Ο Τσέχος λογοτέχνης Μίλαν Κούντερα, έχει γράψει ότι «το παρελθόν είναι γεμάτο ζωή, πρόθυμο να μας εκνευρίσει, να μας προκαλέσει, να μας προσβάλει, να μας δελεάσει να το καταστρέψουμε ή να το ξαναβάψουμε. Ο μόνος λόγος που οι άνθρωποι θέλουν να γίνουν κύριοι του μέλλοντος είναι για να αλλάξουν το παρελθόν».

Το πρόσφατο παρελθόν της Αιγύπτου είναι πράγματι προκλητικό. Ο Οθωμανός Μοχάμεντ Αλί, ο οποίος ανέλαβε τον έλεγχο το 1805, μετά την απόσυρση της Γαλλίας, άρχισε να εκσυγχρονίζει την Αίγυπτο εισάγοντας έναν αποτελεσματικό τρόπο διακυβέρνησης, την εκβιομηχάνιση, κάνοντας άνοιγμα προς την Ευρώπη και αποκτώντας τακτικό στρατό. Οι πρώτες έξι δεκαετίες της δυναστείας του Μοχάμεντ Αλί δημιούργησαν μια αιγυπτιακή αυτοκρατορία που εκτεινόταν από τις πηγές του Νείλου στην ανατολική Αφρική έως τα ανατολικά σύνορα της Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένης ολόκληρης της ανατολικής Μεσογείου και των δύο τρίτων αυτού που είναι σήμερα η Σαουδική Αραβία. Όμως η αυτοκρατορία κατέρρευσε όταν τα όνειρα των απογόνων του Πασά ξεπέρασαν τις πηγές και τις δυνατότητες του κράτους.

 Το φιλελεύθερο πείραμα των αρχών του 20ού αιώνα, όταν η Αίγυπτος υιοθέτησε το 1923 το πρώτο Σύνταγμα στον αραβικό κόσμο, πήρε το κράτος από τα χέρια της οικογένειας Αλί και θεωρητικά το παρέδωσε στο λαό. Η Αίγυπτος απολάμβανε τις αρχές μιας δημοκρατίας, πραγματικής εκπροσώπησης, συνταγματικότητας και, κυρίως, της έννοιας των ίσων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων για κάθε πολίτη.

Όμως το πείραμα απέτυχε όταν οι ηγέτες της Αιγύπτου απομακρύνθηκαν από την πραγματικότητα των πολιτών – τη φτώχεια, τον αναλφαβητισμό και το διαδεδομένο θυμό για τις τεράστιες ανισότητες, καθώς και των εκδυτικοποίηση των υψηλότερων κοινωνικών στρωμάτων. Η ψευδαίσθηση ενός «Παρισιού πάνω στον Νείλο» διαλύθηκε.

 Ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, ο πρώτος γηγενής Αιγύπτιος που κυβέρνησε την Αίγυπτο μετά την εισβολή του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 332 π.Χ., δημιούργησε ένα σχέδιο «από, για και το λαό», το πρώτο πραγματικά αιγυπτιακό αναπτυξιακό εγχείρημα μετά την φαραωνική εποχή, όμως επικεντρώνοντας τις προσπάθειές του στο δικό του «ηρωικό» ρόλο, ο Νάσερ απογοήτευσε το λαό του. Χωρίς μια συνταγματική βάση να τον στηρίζει και διεφθαρμένος από την ίδια του την άνοδο στον αυταρχισμό και την απόλυτη παραμέληση των ελευθεριών των Αιγυπτίων, το σχέδιό του διαλύθηκε με το θάνατό του.

Στα 30 χρόνια εξουσίας του προέδρου Χόσνι Μουμπάρακ, το καθεστώς προσπάθησε να μεταμορφώσει την χώρα υιοθετώντας μια στρεβλή μορφή φιλελεύθερου καπιταλισμού και μια αδυσώπητα ρεαλιστική εξωτερική πολιτική που έβαλε την Αίγυπτο στη θέση του «βοηθού» των μεγάλων τοπικών παικτών με τα πετροδολάρια. Το πρώτο διαλύθηκε από τις εσωτερικές πιέσεις της φτώχειας, των ανισοτήτων και της λαϊκής οργής και το δεύτερο κατέρρευσε σε μια χιονοστιβάδα απόρριψης και απέχθειας, το τέλος μιας ιστορίας που ακόμη βιώνει η Αίγυπτος.

 Οι Αιγύπτιοι που ζούσαν τις τελευταίες έξι δεκαετίες και τώρα βλέπουν την πολιτική δομή της χώρας τους να διαπλάθεται νιώθουν αποπροσανατολισμένοι. Πολλοί νιώθουν ότι η ζωή τους πήγε χαμένη. Διαδοχικές αποτυχίες οδήγησαν σε ενδημικό άγχος και οργή και σε ένα συλλογικό αίτημα της κοινωνίας για εξιλέωση.
Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για τις νεότερες γενιές. Συζητήσεις με ακτιβιστικές ομάδες αποκαλύπτουν την απόρριψή τους γι’ αυτή την κληρονομημένη αίσθησης αποτυχίας που δεν αποδέχονται.

Δεδομένη στης τρέχουσας ρευστότητας της αιγυπτιακής πολιτικής, διαφορετικές ομάδες που εκπροσωπούν αντίθετες ιδεολογίες επιρρίπτουν ευθύνες η μία στην άλλη. Το αποτέλεσμα δεν είναι απλώς έλλειψη την έλλειψη μιας κοινωνικής πολιτικής που να μπορούν να αποδεχτούν όλοι οι Αιγύπτιοι, αλλά και μια εμμονή με το παρελθόν. Αυτός είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο οι πολιτικές διαφορές μετατρέπονται γρήγορα σε συγκρούσεις απόψεων για την ταυτότητα της χώρας – θρησκεία εναντίον λαϊκότητας, Ισλάμ εναντίον «αιγυπτιακότητας» και στρατιωτικό καθεστώς εναντίον του διαδόχου του.
Το ερώτημα είναι κατά πόσον οι συγκρούσεις θα οδηγήσουν τελικά σε εκτεταμένα περιστατικά βίας. Υπάρχουν τρεις παράγοντες που δείχνουν ότι αυτό είναι πιθανό να μην συμβεί.

Πρώτον, η απόλυτη κυριαρχία του αιγυπτιακού στρατού και η μικρή πιθανότητα διχασμού της ηγεσίας του καθιστούν αδύνατο το ενδεχόμενο παράτασης επεισοδίων, ειδικά δεδομένης της μάχης της Αιγύπτου ενάντια στην τρομοκρατία τις δεκαετίες 1980-1990 που αποδυνάμωσαν τις επιχειρησιακές δυνατότητες των τζιχαντιστικών ομάδων στην χώρα.

Δεύτερον, οι ισχυρές δυνάμεις πολιτικού Ισλάμ μπορεί να παρασύρονται από πάθη, θυμό και να θυματοποιούνται, όμως αναμφίβολα θα προτιμήσουν να συμμετέχουν στην εγχώρια πολιτική μέσω οργανωμένων δομών και διαδικασιών. Σε μια χώρα με περισσότερα από 45 εκατομμύρια άτομα κάτω των 35 ετών, κανέναν πολιτικό παίκτη με διαύγεια περί στρατηγικής δεν συμφέρει ένα παρατεταμένο αδιέξοδο.
Τέλος, παρά τις σημαντικές δημογραφικές και οικονομικές αλλαγές στην Αίγυπτο κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, η αιγυπτιακή κοινωνία διατηρεί τον αγροτικό χαρακτήρα της, γεγονός που ευνοεί τη συμφιλίωση και τον συμβιβασμό.

Όμως ακόμη και σε μια αμφιλεγόμενη πολιτική μετάβαση, είτε βραχυπρόθεσμα είτε μεσοπρόθεσμα, οι Αιγύπτιοι θα πρέπει να απαντήσουν την ενοχλητική ερώτηση που απέτυχαν αν αντιμετωπίσουν επί έξι δεκαετίες: Τι είναι η Αίγυπτος; Πρέπει να ελπίζει κανείς ότι η εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών – συμπεριλαμβανομένης της έντασης των τελευταίων δυόμισι ετών θα οδηγήσει μια μεγάλη γκάμα πολιτών να αναζητήσουν ια απάντηση βασισμένη στον σεβασμό για μια πλειάδα ιδεών, σημείων αναφοράς και παραδόσεων.