Η Βιολέτα Μαρτατσίδου είναι μια ακόμη μανούλα της διπλανής πόρτας.
Όταν, όμως, αυτή η πόρτα κλείνει, πίσω της γίνεται ένας μικρός μ(;) «γλυκός» χαμός.
Γιατί έτσι συμβαίνει όταν έχεις τρία παιδιά από 7 έως 2 ετών και παράλληλα προσπαθείς να εργαστείς από το σπίτι για να τους προσφέρεις το καλύτερο.
Μέχρι πριν έξι χρόνια η ζωή ήταν αρκετά «στρωμένη» και μάλλον προβλέψιμη για τη Βιολέτα που ζούσε κι εργαζόταν στη Θεσσαλονίκη με τον σύζυγό της Τάκη και την ενάμιση έτους κορούλα τους, Ελισάβετ, περιτριγυρισμένη από την οικογένεια και τους φίλους της.
Ούτε λόγος για αλλαγές και πολύ περισσότερο για μια μετανάστευση στην άλλη άκρη της γης. Όμως τα πράγματα δυσκόλευαν στην Ελλάδα και το νεαρό ζευγάρι ήθελε κάτι περισσότερο από όσα η πατρίδα μπορούσε να τους προσφέρει.
Κι έτσι, ο Τάκης που ήταν γεννημένος στο Σίδνεϊ, πήρε την απόφαση και ήρθε πρώτος στην Αυστραλία για να προετοιμάσει το έδαφος για τον ερχομό της Βιολέτας και της μικρής Ελισάβετ.
«Δεν ήμουν καθόλου έτοιμη. Μου το είπε [ο Τάκης] τελευταία στιγμή. Κι έλεγα ‘πλάκα μου κάνει’. Δεν το πίστευα. Περίμενα ότι κάτι θα γίνει και στο τέλος θα αλλάξει γνώμη», εξομολογείται η Βιολέτα.
Τίποτα, όμως, δεν άλλαξε και παρά την αγάπη της για την οικογένειά της και τις αδερφές της που θα άφηνε πίσω, αποφάσισε να ακολουθήσει «το όνειρο του συζύγου».
Η Μελβούρνη έγινε το νέο σπίτι της οικογένειας Πετρίδη και η φάση της προσαρμογής στο νέο και άγνωστο περιβάλλον ήταν αρκετά δύσκολη για τη Βιολέτα.
«Δεν ήξερα κανέναν, δεν ήξερα αλλά ούτε και είχα πού να πάω. Κλεισμένη μέσα στο σπίτι με το μωρό άρχισα να ασχολούμαι με την κουζίνα και κυρίως με την παρασκευή γλυκών για να γεμίζω το χρόνο μου», λέει στον «Νέο Κόσμο».
Στη συνέχεια, έπιασε δουλειά σε ένα ελληνικό εστιατόριο παρασκευάζοντας γλυκά και αρτοποιήματα μέχρι που γεννήθηκε η Αναστασία και λίγο μετά η Κωνσταντίνα.
Με τρία μικρά παιδιά στο σπίτι, η δουλειά μπήκε στο περιθώριο και η Βιολέτα έγινε μανούλα πλήρους απασχόλησης ενώ ο Τάκης ανέλαβε εξ ολοκλήρου το βάρος της εξασφάλισης των προς το ζην της οικογένειας, δουλεύοντας και πρωί και βράδυ.
Όταν τα κορίτσια «ξεπετάχτηκαν» λιγάκι, η νεαρή μητέρα άρχισε και πάλι να ασχολείται με το μεράκι της, την παρασκευή γλυκισμάτων στην σπιτική κουζίνα.
Σιγά – σιγά και με την προτροπή των φίλων που τρελαίνονταν με τα τρίγωνα Πανοράματος που θύμιζαν τόσο πατρίδα, αποφάσισαν μαζί με τον άντρα της να κάνουν το επόμενο βήμα και να βγουν στην αγορά. Και κάπως έτσι, στήθηκε ένα αυτοσχέδιο οικιακό εργαστήριο ζαχαροπλαστικής.
Και κάπως έτσι η ζωή της Βιολέτας μπήκε στη δίνη της πιο «γλυκιάς» τρέλας.
Μια τυπική μέρα της νεαρής μανούλας ξεκινά νωρίς το πρωί με την προετοιμασία της 7χρονης Ελισάβετ για το σχολείο και μετά να βοηθήσει τις μικρές να πλυθούν, να ντυθούν, να φάνε.
«Όταν έχω να ετοιμάσω παραγγελίες η κατάσταση μπορεί να γίνει πολύ δύσκολη γιατί είναι πολύ μικρές, αλλά ευτυχώς είναι καλά παιδάκια και στο τέλος πάντα τα καταφέρνουμε».
Η Βιολέτα θέλει το καλύτερο για τα παιδιά της και ήταν αυτός ο πόθος που την οδήγησε εδώ στην ξενιτιά. Όλα τα κάνει για εκείνα, για να μην τους λείψει κάτι, για να έχουν μια καλύτερη ζωή.
Πόσο εύκολο, όμως, είναι για εκείνη να κρατήσει τις ισορροπίες και να είναι η μητέρα που θέλει για τις κόρες της;
«Παρόλο που είμαι όλη μέρα με τα παιδιά, δυστυχώς, ο περισσότερος από αυτόν τον χρόνο δεν είναι ποιοτικός. Λόγω της δουλειάς, δεν μπορώ να κάνω όλα αυτά που θα ήθελα μαζί τους. Να παίξουμε, να διαβάσουμε βιβλία, να πάμε βόλτα. Αυτά είναι πράγματα που δεν έχω την πολυτέλεια να τα κάνω και είναι κάτι που με στενοχωρεί γιατί δεν μπορώ να το αλλάξω, τουλάχιστον προς το παρόν», εξομολογείται η Βιολέτα.
Κι όσο κι αν προσπαθεί να τους εξηγήσει, όσο κι αν η μεγαλύτερη, η Ελισάβετ, δείχνει να καταλαβαίνει γιατί γίνονται όλα αυτά, έρχονται κάποιες στιγμές που την κοιτούν με τα ματάκια γεμάτα απορία, φορτισμένη ίσως και με μια μικρή δόση αγανάκτησης και τη ρωτούν: «μανούλα, πάλι;», εννοώντας, «πάλι ο μπαμπάς θα λείπει όλη μέρα;», ή «πάλι θα κάνεις τρίγωνα;» κι αυτή η ερώτηση είναι μαχαίρι που πληγώνει την καρδιά της μαμάς Βιολέτας.
Όση ώρα μιλάμε ακούω στο βάθος τις μικρούλες να γελούν και να βγάζουν χαρούμενες κραυγούλες καθώς μάλλον παίζουν μεταξύ τους, όση ώρα η μανούλα είναι στο τηλέφωνο.
Σιγά–σιγά οι φωνούλες τους γίνονται όλο και πιο ανυπόμονες καθώς προσπαθούν να τραβήξουν την προσοχή της Βιολέτας. Όταν πια, άκουσα εκείνο το σπαραξικάρδιο «μαμά» κατάλαβα ότι μάλλον είχα καταχραστεί πολύ από το χρόνο τους μαζί της. Κι αυτός ο χρόνος είναι ελάχιστος και γι’ αυτό πολύτιμος.
Κλείνοντας το τηλέφωνο, άκουσα τα δυνατά γεμάτα ανακούφιση γέλια τους. Επιτέλους, ήταν και πάλι εκείνες και η μαμά. Χαμογελώντας, τις άφησα να απολαύσουν το «γλυκό» χαμό τους.