Είναι η μόνη ανεπτυγμένη χώρα που δεν βίωσε καμία ύφεση στην 20ετία. Απολαμβάνει το μεταλλευτικό ράλι και την κινεζική φρενίτιδα, χωρίς να κοιτά το αύριο. Το πάρτι, όμως, τελειώνει. Οι κανόνες του παιχνιδιού αλλάζουν και η Αυστραλία είναι απροετοίμαστη.

Επί δύο δεκαετίες, δικαίως αποκαλούσαν την Αυστραλία τυχερή χώρα. Ήταν η μόνη ανεπτυγμένη οικονομία που δεν κατέγραψε καμία ύφεση από το 1999. Αντιμετώπισε αξιοθαύμαστα τη χρηματοοικονομική κρίση χάρη στο υγιές πιστωτικό της σύστημα και εκμεταλλεύθηκε τη στήριξη στον μεταλλευτικό της κλάδο από την κινεζική ανάπτυξη, που έδωσε τρελή ώθηση και στη δική της οικονομία.

Πέρα από τα μαζικά κοιτάσματα άνθρακα και σιδηρομεταλλευμάτων, η Αυστραλία έχει τεράστια αποθέματα φυσικού αερίου, που είναι έτοιμο να υγροποιηθεί και να μεταφερθεί στην Ιαπωνία και στη Νότια Κορέα οι οποίες διψούν για ενέργεια. Εξακολουθεί να καταγράφει χαμηλό δημόσιο χρέος, χαμηλά επίπεδα πληθωρισμού και, προς το παρόν, μικρό ποσοστό ανεργίας.

Ο όρος τυχερή χώρα, όμως, δεν έρχεται μόνος του. Επινοήθηκε από τον συγγραφέα, Ντόναλντ Χορν, το 1964. Η αρχική φράση δεν ήταν τόσο αισιόδοξη. «Η Αυστραλία είναι μία τυχερή χώρα που διοικείται από μέτριους ανθρώπους, που εκμεταλλεύονται την τύχη της». Οι εκλογές τον επόμενο μήνα, στις οποίες οι ψηφοφόροι καλούνται να διαλέξουν ποιος από τους δύο κακούς πολιτικούς θα τους καθοδηγήσει στην οικονομική κακοκαιρία που έπεται, θα κρίνουν και τον αφορισμό του Χορν.
Τόσο ο Κέβιν Ραντ, ο ωσεί παρών πρωθυπουργός, όσο και ο Τόνι Άμποτ, ο επικεφαλής του συνασπισμού του οποίου ηγείται το Φιλελεύθερο Κόμμα, έχουν ελαττώματα. Όποιος εκ των δύο και αν κερδίσει θα έχει το δύσκολο καθήκον να διαχειριστεί τη μετάβαση από αυτό που ο κ. Ραντ αποκαλεί «το τέλος του κινεζικού ράλι στους βασικούς πόρους».

Ο κ. Ραντ είναι ιδιαίτερα ευφυής, μιλάει κινέζικα και κατανοεί καλά τις δυνάμεις που διαμορφώνουν ένα κράτος ο βασικός εταίρος του οποίου σε θέματα ασφάλειας είναι οι ΗΠΑ, αλλά ο βασικός εμπορικός εταίρος είναι η Κίνα. Μπορεί, όμως, να γίνει κακός πολιτικός, τον οποίο αντιπαθούν πολλοί από το ίδιο του το κόμμα για τις αυθαιρεσίες του. Όταν έδιωξε την Τζούλια Γκίλαρντ, διεκδικώντας για τρίτη φορά την ηγεσία του κόμματος τον Ιούνιο, πολλά από τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου αρνήθηκαν να συνεχίσουν στην κυβέρνηση με εκείνον στο τιμόνι. Η αντιπάθεια προς το στυλ του κ. Ραντ δημιουργεί προβλήματα στο κόμμα των Εργατικών από την αποκαλούμενη Rudd-slide (την πτώση Ραντ) το 2007, που έληξε 11 χρόνια διακυβέρνησης του κυβερνητικού συνασπισμού υπό τον Τζον Χάουαρντ.

Το 2010, αφού έχασε τη στήριξη της κοινοβουλευτικής ομάδας του Εργατικού Κόμματος, ο κ. Ράντ εκδιώχθηκε από κάτι που μάλλον έμοιαζε με πραξικόπημα και αντικαταστάθηκε από την πιο συμπαθή, αλλά λιγότερο αποτελεσματική, Τζούλια Γκίλαρντ. Οι σκληρές εσωκομματικές διαμάχες έριξαν την κυβέρνηση στο χάος, ενώ θα έπρεπε να δρέπει τους καρπούς της πιο εντυπωσιακής ανάπτυξης στον κλάδο εξόρυξης των τελευταίων 100 ετών.

Ένα βήμα μπροστά, λοιπόν, για τον κ. Άμποτ. Με το Φιλελεύθερο Κόμμα του και τη δημοσιονομικά προσεκτική του πλατφόρμα, τον εμπιστεύονται περισσότεροι Αυστραλοί για να κυβερνήσει τη χώρα, παρ’ ότι ο ίδιος δεν εμπιστεύεται και τόσο τον εαυτό του. Πρώην καθηγητής στο Rhodes, κι ενώ για κάποιο διάστημα ήθελε να γίνει παπάς, είναι κοινωνικά συντηρητικός, και μάλιστα έχει τη φήμη του νταή.

Η Τζούλια Γκίλαρντ του επιτέθηκε για τις απόψεις του σε ό,τι αφορά τις γυναίκες και την έκτρωση αλλά και για την προεκλογική του εκστρατεία με βασικό σλόγκαν «διώξτε τη μάγισσα» (ditch the witch). Έκτοτε ο ίδιος προσπαθεί να δείξει ένα πιο εξευγενισμένο προφίλ. Δυσκολεύεται, όμως, να απαλλαγεί από τη φήμη του σκληρού καρυδιού της αυστραλιανής πολιτικής, όπως τον χαρακτήρισε ο δημοσιογράφος, Ντέιβιντ Μαρ. Σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση του Newpoll, η δημοτικότητα του Κ. Άμποτ διαμορφώνεται στο -22, και βρίσκεται 13 μονάδες μπροστά από τον αντίπαλό του Κ. Ραντ, ο οποίος, επίσης, έχει αρνητική δημοτικότητα.
Αυτή, λοιπόν, είναι η επιλογή των ψηφοφόρων: ένας αντιπαθής ναρκισσιστής ενάντια σε έναν μη δημοφιλή μισογύνη. Δεδομένης της πορείας του ALP κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής τους, οι πιθανότητες είναι πως θα επικρατήσει ο φιλελεύθερος συνασπισμός του κ. Άμποτ αν και, με την επιστροφή του κ. Ραντ, οι Εργατικοί μειώνουν την απόσταση.

Όποιος κι αν νικήσει, τα πράγματα δεν θα είναι εύκολα. Τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη έχουν επιδεινωθεί πολύ πιο απότομα από ό,τι αναμενόταν, λόγω της απότομης μείωσης των τιμών στα εμπορεύματα. Την προηγούμενη εβδομάδα η κυβέρνηση αναγκάστηκε να αποσύρει τις προβλέψεις του προϋπολογισμού -που διατυπώθηκαν πριν από μόλις τρεις μήνες- υποβαθμίζοντας την πρόβλεψη για ανάπτυξη το οικονομικό έτος στο 2,5%, ενώ οι προβλέψεις για τα έσοδα ψαλιδίστηκαν για τα επόμενα τέσσερα χρόνια στα 33 δισ. δολ. Αυστραλίας. Η κεντρική τράπεζα της χώρας αντέδρασε μειώνοντας το βασικό επιτόκιο σε ιστορικό χαμηλό, στο 2,5%.
Οι κλάδοι της οικονομίας που δεν σχετίζονται με τους βασικούς πόρους είχαν μάλλον κακή πορεία τα τελευταία χρόνια, καθώς η φρενήρης ανάπτυξη στον μεταλλευτικό κλάδο ώθησε το δολάριο Αυστραλίας σε επίπεδα υψηλότερα από την ισοτιμία 1 προς 1 έναντι του αμερικανικού δολαρίου. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τους ανώτερους μισθούς, ωθούσε σε απαγορευτικά υψηλά επίπεδα τις τιμές της βιομηχανίας. Η Ford φεύγει από την Αυστραλία. Ο κλάδος υπηρεσιών, που αντιστοιχεί στα δύο τρίτα της οικονομίας, επίσης παλεύει. Οι τουρίστες και οι ξένοι φοιτητές αποθαρρύνονται από τις υψηλές τιμές.
Ορισμένες από αυτές τις επιπτώσεις θα αντισταθμιστούν από την αποδυνάμωση του νομίσματος, που ο Γκλεν Στίβενς, ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Αυστραλίας, χαρακτήρισε «κανονικό ρόλο του νομίσματος να απορροφά τα σοκ». Το νόμισμα έχει υποχωρήσει 15% από τις αρχές Απριλίου. Δεν είναι σαφές, όμως, εάν αυτό θα είναι αρκετό.

Είναι ευκολότερο να κλείσεις ένα εργοστάσιο από ό,τι να ανοίξεις. Είναι γεγονός ότι οι εξαγωγές ορισμένων εμπορευμάτων, και ειδικότερα του φυσικού αερίου, θα συνεχίσουν να αυξάνονται καθώς θα υπάρχει νέα παραγωγή. Οι επενδύσεις στον κλάδο των βασικών πόρων όμως -που αντιστοιχούσαν στο 8% του ΑΕΠ ενώ ο μέσος όρος των τελευταίων 50 ετών ήταν στο 2%- θα μειωθούν απότομα. Σε επίπεδο καταναλωτών υπάρχει υπερβολική μόχλευση. Κατά συνέπεια, είναι μάλλον απίθανο να καλύψουν οι καταναλωτές το κενό. Η Αυστραλία θα μπορούσε να οδεύει στην πιο δύσκολη οικονομική περίοδο της τελευταίας γενιάς.
Όποιος κι αν κερδίσει στις εκλογές τον επόμενο μήνα θα έχει ελάχιστα διαθέσιμα εργαλεία για να αντιμετωπίσει τη θεμελιώδη οικονομική στροφή. Ένα πράγμα προκαλεί εντύπωση: Μετά από μία 20ετία επέκτασης θα περίμενε κανείς ότι οι πολιτικοί θα το είχαν σκεφτεί και θα είχαν προετοιμαστεί καλύτερα γι’ αυτήν τη μέρα. Υπήρξαν σποραδικές συζητήσεις για τη δημιουργία ενός ταμείου για τους χαλεπούς καιρούς ή για την ίδρυση ενός κρατικού επενδυτικού ταμείου που θα εκμεταλλευόταν τα κέρδη του μεταλλευτικού κλάδου. Υπό αυτήν την έννοια, η πρόταση του κ. Ραντ για «σούπερ φόρο» ήταν στη σωστή γραμμή, αν και ήταν πλέον πολύ αργά και με κακή υλοποίηση.

Έτσι, η Αυστραλία εμφανίζεται πιο ευάλωτη στην πτώση από ό,τι θα μπορούσε να είναι. Καθώς η ανάπτυξη επιβραδύνεται, θα πρέπει να ελπίζει στο ότι η υποχώρηση του εθνικού της νομίσματος θα αντισταθμίσει την κατάσταση δίνοντας ζωή σε άλλους τομείς της οικονομίας. Σε σύγκριση με άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες, η δική της δείχνει ευλογημένη. Ο επόμενος πρωθυπουργός, όμως, θα ελπίζει να μη στερέψει η τύχη. Τουλάχιστον όχι ακόμη.

*Ο David Pilling είναι σχολιαστής της εφημερίδας «Financial Review».