Οι παρακάτω σκέψεις, οι οποίες αποτυπώθηκαν σε ένα ποίημα, προέκυψαν το 2019 μέσα σε ένα τρένο στη Μελβούρνη. Καθώς πήγαινα στο σχολείο, διάβασα πως για ακόμα μία φορά το Ισραήλ πλήττει με βομβαρδισμούς την Παλαιστίνη. Ενστικτωδώς σκέφτηκα πόσο «προνομιούχα» είμαι που βρίσκομαι σε μία χώρα στην οποία όλα βαίνουν καλώς και έννοιες τέτοιου τύπου δεν έχουμε. Ταυτόχρονα, ράγιζε η καρδιά μου αντιλαμβανόμενη το μένος, την ανηθικότητα και την αδίστακτη θρασύτητα των ανθρώπων που διαπράττουν πολέμους. Βρισκόμουν κι εγώ σε ένα κομμάτι γης, που ναι μεν απείχε από τους βομβαρδισμούς, ωστόσο η ιστορία του μαρτυρούσε το ίδιο μένος, την ίδια απανθρωπιά, την ίδια απληστία. Και φυσικά, αναφέρομαι στα εγκλήματα κατά των Αβορίγινων, γεγονότα για τα οποία δε μιλάει πολύς κόσμος, διότι δεν ενδιαφέρεται και δεν τον αφορούν. Όπως δε μιλάμε για την Παλαιστίνη,  τη Συρία και για όλες τις εμπόλεμες ζώνες. Δεν ξέρω πώς μπορεί να σταματήσουν οι πόλεμοι, ξέρω όμως ότι όλοι είμαστε άνθρωποι και όλοι μοιραζόμαστε την ίδια λωρίδα γης. Ντρέπομαι για την ανθρώπινή μας φύση, που δεν κατάφερε σε αυτήν τη λωρίδα να ζει σκορπίζοντας την αγάπη και όχι βόμβες εδώ κι εκεί.

Μία λωρίδα

​Πάρε τη γάζα μου
να σκουπίσεις το πρόσωπό σου.
Είναι βαρύς ο αέρας,
μυρίζει αίμα νεκρό
και η σκόνη τσούζει τα μάτια.

Να είσαι καθαρός όταν θα’ ρθουν.
Να τους κοιτάξεις κατάματα, μη φοβηθείς.

Καθάρισε τα μάτια σου
να μην τσούζουν
να μπορείς να τους κοιτάξεις.

​Ο Άσαντ κρατά μια βόμβα
μα δεν ξέρει τι να κάνει με δαύτην.
Να την πετάξει, να την κρατήσει για να παίξει με τους φίλους του;
Κι εκείνοι λιγόστεψαν πια
και οι γονείς τους…
κι αυτοί χάθηκαν.

​Δώδεκα χρόνων αγνό αγόρι,
σκέφτεται τι να την κάνει τη βόμβα.
Και οι άλλοι κάθονται ήσυχα και κοιτούν
ό, τι απέμεινε από τον τόπο του
….μία λωρίδα.