Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ για την ψήφο των Ελλήνων εκλογέων που βρίσκονται εκτός συνόρων, που άνοιξε ξανά μετά τον απαράδεκτο αιφνιδιασμό του Υπουργού Εσωτερικών, Μ. Βορίδη, αποκαλύπτει μεταξύ άλλων και μεγάλα ελλείμματα ενημέρωσης γύρω από το θέμα, αλλά και ευρύτερα γύρω από τη συγκρότηση του «κυρίαρχου λαού».
Κι επειδή καλό είναι τέτοιες συζητήσεις, για τόσο σοβαρά θέματα, να μη γίνονται πάνω σε λάθος βάσεις, καθώς τότε αφήνεται πεδίο δόξης λαμπρό σε όποιον θέλει να παίξει επικοινωνιακά παιχνίδια, ιδού :
1ον. Όλη η συζήτηση αφορά την άσκηση και όχι την κτήση του δικαιώματος εκλέγειν. Όποιος πάρει το αεροπλάνο και έρθει στην Ελλάδα, μπορεί να ψηφίσει, όπως και κάθε άλλος Έλληνας και Ελληνίδα πολίτης, εκεί που είναι εγγεγραμμένος/η.
2ον. Η Ελλάδα αποτελεί χώρα με μεγάλη Διασπορά σε σύγκριση με τον πληθυσμό της και –όπως όλες οι παρόμοιες χώρες διεθνώς– έχει να διαχειριστεί με τον βέλτιστο τρόπο την ισορροπία μεταξύ της διατήρησης των δεσμών της με αυτή τη διασπορά (και ειδικά την πιο πρόσφατη μετανάστευση της περιόδου της κρίσης, αλλά όχι μόνο) αφ’ ενός και του σεβασμού της δημοκρατικής βούλησης που εκφράζεται από τους πολίτες που ζουν μέσα στη χώρα αφ’ ετέρου.
3ον. Ο λόγος που εκφράζονται σε όλο τον κόσμο αντίστοιχες επιφυλάξεις (γι’ αυτό και έχουν διατυπωθεί συστάσεις και καλές πρακτικές από διεθνείς και εθνικούς φορείς γύρω από το θέμα, όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης και η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου) είναι διττός:
Αφ’ ενός μεν οι πολίτες που ζουν εκτός συνόρων διαμορφώνουν την άποψή τους για τα πολιτικά πράγματα της χώρας εμμέσως, ζώντας μια άλλη καθημερινότητα και πραγματικότητα.
Αφ’ ετέρου δε –ειδικά όσοι έχουν χαλαρούς ή μηδενικούς βιοτικούς δεσμούς με τη χώρα– επηρεάζονται ελάχιστα ή καθόλου από τις πολιτικές αποφάσεις που λαμβάνονται στη χώρα.
Ενόψει αυτών, θεωρείται εύλογο το να αναζητηθεί ένας τρόπος συμμετοχής τους στα πολιτικά πράγματα της χώρας καταγωγής τους, που να μη φτάνει μέχρι του σημείου να επιβάλουν τη δική τους θέληση, όταν είναι πολλοί και πολλές αριθμητικά και ψηφίζουν με αντίθετο τρόπο από τους εντός συνόρων, στους πολίτες που ζουν στη χώρα και τελικά υφίστανται τις συνέπειες.
4ον. Η Ελλάδα έχει επιπλέον δύο σημαντικές ιδιαιτερότητες: Στο επίπεδο του δικαίου της ιθαγένειας ισχύει το γνωστό πια «δίκαιο του αίματος», δηλαδή αποκτά την ελληνική ιθαγένεια οποιοσδήποτε κατάγεται –απεριόριστα– από Έλληνα ή Ελληνίδα πολίτη, χωρίς να χρειάζεται να έχει οποιαδήποτε άλλη, έστω και ελάχιστη σχέση με τη χώρα (διαβίωση σε αυτή, γνώση της ελληνικής γλώσσας, περιουσία ή οτιδήποτε άλλο).
Στο επίπεδο του εκλογικού δικαίου, δεν υπάρχει διαδικασία εγγραφής στον εκλογικό κατάλογο (λ.χ. αντίστοιχη με αυτή που γνωρίζουμε από χώρες όπως οι ΗΠΑ) ούτε προϋποθέσεις γι’ αυτό πέραν της συμπλήρωσης της νόμιμης ηλικίας, αφού κάθε Έλληνας/Ελληνίδα πολίτης είναι αυτοδίκαια δημότης κάποιου Δήμου της χώρας και, κατ’ επέκταση, εκλογέας.
5ον. Ενόψει των παραπάνω, όπως και στις άλλες χώρες με εκτεταμένη Διασπορά, στην Ελλάδα έχουν εξεταστεί και κατά καιρούς προταθεί δύο κατηγορίες περιορισμών, ως το βέλτιστο σημείο ισορροπίας μεταξύ των δύο στόχων που προαναφέρθηκαν:
*Η πρώτη κατηγορία περιορισμών αφορά το πρόσωπο του/της εκλογέα: Πρόκειται για διάφορες προϋποθέσεις άσκησης του εκλογικού δικαιώματος από μακριά, όπως ιδίως η ύπαρξη περιουσίας ή οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα, η παραμονή για κάποιο χρονικό διάστημα στη χώρα κ.ο.κ.
Οι προϋποθέσεις αυτές αποτελούν ενδείξεις της ύπαρξης ουσιαστικού (και όχι απλώς συναισθηματικού) δεσμού με τη χώρα καταγωγής.
*Η δεύτερη κατηγορία περιορισμών αφορά το περιεχόμενο της ψήφου των εκλογέων του εξωτερικού: Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, ανεξάρτητα από το σε ποιον αναγνωρίζεται το σχετικό δικαίωμα, οι ψήφοι όσων ζουν στο εξωτερικό και ψηφίζουν από εκεί μπορεί να μην προσμετρώνται για την εξαγωγή του γενικού αποτελέσματος της Επικράτειας (άρα να μην ορίζουν τελικά τη δύναμη των κομμάτων στη Βουλή και, κατ’ επέκταση, την κυβέρνηση), αλλά αποκλειστικά και μόνο για την εκλογή ορισμένου –σχετικά μικρού– αριθμού βουλευτών που θα εκπροσωπούν τους απόδημους.
6ον. Διαφορετικές εκδοχές των παραπάνω κατηγοριών αποτυπώνονται σε όλες τις προτάσεις που έχουν μέχρι σήμερα διατυπωθεί, είτε από κόμματα είτε από άλλους φορείς.
Η πρώτη εκδοχή, αυτή της επιβολής περιορισμών ως προς το ποιος μπορεί να ψηφίσει από το εξωτερικό, ώστε να εξασφαλίζεται μία minimum σχέση με τη χώρα, είναι αυτή που υιοθετήθηκε τελικά στον νόμο 4648/2019, που εισηγήθηκε η ίδια η σημερινή κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, έχοντας εξασφαλίσει και σχεδόν διακομματική συναίνεση, που αποτυπώθηκε στην πλειοψηφία με την οποία υπερψηφίστηκε ο νόμος αυτός στη Βουλή.
7ον. Ιδιαίτερη σημασία – και πολιτική, αλλά και νομική – έχει σε ρυθμίσεις που αφορούν θέματα όπως το συγκεκριμένο το ζήτημα της διαβούλευσης και της συναίνεσης.
Για το λόγο αυτό, εξάλλου, ο συνταγματικός νομοθέτης απαιτεί πλειοψηφία των 2/3 του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή τη θετική ψήφο 200 βουλευτών, όχι απλώς για να ισχύσει από τις επόμενες εκλογές (όπως συμβαίνει για το εκλογικό σύστημα), αλλά για να θεωρηθεί ότι μια τέτοια ρύθμιση υπερψηφίστηκε.
Με άλλα λόγια, αν δεν λάβει 200 ψήφους, η ρύθμιση αυτή θεωρείται ότι καταψηφίστηκε και δεν ισχύει ποτέ.
8ον. Αυτή η διαδικασία ακολουθήθηκε μέχρι τώρα. Συγκεκριμένα, από τότε που το θέμα της ψήφου των εκτός Επικρατείας εκλογέων ήρθε στην επικαιρότητα, εν μέρει λόγω και του braindrain, κατά την περίοδο 2017/2018 μέχρι και τη ψήφιση του νόμου που ισχύει σήμερα, είχε γίνει εκτεταμένη διαβούλευση μεταξύ των πολιτικών κομμάτων :
*Πρώτον, στο πλαίσιο της διαδικασίας της συνταγματικής αναθεώρησης, όπου η τότε πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ είχε καταθέσει συγκεκριμένη πρόταση για την εκλογή βουλευτών αποδήμων ανά εκλογική περιφέρεια (Αμερική, Ωκεανία κ.ο.κ.) από ενιαία λίστα, ακολουθώντας δηλαδή τη λογική της δεύτερης κατηγορίας περιορισμών (ως προς το περιεχόμενο της ψήφου και όχι ως προς το πρόσωπο του εκλογέα).
*Δεύτερον, με νομοθετική ρύθμιση της τότε κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ συγκροτήθηκε το 2018 ειδική επιτροπή στο Υπουργείο Εσωτερικών, με τη συμμετοχή συνταγματολόγων, πολιτικών επιστημόνων, υπηρεσιακών στελεχών από όλο το πολιτικό φάσμα, με εκπροσώπηση και της Γ.Γ. Απόδημου Ελληνισμού, της Ε.Γ. Ιθαγένειας και του Συνηγόρου του Πολίτη.
Για τις εργασίες της Επιτροπής αυτής είχε ενημερωθεί σε ειδική της συνεδρίαση και η Ειδική Επιτροπή της Βουλής.
Η Επιτροπή αυτή είχε επίσης καταλήξει σε πρόταση νομοθετικής ρύθμισης σε παρόμοια λογική, με περιορισμούς ως προς το περιεχόμενο της ψήφου και όχι ως προς τους εκλογείς, προβλέποντας την εκλογή ενός συγκεκριμένου αριθμού 3-12 βουλευτών από τους εκλογείς εξωτερικού, χωρίς άλλη επίδραση της ψήφου τους στο γενικό αποτέλεσμα της Επικράτειας.
*Τρίτον, το πόρισμα αυτό, που δεν πρόλαβε να κατατεθεί στη Βουλή λόγω των εκλογών του 2019 που μεσολάβησαν. υιοθετήθηκε από την Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ και κατατέθηκε ως πρόταση νόμου το φθινόπωρο του 2019. Την ίδια περίοδο κατατέθηκε πρόταση νόμου και του Μερα25.
*Ο νόμος που τελικώς κατέθεσε η Νέα Δημοκρατία και ψηφίστηκε με την ευρεία πλειοψηφία που απαιτεί το Σύνταγμα (ν. 4648/2019) τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, υπήρξε αποτέλεσμα διακομματικής συμφωνίας, που διαμορφώθηκε μετά από επάλληλες συνεδριάσεις διακομματικής επιτροπής.
9ον. Τι γίνεται σήμερα; Πρώτα απ’ όλα, σε επίπεδο ουσίας, η κυβέρνηση –αντιφάσκοντας με τον εαυτό της και καταργώντας το δικό της νόμο– έρχεται να καταργήσει και τους ελάχιστους περιορισμούς που είχαν προβλεφθεί στον νόμο αυτό.
Ελάχιστοι, αφού αυτό που απαιτείται είναι η υποβολή φορολογικής δήλωσης (έντυπα Ε1, Ε3 ή Ε9) το τρέχον ή το προηγούμενο έτος (εξαιρουμένων των προστατευόμενων μελών κάτω των 30 ετών, που δεν χρειάζεται να πληρούν την προϋπόθεση αυτή) και η διαμονή στην Ελλάδα για τουλάχιστον δύο χρόνια αθροιστικά μέσα στην τελευταία 35ετία.
Και το κάνει αυτό με έναν απαράδεκτο αιφνιδιασμό, χωρίς καμία ενημέρωση των κομμάτων και τη στιγμή που ήδη εκκρεμούσε από τον Οκτώβριο η σύγκληση της ειδικής Διακομματικής Επιτροπής που ήταν αρμόδια να εποπτεύσει την εφαρμογή του νόμου αυτού και την πορεία της εγγραφής στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους εξωτερικού των ενδιαφερομένων, ανατρέποντας την επιτευχθείσα συναίνεση, μόλις ενάμιση χρόνο μετά και χωρίς να έχει εφαρμοστεί και δοκιμαστεί ο νόμος.
10ον. Γιατί το κάνει αυτό; Ανεξάρτητα από άλλου είδους εκτιμήσεις και στοχεύσεις (λ.χ. την ύπαρξη διαφορετικών «γραμμών» εντός του κυβερνώντος κόμματος και χρησιμοποίηση της νομοθετικής πρωτοβουλίας Βορίδη ως αντιστάθμισμα προς ένα πιο συντηρητικό τμήμα του που δυσαρεστείται με την υπερψήφιση λ.χ. των μνημονίων συνεργασίας με τη Β.
Μακεδονία κατ’ εφαρμογήν της Συμφωνίας των Πρεσπών), η κίνηση αυτή αποτελεί ομολογία αποτυχίας, όπως κι αν επιχειρείται να παρουσιαστεί.
Η κυβέρνηση επένδυσε επικοινωνιακά στους Έλληνες του εξωτερικού και στην εξ αποστάσεως συμμετοχή τους στις εκλογές – χωρίς καμία ουσιαστική πολιτική για την ομογένεια και τα δικά της θέματα και προβλήματα.
Τώρα, που αντιλήφθηκε ότι το πραγματικό ενδιαφέρον είναι πολύ χαμηλότερο από τις προσδοκίες που επικοινωνιακά είχε καλλιεργήσει, επιχειρεί να διαμορφώσει την εντύπωση ότι φταίει το θεσμικό πλαίσιο, ενώ κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση διέρρεε στον τύπο πληροφορίες για 800.000 εκλογείς του εξωτερικού, η ίδια σε απάντησή της σε πρόσφατη κοινοβουλευτική ερώτηση, με βάση τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, έκανε λόγο για 120.000 Έλληνες του εξωτερικού που ήδη έχουν –βάσει του ισχύοντος νόμου– δικαίωμα να εγγραφούν στους εκλογικούς καταλόγους εξωτερικού, ενώ οι αιτήσεις που έχουν μέχρι στιγμής κατατεθεί, σύμφωνα επίσης με όσα έχουν διαρρεύσει στον τύπο, δεν ξεπερνούν τις λίγες εκατοντάδες. Μόνο που το φαινόμενο αυτό είναι κυρίως πολιτικό, δεν οφείλεται σε νομικά εμπόδια.
*Η Δανάη Κολτσίδα είναι διευθύντρια του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς.