Τέταρτη μέρα, χθες, της επίσημης προεκλογικής εκστρατείας και οι πολιτικοί ηγέτες της χώρας μοιράζουν αφειδώς χρυσά κουτάλια, για να φάει ανέμελα ο λαός την επόμενη τριετία.
Κατά την προσφιλή τους πρακτική οι πολιτικοί ηγέτες μας υπόσχονται να «βελτιώσουν» την οικονομία και τη ζωή μας με παροχές, οι οποίες υπερβαίνουν, κατά πολύ, τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας.
Εργατικοί, Φιλελεύθεροι, Εθνικοί, Πράσινοι, ανεξάρτητοι, νεόκοποι κομματάρχες και ανεξάρτητοι υποψήφιοι κατελήφθησαν από κρίση γενναιοδωρίας και μοιράζουν απλόχερα ανταλλάγματα για την ψήφο μας.
Ουδεμία ανησυχία για τους κλυδωνισμούς της εθνικής οικονομίας, διότι –κατά τους κυβερνώντες– προκαλούνται από εξωτερικούς παράγοντες, κυρίως από την κάμψη της οικονομίας της Κίνας. Δεν είναι συνέπεια κακής διαχείρισης της οικονομίας από τις κυβερνήσεις Gillard και Rudd, όπως διατείνεται η αξιωματική αντιπολίτευση.
Οικονομικά βρισκόμαστε σε πολύ καλύτερη θέση από τις περισσότερες χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου, λόγω της απορρόφησης των μεταλλευμάτων μας από την Κίνα. Το ερώτημα που πλανάται είναι, πώς θα πορευτεί η εθνική οικονομία χωρίς τη σταθερή ώθησή της από την Κίνα και τους άλλους εμπορικούς εταίρους, χωρίς έγκαιρη αναδιάρθρωση της οικονομίας, ώστε να γίνει ανταγωνιστική και να απορροφήσει τους κραδασμούς που προκαλεί η μείωση του εισοδήματός μας, η αύξηση του χρέους μας, η αύξηση του κόστους περίθαλψης των ηλικιωμένων κ.ά.
Η ταχύρυθμη ανάπτυξη της οικονομίας της Κίνας μας συντήρησε οικονομικά, ενίσχυσε τους βασικούς δείκτες της οικονομίας και μας εξασφάλισε την υψηλότερη (ΑΑΑ) πιστοληπτική φερεγγυότητα, από όλους τους διεθνείς οργανισμούς αξιολόγησης.
Αυτά, όμως, ανήκουν στο παρελθόν. Το μέλλον τι επιφυλάσσει;
Ο μίνι προϋπολογισμός, που κατέθεσε προ ημερών ο Θησαυροφύλακας, Chris Bowen, πρέπει να προβληματίσει τον ψηφοφόρο-αποδέκτη των παχυλών ανταλλαγμάτων που του υπόσχονται τα πολιτικά κόμματα. Αναλύοντας το μίνι προϋπολογισμό ο μέσος ψηφοφόρος θα εκτιμήσει αν οι υποσχέσεις των πολιτικών είναι γνήσιες ή προεκλογικά φούμαρα.
Ο Θησαυροφύλακας ανακοίνωσε, ότιο ρυθμός ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας θα επιβραδυνθεί από 2,75% σε 2,55%, δηλαδή το εισόδημα του κράτους θα μειωθεί αισθητά. Η ανεργία θα ανεβεί στο 6,25% του εργατικού δυναμικού της χώρας, δηλαδή ο αριθμός των άνεργων θα αυξηθούν σε δηλαδή ο αριθμό των άνεργων θα πλησιάσει τις 800 χιλιάδες άτομα.
Το έλλειμμα του προϋπολογισμού σκαρφαλώσει στα 30,1 δισεκατομμύρια από τα 18 δισεκατομμύρια που προέβλεπε ο προϋπολογισμούς του παρελθόντος Μαΐου για το τρέχον οικονομικό έτος. Οι αριθμό δείχνουν, ότι το έλλειμμα αναθεωρήθηκε προς τα πάνω κατά 24%, ποσοστό που ανέτρεψε όλες τις προβλέψειiς της κυβέρνησης Gillard για την πορεία της οικονομίας.
Η κυβέρνηση Rudd προβλέπει μείωση του εισοδήματος την προσεχή τετραετία κατά 33 δισεκατομμύρια δολάρια ή 4 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως. Αντίθετα, το χρέος της χώρας θα αυξηθεί σε 13% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, από 11,4%που προέβλεπε ο προϋπολογισμός του Μαΐου 2012.
Το κρατικό εισόδημα από το φόρο υπερκερδών της βιομηχανίας εξόρυξης μεταλλευμάτων θα μειωθεί κατά 560 εκατομμύρια δολάρια, μείωση που δυνητικά θα καθυστερήσει ή θα αναστείλει την αύξηση του υποχρεωτικού εφάπαξ.
Σε αυτό το κλίμα είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν οι προεκλογικές υποσχέσεις των πολιτικών κομμάτων, χωρίς δραστικές περικοπές των υπηρεσιών προς το κοινό, χωρίς αλλαγές του χρονοδιαγράμματος υλοποίησης των υπεσχημένων.
Η κυβέρνηση επιμένει, ότι η εθνική οικονομία παραμένει ισχυρή και επικαλείται την άριστη πιστοληπτική φερεγγυότητα της χώρας. Το ερώτημα είναι, αν η Αυστραλία θα μπορέσει να διατηρήσει το αξιόχρεό της με αυξανόμενο χρέος, μειούμενο εισόδημα και ασταθές διεθνές περιβάλλον.
Ας κρατάμε, λοιπόν, μικρό καλάθι διότι πολλές από τις υποσχέσεις μπορεί να αποδειχθούν κενές ή οδυνηρές για το μέσο πολίτη, αν η υλοποίησή τους θα απαιτήσει αιματηρές περικοπές βασικών παροχών από το κράτος.