Η Αυστραλία σύναψε συμφωνία με την Merck Sharp & Dohme (MSD) ώστε να έχει πρόσβαση σε 300.000 δόσεις θεραπείας κατά της COVID-19 με το πολλά υποσχόμενο φάρμακο Molnupiravir.
Πρόκειται για ένα αντιικό χάπι, με τη δραστική ουσία μολνοπιραβίρη, το οποίο αναπτύσσεται για ενήλικες ασθενείς με ήπια συμπτώματα COVID-19, ανέφερε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, σημειώνοντας ότι τα δεδομένα έως τώρα δείχνουν πως είναι αποτελεσματικό να αποτρέπει τη σοβαρή νόσηση με COVID-19, τη νοσηλεία και θανάτους.
Ενώ το Molnupiravir είναι στα τελευταία στάδια των κλινικών δοκιμών, η συμφωνία με την MSD είναι να προμηθεύσει τη θεραπεία την Αυστραλία, αν το φάρμακο αυτό εγκριθεί από την Υπηρεσία Θεραπευτικών Προϊόντων (TGA), κάτι που μπορεί να συμβεί στις αρχές του 2022.
Ο ομοσπονδιακός πρωθυπουργός, Scott Morrison ανέφερε ότι τα εμβόλια κατά της COVID-19 και οι θεραπείες, όπως το Molnupiravir, θα ενισχύσουν το Εθνικό Σχέδιο «ανοίγματος» της χώρας και να διατηρηθεί ασφαλής.
«Καθόλη τη διάρκεια της πανδημίας παρακολουθούμε στενά τις εξελίξεις με τα εμβόλια κατά της COVID-19 και φάρμακα και το Molnupiravir θα είναι διαθέσιμο στην Αυστραλία αν εγκριθεί από την TGA» δήλωσε. «Ενώ οι εμβολιασμένοι αυξάνονται, επενδύουμε σε, και παρακολουθούμε στενά, έρευνες για θεραπείες κατά COVID-19 και εξασφαλίζουμε προμήθειες από υποσχόμενα φάρμακα».
Αν οι ειδικοί υγείας της TGA εγκρίνουν αυτό το φάρμακο για χρήση, θα προστεθεί στο «οπλοστάσιο», μαζί με τα Sotrovimab και Remdesivir, τα οποία είναι διαθέσιμα στους γιατρούς της Αυστραλίας για τη θεραπεία όσων νοσούν με COVID-19.
Το Molnupiravir έχει μορφή κάψουλας και χορηγείται 2 φορές την ημέρα για 5 ημέρες σε ενήλικες ασθενείς με ήπια συμπτώματα COVID-19.
Οι εταιρίες MSD και Ridgeback Biotherapeutics, ανακοίνωσαν πρόσφατα ότι το Molnupiravir μείωσηε κατά το ήμισυ (50%) τον κίνδυνο νοσηλείας ή θανάτου από COVID-19, σύμφωνα με τα στοιχεία των κλινικών δοκιμών.
Ο ομοσπονδιακός υπουργός Υγείας, Greg Hunt, σημείωσε ότι τα θετικά αυτά δεδομένα εξετάζονται επίσης από την TGA. «Όλες οι διαδικασίες εξέτασης θεραπειών για COVID-19 είναι ύψιστης προτεραιότητας ως μέρος της ‘απάντησης’ της κυβέρνησης στην πανδημία», τόνισε.
Οι εμβολιασμοί, είπε, παραμένουν ο πιο σημαντικός και ασφαλής τρόπος για τους Αυστραλούς να προστατευτούν οι ίδιοι και να προστατεύσαουν αγαπημένους τους από την COVID-19. Επιπρόσθετα, ανέφερε, η κυβέρνηση θα αναζητήσει συμφωνίες και για άλλα φάρμακα που θα βοηθήσουν όσους νοσήσουν.
Στις 9 Αυγούστου 2021 η TGA ξεκίνησε την προκαταρκτική διαδικασία για το Molnupiravir και πλέον μπορεί να καταθέσει αίτημα για προσωρινή έγκριση του φαρμάκου στην Αυστραλία. Η εξέταση του αιτήματος, το οποίο αναμένεται σύντομα, εκτιμάται ότι θα γίνει στα τέλη του 2021 και αν δοθεί το «πράσινο φως» τα πρώτα φάρμακα θα φτάσουν στις αρχές του 2022.
«Ένα ασφαλές, αποτελεσματικό και σε προσβάσιμη τιμή φάρμακο που χορηγείται από το στόμα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τεράστια πρόοδος στη μάχη κατά της COVID-19», δήλωσε στο Reuters ο Πίτερ Χόρμπι, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ο οποίος ειδικεύεται στις νεοεμφανιζόμενες μολυσματικές ασθένειες.
«Αυτό θα αλλάξει τη συζήτηση σχετικά με τον τρόπο διαχείρισης της COVID-19», επεσήμανε ο CEO της Merck Ρόμπερτ Ντέιβις. Οι επενδυτές πιστεύουν ότι «ο κόσμος θα φοβάται λιγότερο την COVID και δε θα βασίζεται πλέον τόσο στον εμβολιασμό, εάν υπάρχει ένα απλό χάπι που μπορεί να την θεραπεύσει» δήλωσε ο αναλυτής του οίκου Jefferies, Μάικλ Γι.
Στη μελέτη για το εν λόγω φάρμακο, συμμετείχαν ασθενείς με εργαστηριακά επιβεβαιωμένη COVID ήπιας ή μέτριας μορφής, οι οποίοι είχαν συμπτώματα που δε διήρκεσαν παραπάνω από 5 ημέρες. Σε όλους τους, υπήρχε τουλάχιστον ένας παράγοντας κινδύνου που συνδεόταν με την αντίδραση του οργανισμού τους στη νόσο, όπως η παχυσαρκία ή το γήρας.
Η Merck ανέφερε ότι από τη μέχρι στιγμής αλληλουχία του ιού, φαίνεται πως το Molnupiravir είναι αποτελεσματικό απέναντι σε όλες τις παραλλαγές του κορoνοϊού, συμπεριλαμβανομένης της άκρως μεταδοτικής «Δέλτα», η οποία βρίσκεται πίσω από την πιο πρόσφατη έξαρση νοσηλειών και θανάτων παγκοσμίως.
Η εταιρεία επεσήμανε ότι ο αριθμός των ανεπιθύμητων παρενεργειών ήταν παρόμοιος τόσο στους ασθενείς που έλαβαν το φάρμακο όσο και σε εκείνους που έλαβαν placebo (εικονικό φάρμακο), χωρίς να δώσει περαιτέρω λεπτομέρειες.