Η Αγγελική Ιωαννίδου-Βογδάνη, μου εμπιστεύτηκε να θέσω ένα μικρό λιθαράκι σ’ αυτή τη γιορτή και την ευχαριστώ.
Σε μια γιορτή που εναποθέτει την πραμάτεια της, όχι βέβαια προς άγραν πελατών. Τουναντίον. Είναι μια κατάθεση ψυχής.
Μέσα από τη δική της πορεία και με απόλυτο σεβασμό, με ήθος και ύφος, αναδεικνύεται η οδύσσεια της μαζικής μετανάστευσης.
Μας ταξιδεύει μέσα από κακοτράχαλα όρη, δύσβατα μονοπάτια, στενωπούς ατραπούς ως ένα ελπιδοφόρο ξέφωτο.
Το γνωρίζουμε άλλωστε «από πρώτο χέρι» για να χρησιμοποιήσω τα λόγια της ίδιας της ποιήτριας.
Πότε εδώ και πότε εκεί και πότε, ούτε εδώ ούτε εκεί.
Χαρακτηριστικά της γραφής της, ο νόστος, ο πόνος, ο σπαραγμός, η πάτρια γη, η βαθιά θρησκευτικότητά της, δεν έχει αφήσει καντήλι άσβηστο, το χιούμορ, ο σαρκασμός, ο αυτοσαρκασμός, χαρακτηριστικά άλλωστε ημών των βορείων, η προσήλωση στις παραδόσεις, οι αρχές της οικογένειας και τα προσωπικά της συναισθήματα που αποδίδονται μ’ έναν λυρισμό που καθηλώνει, αλλά και η αποδοχή και η προσαρμογή σ’ έναν άλλο τρόπο ζωής.
Η Αγγελική δεν διακατέχεται από έπαρση ποιητικής δημιουργίας. Εγώ, λέει είμαι του δημοτικού, το λέει και το επαναλαμβάνει με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια και υποδειγματική ταπεινότητα. Εγώ, δεν γνωρίζω από μέτρο και τ’ άλλα τερτίπια της ποίησης.
Και όμως, ο ποιητικός της λόγος, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, άλλα μαρτυρεί. Ειλικρινά, δυσκολεύτηκα να επιλέξω, τι θα έπρεπε να διαβάσω για σας, μιας και είναι αυτή η αποστολή μου εδώ σήμερα.
Μια πρώτη προσέγγιση εντοπίζεται στον τίτλο, της ανά χείρας μας ποιητικής συλλογής, βαθυστόχαστος, φιλοσοφημένος και ίσως θέμα μεταπτυχιακής μελέτης. Θα τολμούσα δε να τον παραληρήσω με το «Λέγε με Αιμίλιο» του Έλληνα αρχιδικαστή Αιμίλιου Κύρου.
Στον τίτλο συνυπάρχουν τόσο η κυριολεκτική όσο και η μεταφορική έννοια. Η ποιήτρια ξεκλειδώνει τους κωδικούς στις σελίδες 11, 12, 13, 145 και 146.
Στο περιδιάβασμά μας, αυτό που κυριαρχεί και σε όλες του τις εκφάνσεις, είναι ο νόστος. Τραγικές φιγούρες βγαλμένες, όχι από αρχαίες τραγωδίες, αλλά από σύγχρονες τραγωδίες. Η Μάνα και ο Πατέρας.
Η Μάνα, που έχασε τα λογικά της για να βρει τη λύτρωση στη λησμονιά, να μη θυμάται αν υπάρχει κάπου η κόρη της ή αν την έθαψε ζωντανή, ενώ ο πατέρας δεν άντεξε τον διπλό πόνο και δραπέτευσε, έφυγε νωρίς στα 49 του.
Η γιαγιά, από την άλλη πιο ανθεκτική, πιο φιλοσοφημένη, πιο προσγειωμένη ζει και ελπίζει.
Από τις σελίδες 15, 25, 28, 30, και 31 διαβάζουμε κάποια αποσπάσματα. Τον σπαραγμό όμως αυτόν της κόρης ποιος θα τον αντέξει και ποια δύναμη θα την οπλίσει να σύρει πάλι τα βήματά της πίσω στο Νότο εκεί που το καθήκον την καλεί.
Στη σελίδα 53 μονολογεί και λέει.
Το πατριωτικό παραλήρημα από την άλλη δεν μας αφήνει περιθώρια να την ενοχοποιήσουμε ότι διακατέχεται από τοπικιστικό πνεύμα. Να το κάνουμε όμως εμείς, έτσι για να αποδώσουμε στο ελάχιστο τις ιστορικές καταβολές του τόπου της και του δικού μου συμπτωματικά.
Από τις σελίδες 34, 35, 40 και 41 διαβάζουμε ιστορικά στιγμιότυπα.Τα προσωπικά της συναισθήματα συνειδητά ή υποσυνείδητα τα εμπιστεύεται στο ζέφυρο, σ’ έναν άνεμο δυτικό, γιατί άραγε δυτικό, και με ένα λυρισμό που συνεπαίρνει, σε ταξιδεύει και σένα ίσως σε καιρούς αλαργινούς.
Από τη σελίδα 56 διαβάζουμε σχετικό ποίημα χωρίς παρεμβάσεις.
Η ποιήτρια κάνει σχετική αναφορά στον «Γέροντα» όπως αποκαλεί τον Αυγουστίνο Καντιώτη, ο οποίος ως Μητροπολίτης στη Φλώρινα άφησε βαθιά τα χνάρια του.
Τον γνώριζα αρκετά καλά. Ζούσαμε στην ίδια πόλη. Υπήρξε στις αρχές του άτεγκτος, στις σχέσεις του απόλυτος. Τις δυσκολίες στο διάβα του τις έλυνε πάντα η υπέρβαση. Η έμπρακτη προσφορά του αναγνωρίστηκε και εκτιμήθηκε κυρίως, και όχι μόνο, από το χριστεπώνυμο πλήθος.
Σεβαστείτε παρακαλώ την επιθυμία μου ν’ ανάψω ένα μικρό κεράκι στη μνήμη του μέσα από ένα περιστατικό που συνέβη στην Κοζάνη όπου και εκεί ο Αυγουστίνος Καντιώτης, ως ιεροκήρυκας, άφησε βαθιά τ’ αχνάρια του.
Παραμονές ενός γάμου ο γαμπρός απαίτησε από τον μέλλοντα πεθερό του να του δώσει, συν τοις άλλοις, ως προίκα και τη μοναδική αγελάδα που είχε για να θρέψει με το γάλα της τα υπόλοιπα παιδιά του.
Οι ικεσίες του πατέρα, μέρες κατοχής βλέπετε, δεν έπεισαν τον προικοθήρα γαμπρό.
Ή την αγελάδα ή γάμος δεν γίνεται.
Ο πατέρας υπέκυψε από τον φόβο μη μείνει η κόρη του στο ράφι.
Την εποχή εκείνη, και όχι μακριά από τη δική μας, η ανύπαντρη κόρη στο σπίτι ήταν στίγμα.
Ο απελπισμένος πατέρας όμως δεν έμεινε και με σταυρωμένα χέρια. Ζήτησε παρηγοριά και ελπίδα από τον Αυγουστίνο Καντιώτη τη συμβουλή του οποίου ακολούθησε.
Την ημέρα του γάμου γαμπρός και καλεσμένοι μάταια περίμεναν τον ερχομό της νύφης.
Η αγωνία στο κατακόρυφο αλλά και η απορία στο κατακόρυφο όταν είδαν τον πατέρα να μπαίνει στο προαύλιο της εκκλησίας σέρνοντας με ένα σχοινί την αγελάδα.
Πλησίασε τον γαμπρό λέγοντάς του:
– Αγελάδα, δεν ήθελες; Πάρτην.
Το περιστατικό καταγράφτηκε στην εφημερίδα «Σπίθα» συνοδευόμενο και από σχετικό σκίτσο.
Αυτός ήταν ο Αυγουστίνος Καντιώτης, ασυμβίβαστος, άμεσος και αποτελεσματικός.
Το δικό μας παραγάδι, Αγγελική, τι να ανασύρει άλλο, ενώ εσύ στ’ αλαργινό σου ταξίδι κατάφερες να χωρέσεις σε μια ψαρόβαρκα, έναν ωκεανό.
Σας ευχαριστώ, όλους εκ βαθέων