Στην Ελλάδα, θα ακουγόταν ως ένα επάγγελμα από το μακρινό μέλλον: ένας άνθρωπος, του οποίου η δουλειά είναι να εκπαιδεύει δημοσίους υπαλλήλους για το πώς μπορεί η εργασία τους να βελτιώσει την κοινωνία. Ο κ. Γκάρι Μπανκς, πρώην πρόεδρος της Επιτροπής Παραγωγικότητας της Αυστραλίας και νυν πρύτανης της Σχολής Διακυβέρνησης Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας, που πήγε πρόσφατα στην Αθήνα για να δώσει μια διάλεξη προσκεκλημένος της αυστραλιανή πρεσβείας στην Αθήνα, ειδικεύεται ακριβώς σε αυτό. Δεν είναι τυχαίο ότι η Αυστραλία διακρίνεται σε αυτόν τον τομέα, καθώς και στις μεταρρυθμίσεις που οδήγησαν σε μια δυναμική και υγιή οικονομία. Ούτε είναι συγκυριακό ότι οι Αυστραλοί απολαμβάνουν υψηλότατο επίπεδο διαβίωσης.
Ευγενής, χαμογελαστός και έτοιμος να απαντήσει με υπομονή και σαφήνεια σε κάθε ερώτημα –πώς άλλωστε να μην έχουμε αρκετές απορίες για το θέμα που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της ελληνικής επικαιρότητας;– ο κ. Μπανκς κάθεται αναπαυτικά στον καναπέ της φιλόξενης οικίας της πρέσβειρας Τζένης Μπλούμφιλντ. Η επίσκεψή του ήταν «φορτωμένη» και έτσι το γεύμα μας περιορίστηκε σε καφέ και κουλουράκια. «H πρώτη φορά που ήρθα στην Ελλάδα ήταν το 1976, μαζί με τη γυναίκα μου. Περάσαμε εκπληκτικές διακοπές στην Κρήτη. Μας άρεσε τόσο πολύ, που ξαναήρθαμε και μάλιστα φέραμε και τα παιδιά μας για να τους δείξουμε την Ακρόπολη», ήταν τα πρώτα του λόγια. «Η Αυστραλία είναι μια χώρα που φτιάχτηκε από εποίκους. Οι δικοί μου πρόγονοι ήταν Άγγλοι, Ιρλανδοί και Γάλλοι. Έχουμε μια ιστορία μερικών εκατοντάδων ετών. Αυτός είναι ο λόγος που αισθάνομαι δέος όταν έρχομαι στην Ελλάδα και βλέπω αυτά τα μνημεία που χτίστηκαν αιώνες πριν».
Ο κ. Μπανκς γνωρίζει πως από τότε που η κρίση έπληξε την οικονομία μας, πολλοί Έλληνες βλέπουν την Αυστραλία, που έχει σταθερότητα και ανάπτυξη, ως τόπο στον οποίο θα μπορούσαν να αναζητήσουν καλύτερη τύχη. Τον ρωτάμε πώς θα περιέγραφε τη χώρα του σε κάποιον που δεν έχει πάει ποτέ. «Θα ξεκινούσα από τους ανθρώπους. Είναι ζεστοί και ανοιχτοί στην επικοινωνία. Αισθάνονται ότι είναι ίσοι μεταξύ ίσων, καλοδέχονται τους ξένους διότι, όπως σας είπα, όλοι έχουμε μεταναστευτικό παρελθόν. Ακόμα και σήμερα το ένα τέταρτο του πληθυσμού, δηλαδή περίπου πέντε εκατομμύρια άτομα, δεν έχει γεννηθεί στο κράτος μας. Το κλίμα είναι ευχάριστο, όπως και στην Ελλάδα. Με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι η Αμερική, η Αυστραλία είναι μια χώρα ευκαιριών. Αυτό θα σας πουν και τα μέλη της πολυπληθούς και δυναμικής ελληνικής κοινότητας της Μελβούρνης και άλλων πόλεων. Οι Έλληνες ήρθαν ως ανειδίκευτοι εργάτες το ’60 και κατάφεραν να ενσωματωθούν, να ανοίξουν επιχειρήσεις, να κάνουν καλές οικογένειες. Τώρα καμαρώνουν τα παιδιά και τα εγγόνια τους που έχουν γίνει επιτυχημένοι επαγγελματίες. Σήμερα, η Αυστραλία εξακολουθεί να δέχεται μετανάστες, αλλά με τον όρο ότι πρόκειται για ανθρώπους με μόρφωση και επιστημονική ή επαγγελματική εξειδίκευση σε συγκεκριμένους κλάδους».
ΒΑΣΙΚΗ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ
– Υπάρχει αυστραλιανό όνειρο;
– Ναι, με τη διαφορά ότι όσοι ξένοι ζουν στην Αυστραλία ίσως δεν έχουν ως προτεραιότητα την οικονομική επιτυχία, αλλά το να γίνουν μέλη μιας ευρύτερης κοινότητας. Αυτό, βεβαίως, ήταν κυρίαρχο μέχρι το 1990. Από εκεί και πέρα, αρχίσαμε και εμείς να επηρεαζόμαστε ίσως από τον αμερικανικό τρόπο ζωής και τις επιταγές του. Ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις. Αν πάμε στο παρελθόν, όταν η Αυστραλία ήταν το κάτεργο για τους Άγγλους και τους Ιρλανδούς κρατούμενους, θα δούμε ότι αναπτύχθηκε στην απομακρυσμένη μας ήπειρο η πεποίθηση ότι μπορούμε να φροντίσουμε μόνοι μας τις υποθέσεις μας και ότι πρέπει να έχουμε πίστη στην κοινότητα για να τα βγάλουμε πέρα. Επίσης, τότε θεμελιώθηκε στην εθνική μας συνείδηση και η αίσθηση ότι οι αρχές υπάρχουν για να εξυπηρετούν τον πολίτη και όχι το ανάποδο. Οι κυβερνήσεις έρχονται και φεύγουν. Όμως, το ανθρώπινο κεφάλαιο που εργάζεται στη Δημόσια Διοίκηση παραμένει στη θέση του και πρέπει να χαίρει της εμπιστοσύνης των πολιτών. Έχουμε αναπτύξει μια ιδιόμορφη παράδοση στην πολιτική ζωή της χώρας. Ό,τι και να πιστεύουν οι Αυστραλοί για τους πολιτικούς –σε πολλές δημοσκοπήσεις καταγράφονται αρνητικά συναισθήματα–, τρέφουν σεβασμό για τη Δημόσια Διοίκηση. Ο λόγος είναι απλός: κάνει καλά τη δουλειά της. Υπάρχει εντιμότητα, διαφάνεια, αποτελεσματικότητα και διάθεση να επιλύσουμε όποιο πρόβλημα ενσκήψει από την επαφή του πολίτη με τις δημόσιες υπηρεσίες.
Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΩΝ ΑΡΧΙΣΕ ΑΠΟ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’80
Το προηγούμενο πόστο του κ. Μπανκς ήταν στην Επιτροπή Παραγωγικότητας, έναν ανεξάρτητο συμβουλευτικό φορέα της κυβέρνησης. «Η δουλειά μου δεν ήταν μόνο να μελετώ τους οικονομικούς δείκτες. Προσπαθούσαμε να δούμε με ποιον τρόπο η οικονομική ανάπτυξη θα αγγίξει όσο το δυνατόν μεγαλύτερα στρώματα της κοινωνίας, ποια θα είναι η προστιθέμενη αξία για τη χώρα μας, που δεν θα μείνει στην αύξηση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, αλλά θα αφορά τη συνολική ποιότητα ζωής των Αυστραλών. Όμως, ισχύει και το αντίστροφο: μια ακμάζουσα κοινωνία στηρίζεται σε μια δυναμική οικονομία. Αν η τελευταία καταρρέει, τότε είναι σαφές ότι θα δημιουργηθούν συγκρούσεις και ανατροπές. Το χειρότερο είναι η απώλεια του σπουδαίου ανθρώπινου κεφαλαίου, χωρίς το οποίο μια χώρα δεν μπορεί να ορθοποδήσει. Μία από τις μεγαλύτερες διαπιστώσεις για την Αριστερά στην Αυστραλία είναι ότι καμιά κυβέρνηση –όσο προοδευτική και αν είναι– δεν μπορεί να κάνει αναδιανομή πλούτου, αν αυτός δεν έχει παραχθεί. Δεν μπορούμε να έχουμε ισότητα χωρίς παραγωγικότητα. Είναι δύο έννοιες αλληλοσυμπληρωματικές. Στην Επιτροπή ξέραμε ότι η αποτελεσματικότητα των δημοσίων υπηρεσιών ενισχύει την παραγωγικότητα της κοινωνίας, την βοηθάει να δουλεύει καλύτερα, σαν ένα καλολαδωμένο γρανάζι σε μια μηχανή».
Από τις θέσεις στις οποίες εργάστηκε, ο κ. Μπανκς παρακολούθησε στενά την απόπειρα της Αυστραλίας να αλλάξει την οικονομία της έτσι ώστε να γίνει πιο ανταγωνιστική. Τα αποτελέσματα εκείνης της προσπάθειας φάνηκαν αργότερα και ιδιαίτερα σήμερα, καθώς η χώρα είναι μαγνήτης για μορφωμένους, δημιουργικούς ανθρώπους, που έχουν όραμα. Οι αλλαγές στο οικονομικό φάσμα δεν ήρθαν ούτε εύκολα ούτε χωρίς αντιδράσεις. Όμως, τελικά μεγάλο μέρος των κοινωνικών δυνάμεων ομονόησε μπροστά στο κοινό καλό. Ο συνομιλητής μας εξηγεί πώς έγινε αυτό:
«Η εποχή των μεταρρυθμίσεων ξεκίνησε νωρίς, το ’80 και κορυφώθηκε το ’90, είχε πολλά κύματα. Πρώτα αφαιρέσαμε κάποιους περιορισμούς που αφορούσαν τις εισαγωγές και την κίνηση κεφαλαίων, καθώς υπήρχε προστατευτισμός και έπρεπε να ανοιχτούμε στον διεθνή ανταγωνισμό. Ύστερα προχωρήσαμε στην αναδιαμόρφωση του τρόπου λειτουργίας ορισμένων ΔΕΚΟ, που ήταν κρατικά μονοπώλια και είχαν μεγάλο κόστος για την οικονομία μας. Έγιναν επίσης αλλαγές στην αγορά εργασίας. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, εστιάσαμε στο ανθρώπινο δυναμικό της χώρας μας. Επενδύσαμε στην επιμόρφωση, στη δημιουργικότητα και στην αποτελεσματικότητα».
ΚΑΘΕ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΠΑΤΑΕΙ ΠΑΝΤΑ ΣΤΗ ΝΟΟΤΡΟΠΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
– Τελικά, υπάρχει κάποια μέθοδος που μπορεί να κάνει τις αλλαγές πιο καλοδεχούμενες από το κοινωνικό σύνολο; Γιατί στην Αυστραλία επικράτησε ο κοινός νους και εδώ στην Ελλάδα μια μικρή ή μεγάλη μερίδα των επαγγελματιών ξεσηκώνεται και πολεμάει εναντίον οποιασδήποτε μεταρρύθμισης;
– Δεν νομίζω ότι οι συμπολίτες μου είχαν μεγαλύτερη διάθεση να αγκαλιάσουν το καινούργιο. Όμως, η κυβέρνηση έκανε δουλειά υποδομής στον τομέα των διαδικασιών της αλλαγής, έτσι ώστε να μη γίνονται πίσω από την πλάτη της κοινωνίας, αλλά με τη βοήθειά της. Οι πολίτες ένιωθαν ότι έπαιρναν μέρος σε έναν ουσιαστικό δημόσιο διάλογο και πως οι αρχές σέβονταν τις επιφυλάξεις τους.
– Ωραίο ακούγεται. Πρακτικά, όμως, πώς έγινε;
– Καθήκον της Επιτροπής Παραγωγικότητας ήταν να ενημερώνει τους πολίτες. Δεν εννοώ να τους πληροφορεί για το τι θα γίνει εάν εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις, αλλά και για το ποια θα ήταν η πορεία της οικονομίας εάν δεν γίνονταν. Με ποιον τρόπο θα επηρεάζονταν τα πράγματα και πώς αυτή η αλυσίδα των αλλαγών θα έφτανε ώς την καθημερινότητα του πολίτη, την οικονομική του κατάσταση κ.λπ. Κάναμε πολλές δημοσκοπήσεις, δώσαμε την ευκαιρία στους Αυστραλούς να μιλήσουν. Δεν θα πω ότι όλα ήταν αναίμακτα και ότι δεν υπήρχαν αντιδράσεις, λες και ως διά μαγείας εμφανίστηκε η συναίνεση. Όμως, με τον καιρό, με τις σωστές διαδικασίες, με υπομονή και κυρίως με εμπιστοσύνη, προχωρήσαμε μπροστά. Ίσως, πάντως, το μεγαλύτερο μυστικό είναι ότι όλα έγιναν μελετημένα, με σχέδιο. Μας πήρε πολλά χρόνια να κάνουμε τις αλλαγές, δεν έγιναν σε ένα βράδυ ούτε με ένα νομοσχέδιο. Καμιά κοινωνία δεν θα δεχθεί μεταρρυθμίσεις εάν δεν αντιληφθεί ότι υπάρχει πρόβλημα, εάν δεν κατανοήσει γιατί αυτό δημιουργήθηκε και δεν οραματιστεί πως εάν λυθεί, τότε τα πράγματα θα είναι καλύτερα. Στην Αυστραλία βοήθησε και κάτι ακόμα: σε πολιτικό επίπεδο είμαστε συνομοσπονδία και χρειάζεται πολλή συζήτηση στη Βουλή για να περάσουν τα νομοσχέδια, έχουμε μάθει να χτίζουμε τη συναίνεση. Επίσης, κάθε οικονομική αλλαγή πατάει πάντα σε πολιτιστικό υπόβαθρο, στη νοοτροπία του κόσμου. Σε κάθε Αυστραλό, λοιπόν, υπάρχει καλή θέληση, κοινός νους και διάθεση για βοήθεια είτε προς ένα άλλο άτομο είτε σε μια ομάδα. Θα σας διηγηθώ ένα αστείο περιστατικό. Έχω ζήσει κάποια χρόνια στην Ελβετία. Ένα βράδυ, γνώρισα ένα ζευγάρι Ελβετών που είχαν πάει ταξίδι στη χώρα μου. Τους ρώτησα πώς τους φάνηκε. Μου είπαν ότι χάλασε το αυτοκίνητό τους και όλοι στον δρόμο σταματούσαν να τους ρωτήσουν τι έγινε. Η υπερπροσφορά βοήθειας τους έφερε σε δύσκολη θέση. Δεν μπορούσαν να το διαχειριστούν, ένιωθαν εκτεθειμένοι και ανίκανοι. Αντίστοιχα, μια μέρα χάλασε το αυτοκίνητο της γυναίκας μου στο τούνελ του Μονμπλάν. Για ώρες δεν σταματούσε κανείς να βοηθήσει. Ώσπου κάποια στιγμή ήρθε ένας Χριστιανός και ρώτησε τι συμβαίνει. Ήταν Αυστραλός!
– Και τι πιστεύει ο μέσος Αυστραλός για τους πολιτικούς;
– Σε μια δημοσκόπηση που έγινε για την εμπιστοσύνη που δείχνουν οι πολίτες σε διάφορες ομάδες επαγγελματιών, οι πολιτικοί ήταν χαμηλά. Στο επίπεδο που ήταν και οι πωλητές προϊόντων στη μικρή οθόνη. Σε αντίθεση με τους πολιτικούς, οι Αυστραλοί τρέφουν εκτίμηση για τη Δημόσια Διοίκηση. Ούτε βέβαια και αυτή οικοδομήθηκε σε μία ημέρα. Έχουμε παράδοση στο καλό διοικητικό σύστημα. Υπάρχει διαφάνεια, οργανωτικότητα, χωρίς κρούσματα διαφθοράς. Οι θεσμοί λειτουργούν, η αξία της κοινωνικής προσφοράς είναι στην καθημερινότητά μας. Προσωπικά, πρέπει να πω ότι είχαμε καλές πολιτικές ηγεσίες, πεφωτισμένες και ικανές, που οδήγησαν τη χώρα σε καλό δρόμο. Αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα, πολλές μεταρρυθμίσεις θα είχαν μείνει στη μέση όταν μια κυβέρνηση έφευγε από την εξουσία. Το σπουδαιότερο πράγμα στην πολιτική δεν είναι τι θα γίνει, αλλά πώς θα γίνει. Οι πολιτικοί που λύνουν επιτυχώς το πώς αφήνουν την σφραγίδα τους…
Σήμερα, ο κ. Μπανκς είναι επικεφαλής στη Σχολή που εκπαιδεύει τους ανώτερους δημοσίους λειτουργούς της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας, διευρύνοντας τις ικανότητές τους και δίνοντας τη δυνατότητα μεταπτυχιακών σπουδών και σεμιναρίων. «Το να είσαι δημόσιος υπάλληλος σε οποιαδήποτε βαθμίδα σημαίνει ότι είσαι σημαντικός για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας όπου ζεις. Έχεις νευραλγικό ρόλο. Ακόμα και αν κάνεις κάτι μικρό, έχει σημασία πόσο καλά το κάνεις. Αυτή είναι η φιλοσοφία μας. Όσο για τα στελέχη που έχουν μεγαλύτερες θέσεις, προέχει να καταλάβουν ότι είναι και εκείνοι ηγέτες με τον τρόπο τους και πρέπει να φέρονται με υπευθυνότητα και ευαισθησία. Και η πολιτεία από την πλευρά της κάνει τα πάντα για να επιλέξει τους καλύτερους για τα πόστα αυτά, να τους δώσει εφόδια και αυτοπεποίθηση».
Έφυγα από την κατοικία της πρέσβειρας με μια βαθιά μελαγχολία για το χάος που χωρίζει τις δύο χώρες. Από την άλλη, σκέφτηκα ότι αν χαλούσε το αυτοκίνητό μου στον δρόμο της επιστροφής, κάποιος θα σταματούσε για να με βοηθήσει…