Μία από τις πιο τρυφερές αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων είναι να πηγαίνω να αγοράζω τα τσιγάρα και την εφημερίδα του μπαμπά από το περίπτερο του κυρ-Αλέκου, στη γωνία των οδών Μακρυγιάννη και Μεταμορφώσεως στο Μοσχάτο.

Την πρώτη φορά που με έστειλε, έσκαγα από περηφάνια καθώς αυτό σήμαινε πως ήμουν κι εγώ αρκετά μεγάλη κι έμπιστη γι’ αυτή τη δύσκολη αποστολή.

Θυμάμαι ότι το κεφάλι μου ίσα που έφτανε ώς το παραθυράκι του περιπτέρου κι έπρεπε να ξελαρυγγιαστώ φωνάζοντας τον κυρ-Αλέκο για να με πάρει χαμπάρι.

«Καλώς το Μαράκι», με υποδέχτηκε εκείνος προσπαθώντας με τρόπο να κρύψει ένα γελάκι τη στιγμή που με ύφος εκατό καρδιναλίων απαιτούσα: «ένα 22 και μια ‘Ελευθεροτυπία’».

«Αμέσως», απάντησε ο κυρ-Αλέκος και μου έδωσε ό,τι ζήτησα. Εγώ, εκεί ακλόνητη στη θέση μου. Ύστερα από μερικές αμήχανες στιγμές, ο δύστυχος με ρώτησε: «Θέλεις κάτι άλλο, κορίτσι μου;».

«Όχι», απάντησα με ανυπομονησία και κάποιο ίχνος εκνευρισμού.

«Τότε;», με ρώτησε διστακτικά και με ένα βλέμμα γεμάτο απορία. «Τα ρέστα, θέλω, κύριε Αλέκο», απάντησα με στόμφο κάνοντάς τον να σκάσει στα γέλια.

«Δεν έχει ρέστα, ήταν ακριβώς», είπε συνεχίζοντας να γελάει ρίχνοντάς με σε απόλυτη σύγχυση και απελπισία.

«Ο μπαμπάς μου μου έχει πει να περιμένω πάντα για τα ρέστα» τσίριξα, σίγουρη ότι με κοροϊδεύει και μέσα μου έχασα πάσα ιδέα για τον κυρ-Αλέκο τον περιπτερά.

Έπρεπε να έρθει ο ίδιος ο μπαμπάς για να με πείσει ότι δεν υπήρχαν ρέστα και ο κυρ-Αλέκος δεν ήταν απατεώνας. Με το κεφάλι σκυμμένο από ντροπή και τις χούφτες μου σφιγμένες από θυμό για τον μπαμπά που με είχε μπερδέψει, γύρισα στο σπίτι και δεν ξαναπήγα στο περίπτερο για καιρό.

Ο δημιουργός εμφανίζεται ως περιπτεράς στη μινιατούρα που δώρισε στον «Νέο Κόσμο» Φώτο: «Νέος Κόσμος»

Πάντως, όταν άρχισα να ξαναπηγαίνω, ο κυρ-Αλέκος πάντα φρόντιζε να γεμίζει το απλωμένο μου χεράκι με καραμέλες και τσίχλες της μισής δραχμής για να έχει το κεφάλι του ήσυχο.

Αυτές οι αναμνήσεις ξύπνησαν μεμιάς τις προάλλες όταν μπήκα στο γραφείο και είδα να στολίζει τη ρεσεψιόν η χάρτινη μινιατούρα ενός περιπτέρου δια χειρός του γνωστού στην παροικία μας ταλαντούχου του είδους, Τάσου Κολοκοτρώνη.

Όλη την ημέρα, το βλέμμα μου ήταν καρφωμένο σε αυτή τη μινιατούρα και το μυαλό ταξίδευε στο χρόνο και στο χώρο, φέρνοντάς με στον τόπο που μεγάλωσα. Ήχοι και μυρωδιές πλημμύρισαν την ύπαρξή μου.

Οι σοκολάτες, τα παγωτά, οι καραμέλες. Οι Τρίτες που χεράκι–χεράκι πηγαίναμε με τη γιαγιά τη Φρόσω μετά τη λαϊκή για να με κεράσει μια σοκολατίτσα και μια τσιχλόφουσκα για μιάμιση δραχμή.

Μέσα από τα παράθυρα αυτού του μικρού αντίγραφου του περιπτέρου με είδα να μεγαλώνω και να αγοράζω πια τα δικά μου τσιγάρα –λέγοντας ψέματα στον κυρ Αλέκο πως είναι του θείου ή κάποιου επισκέπτη κι ύστερα στο κόκκινο τηλέφωνο με τη σχισμή για το κέρμα να καλώ τον ιππότη των κοριτσίστικων ονείρων μου– λέγοντας και πάλι ψέματα στον κυρ-Αλέκο ότι χάλασε το τηλέφωνο στο σπίτι και παίρνω μια συμμαθήτριά μου για τα μαθήματα.

Εκείνος, πάντα απαντούσε, «εντάξει, Μαρία μου», προσπαθώντας να με πείσει ότι τον είχα… πείσει.

Την τελευταία φορά που είδα τον κυρ-Αλέκο, τα κάποτε κατάμαυρα σγουρά μαλλιά του ήταν ολόλευκα και είχαν αραιώσει πολύ. Με δυσκολία μπαινόβγαινε από την πόρτα του περιπτέρου και οι κινήσεις του ήταν αργές και μελετημένες σαν να εξοικονομούσε ενέργεια.

Όμως, το χαμόγελό του ήταν το ίδιο φωτεινό και ζεστό, όπως τότε και η φωνή του έκρυβε την ίδια οικεία στοργή, όταν έσκυψε έξω από το παραθυράκι για να ρωτήσει την δίχρονη τότε κόρη μου: «τι θέλεις κοριτσάκι μου;»

Η ΜΙΝΙΑΤΟΥΡΑ

Εδώ, στη μακρινή Αυστραλία, δεν υπάρχουν περίπτερα. Η μικρότερη κόρη μου δεν τα θυμάται καν. Στους μαθητές μου στο ελληνικό σχολείο δυσκολεύομαι πάντα να τα περιγράψω.

Έτσι, όταν είδα τη μινιατούρα του κ. Κολοκοτρώνη, ένιωσα ιδιαίτερο ενθουσιασμό και συγκίνηση.

Η σημασία που έχει δώσει στην παραμικρή λεπτομέρεια, μεταμορφώνει το έργο του σε μια αυθεντικότατη μαρτυρία της μορφής και της λειτουργίας του περιπτέρου των αναμνήσεών μας.

«Το περίπτερο με τους περιπτεράδες τείνει να εξαφανιστεί από τις πλατείες και τα πεζοδρόμια της Ελλάδας που λειτουργούσαν σαν μίνι μάρκετ ή μικροκαταστήματα που πουλούσαν μεγάλη ποικιλία αντικειμένων, με κύρια προϊόντα εφημερίδες, τσιγάρα, περιοδικά κ.λπ.

Δίπλα στα περίπτερα ήταν και τα ψυγεία της ΕΒΓΑ με παγωτά, χυμούς και αεριούχα ποτά –ακόμα και γάλα– αλλά είχαν και τηλέφωνο για το κοινό και πληροφορίες για την περιοχή. Εκατοντάδες μικροπράγματα μπορούσαν να βρεθούν σε αυτά τα περίπτερα», λέει στον «Νέο Κόσμο» ο δημιουργός, κ. Κολοκοτρώνης.

Στην εν λόγω μινιατούρα, εμφανίζεται σε περίοπτη θέση το εξώφυλλο της εφημερίδας μας, κάτι που θεωρήσαμε ότι έγινε για λόγους αβροφροσύνης. Ο δημιουργός μάς διέψευσε αφηγούμενος την όμορφη ιστορία που κρύβεται πίσω από αυτή την επιλογή του:

«Το καλοκαίρι του 1994 που βρεθήκαμε με τη σύζυγό μου στην Αθήνα, σε ένα περίπτερο κοντά στην πλατεία Συντάγματος το βλέμμα μας έπεσε στην εφημερίδα «Νέος Κόσμος».

Απορήσαμε. Πώς είναι δυνατόν ο «Νέος Κόσμος» να πωλείται και στην Αθήνα; Ζήτησα από τον περιπτερά να μου δώσει τον «Νέο Κόσμο» και μου είπε: ‘Δεν υπάρχει εδώ, πατριώτη, μου την έφερε ο αδελφός μου από τη Μελβούρνη και την διαφημίζω, έρχονται, ρωτάνε από περιέργεια και αγοράζουν κάτι άλλο’ κι εγώ του απάντησα: ‘Άντε, δώσε μου τότε μια ‘Μακεδονία’».