ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ της εβδομάδας δημοσιεύσαμε ένα άρθρο στο οποίο καταγράφονταν οι εμπειρίες τριών Ελληνίδων που ήρθαν την τελευταία δεκαετία στην Αυστραλία και τώρα έχουν επιστρέψει στην Ελλάδα, κάποιες προσωρινά και κάποιες μόνιμα.

Όταν το άρθρο «ανέβηκε» στην σελίδα του «Νέου Κόσμου» στο Facebook, άναψε στην κυριολεξία ένας φλογερός διάλογος – μονόλογος από αυτούς που συνηθίζουν να εκτυλίσσονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Οι ιστορίες ήταν τρεις, οι αναγνώσεις πολλαπλές και ως εκ τούτου τα σχόλια δεκάδες και πολύχρωμα.

Ήταν στα αλήθεια πολύ ενδιαφέρον ο αντίκτυπος που προκάλεσε αυτό το άρθρο στους αναγνώστες μας και δεν πέρασε απαρατήρητος από εμάς.

Απομονώνοντας τα υβριστικά σχόλια, που δεν έχει νόημα να ασχοληθεί κανείς μαζί τους, όλα τα υπόλοιπα είτε ήταν σχετικά με τα όσα αναφέρονταν στο άρθρο είτε «ξέφευγαν» από αυτά εκφράζοντας προσωπικές εμπειρίες και απόψεις.

Ήταν στα αλήθεια σάμπως να γραφόταν ένα εντελώς καινούριο άρθρο. Ένας πολύ ταιριαστός τίτλος θα ήταν «Οι 50 αποχρώσεις του Έλληνα».

Κι αυτό γιατί, δυστυχώς, τα περισσότερα μιλούσαν για «Έλληνες της Αυστραλίας», για «Έλληνες της Ελλάδας», για «παλιούς Έλληνες μετανάστες», για «νέους Έλληνες μετανάστες», για «Έλληνες κοπρίτες», για «Έλληνες δουλευταράδες», για «κλασικούς Έλληνες», για «μοντέρνους Έλληνες» και πάει λέγοντας.

«….Οι κλασσικοί κακομαθημένοι Έλληνες οι γαλουχημένοι με την ιδέα του κάνω ότι γουστάρω, οπότε γουστάρω, αναρχικά κι απρογραμμάτιστα, όπως οι δημόσιοι υπάλληλοι στην Ελλάδα», γράφει κάποιος, για να πάρει την απάντηση:

«… δεν ήξερα ότι υπάρχουν κλασσικοί και μοντέρνοι [σ.σ. Έλληνες]… και αυτόματα έρχεται ο διαχωρισμός «εμείς» που ζούμε εδώ και «οι άλλοι» της Ελλάδας που όλοι όμως στο τέλος θέλουμε να λεγόμαστε Έλληνες… τέλος πάντων μεγάλο θέμα απλά καλό είναι να προσέχουμε τι λέμε και πως το λέμε.. και κυρίως να μη κρίνουμε για να μη κριθούμε…»

Παρακάτω αρχίζει μια διαμάχη μεταξύ «παλαιών» και «νέων» μεταναστών:

«…δεν πρέπει να τους βοηθάμε [σ.σ. τους νέους μετανάστες] όλοι τους είναι άχρηστοι. Ό,τι και να τους κάνεις δεν το εκτιμούν, είναι αχάριστοι» σχολιάζει κάποιος και κάποιος άλλος, απαντά: «Τελικά, είναι διαπιστωμένο ότι ο Έλληνας που έρχεται στην Αυστραλία περνάει καλύτερα και προσαρμόζεται καλύτερα όσο λιγότερο συναναστρέφεται με Αυστραλούς ελληνικής καταγωγής».

Πιο κάτω ένας «πυροσβέστης» επιχειρεί μάταια να επαναπροσδιορίσει τον διάλογο με το εξής σχόλιο: «τρεις άνθρωποι μοιράστηκαν την ιστορία τους και μου άρεσαν πολύ και οι τρεις.

Ιδιαίτερα αυτή της Κατερίνας μου φαίνεται πιο κοντά σε αυτό που μας ταιριάζει σαν οικογένεια. Εννοείται ότι δεν υπάρχει σωστό και λάθος.

Υπάρχει μόνο σωστό και είναι αυτό που επιλέγει η κάθε οικογένεια τη συγκεκριμένη στιγμή που παίρνει μία απόφαση κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες.

Κανείς δεν είναι κορόιδο να παίρνει τις λάθος αποφάσεις και να αυτομοαστιγώνεται. Και φυσικά η απόφαση επηρεάζεται από πάρα πολλούς παράγοντες….”

Έχει ενδιαφέρον όμως όταν διαβάζεις μερικά σχόλια και βλέπεις πού επικεντρώνει ο καθένας.

Έχει ενδιαφέρον το ότι ελάχιστοι γράφουν γι’ αυτό που διάβασαν αλλά οι περισσότεροι μιλάνε για τον εαυτό τους ή γι’ αυτά που ξέρουν, λες και τους ρώτησε κανείς.

Μου θυμίζει την Αρβελέρ που έλεγε κάποτε ότι όλοι οι φοιτητές του κόσμου πηγαίνουν σε ένα συγκεκριμένο πανεπιστήμιο της Γαλλίας για να μάθουν πράγματα εκτός από τους Έλληνες φοιτητές που πηγαίνουν για να διδάξουν τους άλλους…

Ο Καζαντζάκης το 55 έδινε συνέντευξη στη γαλλικό ραδιόφωνο λέγοντας ότι «η Ελλάδα επιζεί ακόμη, μέσα από διαδοχικά θαύματα….» Δεν ξέρω τι γίνεται, αλλά η Ελλάδα είναι ένα μαγικό μέρος που πολλοί θα ήθελαν να ζήσουν και ένα τραγικό μέρος που πολλοί θα ήθελαν να ξεφύγουν… τι να πω δεν ξέρω…»

Και ο διάλογος ακόμη συνεχίζεται χωρίς καμιά προοπτική να ολοκληρωθεί κι αυτό γιατί είναι τοποθετημένος σε εντελώς λάθος βάση. Ξεκινά από την παραδοχή ότι υπάρχουν διαφορετικοί τύποι «Έλληνα», χαράζει διαχωριστικές γραμμές, κολλά ταμπελίτσες και ετοιμάζει τον πόλεμο.

Έναν πόλεμο χωρίς εχθρό και χωρίς στόχο. Γιατί, πείτε μου, αλήθεια, σε τι διαφέρει ο Γιώργος που ζει στη Λευκάδα από τον Γιάννη που γεννήθηκε στη Λευκάδα αλλά ζει στη Μελβούρνη και από την Μάρθα που γεννήθηκε στο Σίδνεϊ αλλά κατάγεται από τη Λευκάδα;

Και σε τι διαφέρει ο Κώστας που ήρθε στην Αυστραλία από την Αθήνα πριν έξι χρόνια από τον θείο του τον Αλέκο που ήρθε πριν 40 χρόνια;

Σε πολλά, θα μου απαντήσετε και θα έχετε δίκιο. Άλλες εμπειρίες, άλλες αναμνήσεις, άλλες συνήθειες, άλλη ζωή, άλλη ιστορία.

Θα συμφωνήσω μαζί σας, όπως, όμως, θα συμφωνήσετε κι εσείς ότι παρόλες τις διαφορές υπάρχει μια ομοιότητα που είναι πολύ σημαντική: είναι όλοι Έλληνες. Είμαστε όλοι Έλληνες.

Είτε μεταναστεύσαμε χτες είτε πριν μισό αιώνα, είτε γεννηθήκαμε στην Ελλάδα είτε εδώ, είτε έχουμε ζήσει στην Ελλάδα είτε όχι.

Μιλάμε την ίδια γλώσσα, μοιραζόμαστε την ίδια ιστορία, γιορτάζουμε μαζί το Πάσχα, αγαπάμε το σουβλάκι και τη ρετσίνα, μερακλωνόμαστε με τον ίδιο τρόπο, ξέρουμε τι θα πει φιλότιμο κι όπου κι αν βρισκόμαστε, είμαστε αδέρφια.

Είμαστε στο «εμείς» που έλεγε ο Μακρυγιάννης και όχι στο «εγώ», «εσύ», «αυτοί». Κάθε απόπειρα διχασμού και διαχωρισμού είναι τοξική και δεν χωράει ανάμεσά μας.

Ο καθένας από εμάς έφτασε στη μακρινή Αυστραλία για τους δικούς του λόγους και με τους δικούς του στόχους. Σε άλλους βγήκε, σε άλλους όχι.

Για όλους η προσαρμογή ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση και ο τρόπος που ο καθένας βίωσε ή αντιμετώπισε την πρόκληση αυτή δεν θα πρέπει να αποτελεί κριτήριο κατάταξης στη μια ή την άλλη κατηγορία ανθρώπων ή ακόμη χειρότερα «Ελλήνων».

Εμείς ξέρουμε να αντιπαρερχόμαστε τις δυσκολίες ενωμένοι και στηρίζοντας ο ένας τον άλλον, έτσι δεν είναι;
Προσωπικά, τουλάχιστον, αυτό γνωρίζω κι αυτό έχω βιώσει και δεν θέλω να πιστεύω πως απλά υπήρξα τυχερή.

Όταν πριν από 7 χρόνια έφτασα από την Ελλάδα στο Ρένμαρκ της Νότιας Αυστραλίας αισθάνθηκα χαμένη. Η ζωή ήταν πολύ διαφορετική ακόμη κι αν προερχόμουν από την επαρχία. Η επαρχία της Αυστραλίας είναι πολύ διαφορετική.

Στο Ρένμαρκ, όπως έχω ξαναγράψει, υπάρχει μια πολύ ισχυρή ελληνική κοινότητα, να σκεφτείτε πως σπανίως χρειάστηκε να μιλήσω στα αγγλικά. Τόσοι πολλοί είναι οι Έλληνες εκεί.

Το πρώτο βράδυ, έκλαψα πολύ. Μου έλειπαν όλα. Η οικογένειά μου, το σπίτι μου, καθετί οικείο. Η μέρα που ξημέρωσε ήταν τραγική. Ήθελα να αρπάξω το πρώτο αεροπλάνο και να γυρίσω πίσω.

Έζησα τρία χρόνια σε αυτή τη μικρή γωνιά της Νότιας Αυστραλίας. Οι άνθρωποι αγκάλιασαν εμένα και την οικογένειά μου, μας στήριξαν υλικά και ηθικά, μας βοήθησαν να ξεκινήσουμε τη ζωή μας από την αρχή στην Αυστραλία.

Από το να καταλάβουμε πώς δουλεύει το σύστημα, μέχρι να μας πάνε στους γιατρούς, να μας ανοίξουν τα σπίτια τους και τις καρδιές τους.

Ήταν πολύ δύσκολα γιατί τίποτα δεν ήταν ίδιο με την Ελλάδα. Τίποτα, εκτός από ένα: την ζεστή και στοργική αγκαλιά. Αυτή που μόνο εμείς οι Έλληνες ξέρουμε να κάνουμε.

Με απεριόριστη αγάπη και άλλη τόση κατανόηση, μας δέχτηκαν, έκλαψαν μαζί μας από νοσταλγία και ποτέ μα ποτέ δεν μας έκριναν που μας έλειπε η πατρίδα.

Με τρυφεράδα, αγάπη και αρκετή δόση χιούμορ μας έκαναν να αισθανθούμε ότι «ανήκουμε» στη νέα πατρίδα ενώ την ίδια στιγμή μας έδιναν το περιθώριο να νοσταλγήσουμε και να αναπολήσουμε αυτά που είχαμε πίσω μας αφήσει, καθώς οι πιο παλιοί γνώριζαν και οι νεότεροι, κατανοούσαν.

Σήμερα, το Ρένμαρκ είναι ό,τι πιο κοντινό έχω σε σπίτι. Είναι η Ελλάδα μου εδώ στην μακρινή Αυστραλία, γιατί εκεί είναι η οικογένειά μου.

Και μπορεί με τα μέλη της να μην με συνδέουν δεσμοί αίματος αλλά μας συνδέει κάτι άλλο πιο ισχυρό ακόμη, η καταγωγή. Είμαστε ΕΛΛΗΝΕΣ.