Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της ομογένειας, αλλά και της Δικαιοσύνης, παραμένουν τα όσα διαδραματίστηκαν στον οίκο ευγηρίας «Βασιλειάδα» στο Fawkner, με πολλούς θανάτους συμπάροικων πέρυσι, εν μέσω της κορύφωσης του δεύτερου κύματος της πανδημίας στη Βικτώρια.

Υπενθυμίζεται ότι διεξάγεται ιατροδικαστική έρευνα για τα αίτια των θανάτων, έχει κατατεθεί μαζική αγωγή συγγενών των θυμάτων, ενώ εντός δυο μηνών αναμένεται να ολοκληρωθεί έρευνα του Worksafe για να διαπιστωθεί αν θα ασκηθεί δίωξη στους υπεύθυνους του ομογενειακού ιδρύματος.

Σημειώνεται επίσης ότι διεξήχθη ανεξάρτητη έρευνα, την οποία ανέθεσε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και δόθηκε Notice to Agree (NTA) (σημείωμα συμμόρφωσης) από την Aged Care Quality and Safety Commission.

Όπως έγραψε ο «Νέος Κόσμος», κατόπιν απόφασης του Coroners Court, η πρώτη δημόσια ακρόαση για την ιατροδικαστική έρευνα προγραμματίστηκε για τις 15 Νοεμβρίου και αναμένεται να διαρκέσει 4 εβδομάδες.

Η προκαταρκτική διαδικασία την Τετάρτη ξεκίνησε με την κατάθεση του καταλόγου με τα ονόματα του κάθε ενός ανθρώπου που έχασε τη ζωή του στον οίκο ευγηρίας τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 2020.

Η Herald Sun ανέφερε ότι από 117 ηλικιωμένους που ζούσαν στις εγκαταστάσεις στο Fawkner, 50 απεβίωσαν, με το θάνατο των 45 από αυτούς να αποδίδεται στην COVID-19.

Αλλά ο αριθμός των θανάτων από μόνος του, δεν αποδίδει το «τραύμα και τη θλίψη» που υπέφεραν οι τρόφιμοι «και τον τεράστιο αντίκτυπο στα μέλη της οικογένειάς τους», ανέφερε ο νομικός σύμβουλος Peter Rozen QC, επικαλούμενος τα στοιχεία έρευνας που διεξήχθη.

Επεσήμανε ότι το πρώτο άτομο του προσωπικού της «Βασιλειάδας» που κόλλησε τον ιό, εργάστηκε δύο βάρδιες χωρίς ατομικό προστατευτικό εξοπλισμό, αφού εξετάστηκε στις 5 Ιουλίου. Το αποτέλεσμα της εξέτασης, στις 9 Ιουλίου, ήταν θετικό.  Ακόμη, είπε ότι συνάδελφοι, που είχαν εργαστεί μαζί της, συνέχισαν να πηγαίνουν στη δουλειά, ενώ ενημερωτικό σημείωμα προς το προσωπικό δεν εστάλη μέχρι τις 13 Ιουλίου.

Η «Βασιλειάδα» κάλεσε την γραμμή ανάγκης του Υπουργείου Υγείας της Βικτώριας, αλλά το πολιτειακό Υπουργείο δεν ενημέρωσε το ομοσπονδιακό άμεσα.  Ακόμη, αναφέρθηκε ότι εργαζόμενος στη ρυθμιστική Αρχή για τους Οίκους Ευγηρίας (ACQSC), ενημερώθηκε από το ομογενειακό ίδρυμα «κατά τη διάρκεια μία μακράς τηλεφωνικής συζήτησης», σε έρευνα ρουτίνας στις 10 Ιουλίου, αλλά δε μετέφερε περαιτέρω την πληροφορία.

Ο κ. Rozen τόνισε ότι χάθηκαν 4 ημέρες ενώ ο ιός εξαπλωνόταν. Μέσα σε μία εβδομάδα από το πρώτο κρούσμα, ακόμη 7 μέλη του προσωπικού και 11 ηλικιωμένοι είχαν κολλήσει τον ιό, έως τις 17 Ιουλίου.

Η Herald Sun επεσήμανε ότι, σύμφωνα με τα όσα ειπώθηκαν στο δικαστήριο, σε αυτή τη συγκυρία, μέλη οικογενειών των τροφίμων προσπαθούσαν να έρθουν σε επικοινωνία με τους αγαπημένους τους στη «Βασιλειάδα», αλλά δε λάμβαναν απάντηση στα τηλέφωνα.

Η ομάδα που συστάθηκε από την από κοινού από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και την κυβέρνηση της Βικτώριας για τη «Βασιλειάδα» είχε την πρώτη της συνάντηση στις 20 Ιουλίου.

Αναφέρθηκε πως γιατροί είχαν «πολύ μεγάλη ανησυχία» για το σχέδιο αντικατάστασης του προσωπικού του οίκου ευγηρίας, που θεωρείτο ότι είχε έρθει σε επαφή με κρούσματα. Το σχέδιο χαρακτηρίστηκε «σοκαριστική ιδέα» και «καταστροφή», είπαν γιατροί του Northern Health. Η ανησυχία έδραζε στο οποίο η αντικατάσταση ατόμων που γνώριζαν τη λειτουργία του ιδρύματος και ήταν γνωστά πρόσωπα στους ηλικιωμένους θα μπορούμε να οδηγήσει σε «επιδείνωση και θάνατο τροφίμων», καθώς υπήρχε κίνδυνος αφυδάτωσης και αφαγίας.

Εντέλει το προσωπικό αντικαταστάθηκε στις 22 Ιουλίου, μετά από οδηγία των αξιωματούχων Υγείας, Δρ Finn Romanes και καθηγητή Brett Sutton.

Σύμφωνα πάντα με την Herald Sun, ο Δρ Romanes είπε στον καθηγητή Sutton πως η θνησιμότητα σε περιπτώσεις σαν και αυτή είναι «εξαιρετικά υψηλή» και «ακόμη και λίγα κρούσματα να αποτραπούν από αυτή την ενέργεια θα μπορούσε να σώσει ζωές». Αλλά, σύμφωνα με το προσωπικό, «κυριολεκτικά, πήγαμε από τη μία κρίση στην άλλη». Χρειάζονταν περισσότερα άτομα. Μέσα σε δύο ημέρες, περίπου 10 από τους νέους εργαζόμενους, μη μπορώντας να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες που συνάντησαν, αρνήθηκαν να πάνε στη δουλειά τους. Έρευνα ανέφερε ότι «τραυματίστηκαν βαθιά από την εμπειρία» αυτή.

Ακόμη, οι νέοι μάγειρες δεν είχαν πείρα στην προετοιμασία τροποποιημένων γευμάτων και δεν υπήρχαν αρχεία για τις διατροφικές ανάγκες του κάθε ηλικιωμένου. Ορισμένοι τρόφιμοι μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο μεταξύ 24 και 26 Ιουλίου όπου διαπιστώθηκε ότι πάσχουν από «αφυδάτωση» και επιδείνωση της υγείας τους (deconditioning), για τα οποία είχε εκφραστεί ανησυχία.

Ο κ. Rozen είπε πως πολλοί ηλικιωμένοι απεβίωσαν. Οι οικογένειές τους, πρόσθεσε, συμμερίζονται την ανησυχία πως η επιδείνωση της υγείας των δικών τους, συνέβαλε στην αδυναμία τους να παλέψουν με τον ιό. Το Δικαστήριο, υποστήριξε, θα πρέπει να εξετάσει αν από τη μία οι Αρχές της ομοσπονδιακής κυβέρνησης γνώριζαν και από την άλλη τι έπραττε η Πολιτεία.

Ο συνήγορος του Υπουργείου Υγείας, Morgan McLay, ανέφερε ότι ο πελάτης του είναι αντιμέτωπος με τη διαχείριση της τρέχουσας κρίσης COVID-19 και εξέφρασε ένσταση σχετικά με τη διεξαγωγή της ακροαματικής διαδικασίας το Νοέμβριο.

Αλλά, ο ομογενής δικηγόρος Γιάννης Καραντζής (John Karantzis), του γραφείου Carbone Lawyers, όπως ανέφερε και στον «Νέο Κόσμο», ζήτησε από το Δικαστήριο να μην υπάρξει άλλη καθυστέρηση.  «Εκπροσωπούμε συγγενείς θυμάτων και επιβάλλεται η ιατροδικαστική έρευνα να ολοκληρωθεί όσο πιο σύντομα γίνεται» υπογράμμισε.

Ο ιατροδικαστής John Cain επεσήμανε πως γνωρίζει καλά πως οι οικογένειες των θυμάτων θέλουν μία εξήγηση και να κατανοήσουν τι συνέβη και γιατί και πως επίσης δε θέλει να καθυστερήσει η διαδικασία. Αναγνώρισε τη θλίψη και την απώλεια για τις οικογένειες, σημειώνοντας το τραύμα όχι μόνο για τους θανάτους, αλλά και το γεγονός ότι ήταν αποκομμένοι από τους δικούς τους σε στιγμές ανάγκης. «Είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς μία πιο δύσκολη και καταστροφική κατάσταση», είπε.