με νοσταλγία.
Παρ΄ότι τα «Ελληνοαυστραλιανά Διηγήματα» περιέχουν μια πληθώρα ρεαλιστικών λεπτομερειών, το επίκεντρο του έργου δεν είναι η ανάπτυξη μιας συγκεκριμένης πλοκής ή μιας συνεκτικής εξέλιξης, αλλά στην έκθεση πολλαπλών προοπτικών και στην εισαγωγή πληθώρα εμπειριών. Οι πρωταγωνιστές, εντυπωσιακά ενδοσκοπικοί και κάπως παθητικοί, δεν λειτουργούν ως επίκεντρα μιας αλληλουχίας γεγονότων.
Ενώ υπάρχει μια σειρά συμβολισμών στο έργο, σπάνια ορίζεται αυτή μέσω ρητών «κλειδιών» που οδηγούν στην αποκρυπτογράφηση ηθικών, ρομαντικών ή φιλοσοφικών ιδεών και ιδεολογιών.
Η σημασία των γεγονότων που εξελίσσονται εντοπίζεται συχνά στη μνήμη ή στον εσωτερικό προβληματισμό για αυτά που περιγράφονται. Αυτή η εστίαση του Δρ Φίφη στη σχέση μεταξύ της εμπειρίας, της μνήμης, της γραφής και της ριζοσπαστικής απομάκρυνσης από την εξωτερική πλοκή, υποδηλώνοντας μια προσέγγιση τύπου Προυστ για το χρόνο και τη μνήμη, θα μπορούσε να γίνει αναμφισβήτητα μόνο τώρα που η πρώτη γενιά αντιμετωπίζει τη δική της θνησιμότητα, δηλαδή το Φθινόπωρο όπου οι αυταπάτες της αιωνιότητας φθίνουν κι αυτές.
Έτσι, αν μη τι άλλο, η συλλογή αναμνήσεων που παρέχει ο Δρ Φίφης των μαχητών του αντάρτικου, των ηλικιωμένων γυναικών που αντιστέκονταν στον εξευγενισμό των εσωτερικών προαστίων της Μελβούρνης και έτσι καταλήγουν χωρίς κοινωνικό δίκτυο υποστήριξης και ολομόναχες, ζωντανά φαντάσματα μιας άλλης εποχής, των παιδιών που ξυλοκοπήθηκαν στο σχολείο επειδή ήταν Έλληνες, Ελλήνων μαθητών που ανακαλύπτουν και αναπτύσσουν την δική τους σεξουαλικότητα, των αυτοδημιούργητων επιχειρηματιών που αποφάσισαν να διασφαλίσουν την υστεροφημία τους δημιουργώντας Ινστιτούτα Ελληνικής Γλώσσας, των παλαίμαχων ηλικιωμένων μελών του «Δημόκριτου» που κάνουν μια συντροφική συζήτηση περί ιδεολογίας ενώ παίζουν πρέφα, ενσωματώνει και εκδηλώνει την αρχή της αποκοπής, όπου η ύπαρξη αμετάβλητα εμπεριέχει μια πολλαπλότητα προοπτικών και πολλαπλών όψεων για την πραγματικότητα, όπως αυτή σχετίζεται με τον ελληνο-Αυστραλιανή μεταναστευτικό λόγο.
Προφανώς, κατά την άποψη του Δρ Φίφη, αυτή η ιριδίζωση δεν επιλύεται ποτέ πλήρως σε μια ενιαία άποψη.
Κατά συνέπεια, είναι δυνατόν να προβάλλουμε από τη συλλογή του μια σειρά υποτιθέμενων και αποσυνδεδεμένων συγγραφέων: Ο αποδότης μιας κοινωνίας που λήγει, ο αποθέτης της αναμνήσεως, δημιουργώντας τον δικό του ρομαντισμό, την δική την κιβωτό του παρελθόντος. Γιατί αυτό πιστεύω ότι αποτελεί το κεντρικό μανιφέστο του Δρ Φίφη: ότι το έργο του μπορεί να ανακτήσει τον χαμένο χρόνο καθώς και τους χαμένους ανθρώπους και έτσι να τους σώσει από την καταστροφή, τουλάχιστον νοερά.
Η πράξη της γραφής και της ανάγνωσης των «Ελληνοαυστραλιανών Διηγημάτων» στην πραγματικότητα σημαίνει ότι η τέχνη υπερνικά την καταστροφική δύναμη του χρόνου.
Σχετικά με τα προαναφερθέντα, πρέπει να τεθεί το ερώτημα: Για ποιους θέλει ο Δρ Φίφης να περισώσει αυτόν τον μελλοθάνατο κόσμο; Γράφει στην ελληνική γλώσσα, σε έναν χώρο και χρόνο όπου τα αγγλικά έχουν ήδη διεισδύσει στην παροικία μας και έχουν ήδη αντικαταστήσει τα ελληνικά ως την κυρίαρχη γλώσσα του ελληνοαυστραλιανού λόγου.
Προφανώς, λοιπόν, δεν απευθύνεται στο έργο του στις τωρινές μεταγενέστερες γενιές της ελληνικής παροικίας, οι οποίες φαινομενικά αποτελούν το μέλλον αυτής της κοινότητας, εκτός αν αυτοί διατηρούν ακόμη γλωσσικές ικανότητες στα ελληνικά.
Μήπως αποτελεί το βιβλίο αυτό τότε ένα σύνολο μυστικιστικής γνώσης, διαθέσιμο μόνο σε εκείνους τους λίγους άξιους που έχουν τις απαραίτητες ικανότητες για να αποκρύψουν τα κρυφά μυστικά του και να γίνουν μύστες του σωτηρίου του κόσμου; Αν ισχύει αυτή η υπόθεση, ο συγγραφέας απαιτεί από τον αναγνώστη να υποβληθεί σε αρκετά μεγάλη γλωσσική και πνευματική προετοιμασία.
Αλλιώς, μήπως ο συγγραφέας, επιλέγοντας να διατηρήσει τις αναμνήσεις του χαμένου χρόνου στην ελληνική γλώσσα, επιχειρεί να αντιστρέψει ολόκληρη την εξέλιξη της μεταναστευτικής εμπειρίας και, αφαιρώντας την από το αυστραλιανό της πλαίσιο να την ταριχεύσει εντός ενός οριοθετημένου από τον ίδιο, ελληνικού κόσμου;
Κατά αυτήν την αντίληψη, μήπως ο Δρ Φίφης επιδιώκει να αρθρώσει μια προοπτική της ελληνικής μετανάστευσης και εγκατάστασης στην Αυστραλία ως δικαιωματικά αναπόσπαστό τμήμα της ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού;
Μέλημα άλλων, όχι του ίδιου, ή δημιουργία ενός αυστραλιανού πλαισίου για την αξιολόγηση της παραμονής μας εδώ. Το εάν αυτοί που δεν έχουν μεταναστευτικές εμπειρίες στην Αυστραλία θα ενδιαφερθούν αρκετά ή θα είναι σε θέση να εκτιμήσουν τις αναφορές του είναι ζήτημα που αφορά μελλοντικό ερευνητή.
Ωστόσο, οι κιβωτοί, της μνήμης ή του πολιτισμού παρουσιάζουν αυτή την ενδιαφέρουσα ιδιότητα. Έχουν κατασκευαστεί ώστε να αντέξουν τους Κατακλυσμούς και να παρέχουν αρκετά εφόδια ώστε να θρέψουν ή να αποτελέσουν τα θεμέλια για την ανασύσταση μετά από την καταστροφή.
Δεδομένου του ότι η ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης στην Αυστραλία έχει διαδραματιστεί σε διάφορα χρονικά κύματα που όπως μας έδειξε η πιο πρόσφατη Κρίση δεν έχουν υποχωρήσει ακόμη, η πεποίθηση του συγγραφέα είναι και σοφή, διότι πηγάζει από την βαθύτατη του γνώση της ελληνοαυστραλιανής ιστορίας στη οποία έχει εντρυφήσει και που αποτελεί το πιο σπουδαίο έργο της ζωής του.
Ο προσεκτικός αναγνώστης θα βρει ενσωματωμένες στα σύντομα χρονογραφήματα, γνωστές και άγνωστες προσωπικότητες της ελληνοαυστραλιανής παροικίας της Μελβούρνης.
Στις σελίδες του, ένας σχεδόν «παραδεισένιος», αγροτικός τρόπος ζωής, παραχωρεί τη θέση του στη Βιομηχανοποίηση της μεγάλης μητρόπολης του Νότου, με τις κοινωνικές επιπτώσεις του εξευγενισμού, της ασυνέπειας της επικοινωνίας και των αξιών λόγω της απώλειας γλώσσας και της κοινωνικής εξέλιξης. Το βιβλίο διακόπτεται απότομα με την απόφαση του γιου ενός από των πρωταγωνιστών του, ενός Ελληνοκύπριου που πολέμησε με τους Βρετανούς στο Ελ Αλαμέιν, να εξερευνήσει περαιτέρω την αξιοθαύμαστη ζωή του πατέρα του.
Η έκκληση του συγγραφέα είναι ξεκάθαρη: Καλούμαστε όλοι να αναζητήσουμε τους κρυμμένους πολύτιμους λίθους της εμπειρίας που είναι ενσωματωμένοι στις δικές μας οικογενειακές ιστορίες και να συμβάλλουμε στην οικοδόμηση μιας συλλογικής κιβωτού που θα είναι το αποθετήριο της μνήμης της ύπαρξής όλων μας ως ολοκληρωμένη οντότητα.
Για να γίνει αυτό, απαιτείται καθοδήγηση, ευαισθησία και γνώση. Αυτά είναι τα εργαλεία που ο Δρ Χρήστος Φίφης ταπεινά και με απόλυτο σεβασμό, θέτει στα χέρια μας, μέσω αυτού του έργου».