Η τελευταία επιθυμία της μητέρας του πριν πεθάνει ήταν να τον δει.

Γεννημένος στην Αυστραλία, ο Άγγελος Γιωτόπουλος ζει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, όπου, ως φωτογράφος, συνεργάζεται τακτικά με εφημερίδες όπως η «Καθημερινή».

Από τον Μάρτιο, όταν έλαβε τα άσχημα μαντάτα ότι η μητέρα του βρισκόταν στα τελευταία της, έκανε τα πάντα για να καταφέρει να βρεθεί κοντά της πριν το τέλος. Πήρε την πρώτη διαθέσιμη πτήση και κατάφερε να προσγειωθεί στη χώρα, ενώ η μητέρα του ήταν ακόμα στη ζωή.

Στις 22 Απριλίου, ελάχιστα χιλιόμετρα τον χώριζαν πλέον από τη μητέρα του, που νοσηλευόταν στο Monash Hospital, αλλά η συνάντησή τους δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.

Και αυτό γιατί η ομάδα που διαχειρίζεται την καραντίνα (Determinations Team) δεν απάντησε ποτέ στο αίτημα εξαίρεσής του από την καραντίνα για να δει την ετοιμοθάνατη μητέρα του, ένα αίτημα που είχε υποβάλλει ακόμα και πριν αναχωρήσει από την Ελλάδα.

Δεν απαντήθηκε ούτε το αίτημα που έστειλε ιατρός του Νοσοκομείου Monash, στις 23 Απριλίου, όπου νοσηλευόταν η Μυρσίνη Γιωτοπούλου, ζητώντας να του δοθεί άδεια για συμπονετικούς λόγους, ώστε να βρεθεί κοντά της το συντομότερο, εφόσον της είχαν απομείνει ώρες, και το πολύ ελάχιστες μέρες, ζωής.

Να είσαι τόσο κοντά, να έχεις κάνει όλη αυτή την προσπάθεια, αυτόν τον δρόμο, και να μην μπορείς να φτάσεις στο προορισμό σου. Αυτή η αίσθηση θα στοιχειώνει τον Άγγελο Γιωτόπουλο για πολλά χρόνια.

Από τη στιγμή που πάτησε το πόδι του στην Αυστραλία, η μόνη έννοια του ήταν να λάβει την άδεια να δει τη μητέρα του. Συνεχώς ρωτούσε την ομάδα διαχείρισης της καραντίνας, πότε θα του επιτραπεί να τη δει, καθώς απάντηση δεν λάμβανε, το θέμα δεν προχωρούσε, και η ώρα της μητέρας του τελείωνε.

«Φαντάσου, όμως, ότι όταν πέθανε η μητέρα μου, επικοινώνησαν την ίδια μέρα μαζί μου και αφού προσέφεραν τα συλλυπητήριά τους, με ρώτησαν αν μπορούν να με βγάλουν από τη λίστα των αιτούντων εξαίρεση από την καραντίνα!».

Αυτό ήταν που τον εξόργισε περισσότερο απ’ όλα. Ότι τη στιγμή που χρειάστηκαν κάτι από εκείνον ήξεραν να επικοινωνήσουν μαζί του, άμεσα, αλλά στο δικό του αίτημα να δει τη μητέρα του ήταν άφαντοι.

Χωρίς να θέλει να γενικολογεί, ο κ. Γιωτόπουλος έχει συγκλονιστεί και από την κρύα και αναίσθητη αντιμετώπιση του προσωπικού στην καραντίνα.

Ήταν η πρώτη μέρα μετά τον θάνατο της μητέρας του, και ο ίδιος δεν άντεχε άλλο.

Πήρε τηλέφωνο να ζητήσει να βγει έστω για λίγο για αέρα, στην περίπτωση που υπήρχε χώρος προορισμένος γι’ αυτόν τον σκοπό μέσα στις εγκαταστάσεις. Τα γέλια της υπαλλήλου ήταν η απάντηση που πήρε μαζί με την επιβεβαίωση (σαν να μην το ήξερε) ότι ήταν σε καραντίνα, και κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο.

Τελικά, με τα πολλά, και αφού μίλησε με αρκετούς υπαλλήλους, του δόθηκε η άδεια να βγει έξω για λίγο, αλλά μέχρι να τα καταφέρει, είχε γίνει εκείνος ο φταίχτης που φέρθηκε άσχημα όταν διαμαρτυρήθηκε για τον τρόπο που τον αντιμετώπιζαν.

«Ας μην μιλήσουμε για το δικό μου θέμα. Ας σκεφτούμε ότι ένας άνθρωπος βρίσκεται κλεισμένος στους τέσσερις τοίχους, στην απομόνωση, και δεν αντέχει ψυχολογικά. Αυτή η ανταπόκριση, η αναισθησία είναι πραγματικά αηδιαστική».

«Είναι πραγματικά λυπηρό, γιατί θα συνεχίσουν να κάνουν τα ίδια, και ίσως και σε άλλους. Αυτή η έλλειψη ανθρωπιάς, η αίσθηση ότι δεν δίνουν μία για τους ανθρώπους που μπαίνουν στην απομόνωση».

Η μητέρα του κ. Γιωτόπουλου, τελικά έφυγε χωρίς να τον δει, στις 25 Απριλίου, την Κυριακή των Βαΐων.

Το μόνο θετικό σε όλη αυτή την τραγική ιστορία, είναι ότι η κηδεία αναγκαστικά αναβλήθηκε, εξαιτίας της Μεγάλης Εβδομάδας, και ορίστηκε για την ημέρα μετά την ολοκλήρωση της καραντίνας του, κι έτσι μπόρεσε να τελικά να βρεθεί με τους δικούς του στην κηδεία της.

Μετά από αυτό που συνέβη, ο Άγγελος Γιωτόπουλος αισθάνεται πικραμένος και θέλει να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του, όταν τελικά επιστρέψει στην Ελλάδα.

«Δεν αισθάνομαι την Αυστραλία ως πατρίδα μου πλέον. Η Ελλάδα μπορεί να είναι μπάχαλο αλλά το φιλότιμο υπάρχει. Η ουσία υπάρχει. Όλα εδώ έχουν γίνει αποστειρωμένα, δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω».

«Η μητέρα μου, το μόνο που ήθελε, ήταν να με δει. Κι εγώ αυτό ήθελα. Θα πρέπει να ζήσω με αυτό το αγκάθι».

Και να συμβεί αυτό στη μητέρα του, που γινόταν θυσία για όλους, είναι κάτι που τον στεναχωρεί ακόμα περισσότερο.

«Η μητέρα μου ήταν η επιτομή της ανθρωπιάς, και πώς θα έπρεπε ο κόσμος μας να είναι. Να κάνουμε το καλό χωρίς να περιμένουμε αντάλλαγμα. Από καλοσύνη, ευγένεια. Να δίνουμε τη βοήθειά μας όπου χρειάζεται χωρίς δεύτερη σκέψη».

*Ο «Νέος Κόσμος» έχει ζητήσει από το υπεύθυνο τμήμα, ενημέρωση για τη διαχείριση του αιτήματος του κ. Γιωτόπουλου να επισκεφθεί τη μητέρα του για λόγους συμπόνοιας, αλλά και περισσότερες πληροφορίες για τον τρόπο διαχείρισης εκτάκτων αιτημάτων. Μέχρι τη δημοσίευση δεν έχουμε λάβει απάντηση.