ΣΤΙΣ καλές της στιγμές η τηλεόραση είναι μαγική.
ΜΙΑ πραγματική πηγή γνώσεων, εκτόνωσης, προβληματισμού και ερωτηματικών για τα μύρια όσα μας ακολουθούν (και απασχολούν) σε τούτη τη ζωή.
ΕΙΝΑΙ, βέβαια, λίγες οι καλές της στιγμές, αλλά έτσι είναι συνήθως τα καλά πράγματα.
ΤΑ διαμάντια έχουν την αξία που έχουν γιατί είναι σπάνια.
ΠΡΟΧΘΕΣ, με το τηλεκοντρόλ στο χέρι, έκανα αυτό που (συνήθως) κάνω κάθε βράδυ.
ΕΝΑN περίπατο στο «σουπερμάρκετ» των εικόνων και της πληροφόρησης για να επιλέξω τα «προϊόντα» της αρεσκείας μου.
ΤΙΣ περισσότερες βραδιές δεν βρίσκω τίποτα, την κλείνω και, είτε σερφάρω στο internet είτε ανοίγω κανένα από τα μισοδιαβασμένα βιβλία που βρίσκονται πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού που χρόνια τώρα παριστάνει και τη… βιβλιοθήκη.
ΕΙΝΑΙ πολλά τα μισοτελειωμένα βιβλία και ορισμένα, ενδεχομένως, να μη τα διαβάσω ποτέ.
ΜΟΥ αρέσει, όμως, να τα βλέπω και να αισθάνομαι ότι με μια (μικρή) κίνηση του χεριού μου, θα μου κρατήσουν συντροφιά, χωρίς να μου ζητούν αφοσίωση και συνέπεια.
ΠΡΙΝ κάνω τον τηλε-περίπατο χάζευα έναν μεγάλο χάρτη της Αυστραλίας (σε βιβλίο) που είχα αγοράσει σε ένα Roadhouse του Stuart Highway, στο τελευταίο ταξίδι στη Βόρεια Αυστραλία τον περασμένο Μάρτη και ο οποίος βρίσκεται μόνιμα στο τραπεζάκι εδώ και πέντε μήνες.
ΛΙΓΟ η Άνοιξη, λίγο η ηλιοφάνεια και η άνοδος της θερμοκρασίας, με έβαλαν στην «πρίζα» και άρχισα να σκέφτομαι δρόμους και ταξίδια.
ΣΕ αυτή τη ψυχολογική κατάσταση βρισκόμουν, όταν διαπίστωσα ότι το ABC είχε μια συνέντευξη που πήρε ο γνωστός τηλεπαρουσιαστής του σταθμού, Kerry O’Brien, από τον Clive James και η τηλεόραση της SBS ένα δίωρο ντοκιμαντέρ (μετά τα μεσάνυχτα!) για τον Τσε Γκεβάρα.
ΘΑ το ξενυχτίσεις (λέω στον εαυτό μου) πάλι σήμερα, αλλά δεν πειράζει. Αξίζει τον κόπο.
ΚΑΙ οι δύο (για διαφορετικούς, βέβαια, λόγους ο καθένας) έχουν «γράψει» μέσα μου.
Ο Clive James για το αστείρευτο χιούμορ του και τα εκπληκτικά του ταξιδιωτικά (και όχι μόνο) βιβλία, και ο Τσε για το αδυσώπητο κυνηγητό στη μεγάλη της ζωής του ουτοπία: την επανάσταση.
Ο Τσε έφυγε από τούτο τον κόσμο το 1967, σε ηλικία 39 χρόνων, ενώ ο Clive ετοιμάζεται για της ζωής του το τελευταίο ταξίδι στα 74 χρόνια.
ΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΣ ότι είναι βαριά άρρωστος (πάσχει από λευχαιμία και εμφύσημα) και ο χρόνος που του απομένει είναι λίγος, αποφάσισα να δω τη συνέντευξη λόγω και της μεγάλης εκτίμησης που έχω στην παιδεία του Kerry O’Brian.
ΗΤΑΝ μια εκπληκτική συνέντευξη. Από αυτές που εύχεσαι να μην τελειώσουν. Ο Clive, the boy from Kogarah, έκανε ακόμα μια (φιλότιμη) προσπάθεια να μιλήσει για το μεγάλο άγνωστο: τον εαυτό του.
ΚΑΙ η προσπάθεια αυτή, τουλάχιστον προς το παρόν, έμεινε ελλιπής, αφού ελάχιστοι άνθρωποι έχουν τη απαιτούμενη ψυχική δύναμη (και ικανότητα) να μιλήσουν για την σκοτεινή (και αθέατη) όψη του εαυτού τους.
ΚΑΙ δεν το κάνουν, όπως ισχυρίστηκε και ο Clave, όχι γιατί φοβούνται την αλήθεια, αλλά γιατί θα πληγώσουν ανθρώπους που αγαπάνε και θα αλλάξουν (για πάντα) την εικόνα που έχουν γι’ αυτούς άνθρωποι που εκτιμούν.
Ο Clive James γεννήθηκε στο Σίδνεϊ και μετανάστευσε στην Αγγλία (που ακόμα ζει) το 1960, όπου πριν γίνει δημοσιογράφος, ταξιδιώτης, τηλεπαρουσιαστής και συγγραφέας έκανε διάφορες δουλειές του «ποδαριού» για να τα βγάλει πέρα.
ΑΥΤΟΙ που τον γνωρίζουν καλά, μιλούν για έναν ευφυή και ευαίσθητο διανοούμενο, αλλά παράλληλα και για ένα δύστροπο και ασυμβίβαστο άτομο εγωιστικά «κολλημένο» στο δικό του κόσμο.
ΣΤΗ δημιουργία της πιο πάνω εικόνας συνέβαλε και το γεγονός ότι ποτέ δεν είχε καλές σχέσεις με τους δικούς του ανθρώπους (και χρόνο) για την οικογένειά του.
Ο ίδιος δεν το έκρυψε, λέγοντας ότι δεν διέθετε τα απαραίτητα εφόδια για να γίνει καλός σύζυγος και πατέρας και ότι «άλλες» ήταν οι προτεραιότητες της ζωής του.
ΕΚΤΟΣ, όμως, από τηλεπαρουσιαστής, ταξιδιώτης, συγγραφέας (και «κακός» οικογενειάρχης) θα πρέπει να είναι και μεγάλος ποιητής, αν κρίνω από τα ποιήματά του που απάγγειλε ο ίδιος και ο Kerry O’Brien κατά τη διάρκεια της συνέντευξης.
ΕΝΑ από αυτά το είχε αφιερώσει στη γυναίκα του, η οποία μην μπορώντας να τον αντέξει και να ζήσει μαζί του, τον εγκατέλειψε.
ΟΤΑΝ ο Kerry, συγκινημένος από το ποίημα, τον ρώτησε αν ήθελε να ξανασμίξουν, ο Clive του απάντησε: «Ναι, εγώ θέλω και την περιμένω, αλλά δεν θέλει αυτή…».
ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΟΣ στην ποίηση, είπε ότι πρόκειται για το πρώτο απόσταγμα του λόγου που, μαζί με τη Φιλοσοφία, αποτελούν τα προωθημένα παρατηρητήρια της ανθρώπινης σκέψης.
Η ποίηση, πρόσθεσε, σε αναγκάζει να προχωράς σε διαρκείς αφαιρέσεις, συμπυκνώνοντας νοήματα και ιστορίες σε λίγες γραμμές.
ΕΝΑΣ ποιητής μπορεί σε ένα ποίημα να πει περισσότερα απ’ ό,τι ένας συγγραφέας σε ένα ολόκληρο βιβλίο.
Ο Clive James έγραφε ποιήματα από μικρός και, όπως είπε -με φανερή ανακούφιση-, «ευτυχώς που οι εκδότες στους οποίους και κατέφυγα αρνήθηκαν να μου τα τυπώσουν, προστατεύοντάς με…».
ΤΑ πιο γνωστά του βιβλία είναι η «παράφραση» των ποιημάτων του Δάντη, το «Unreliable Memoirs», το «Cultural Amnesia» και το «Opal Sunset».
ΕΓΩ, όμως, περισσότερο απ’ όλα, συνεχίζω να θαυμάζω τα ταξιδιωτικά του και τις τηλεοπτικές εκπομπές που έκανε απ’ όλο τον πλανήτη με τίτλο «Καρτ Ποστάλ από τον κόσμο».
ΑΝ και έχουν περάσει 20 χρόνια ακόμα θυμάμαι ένα οδοιπορικό που έκανε στις πρώην «σοσιαλιστικές» χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
ΔΕΝ θα ξεχάσω ότι πηγαίνοντας με ένα ρώσικο αυτοκίνητο Landa σε έναν χορό στο Ανατολικό Βερολίνο και, χορεύοντας ένα νοσταλγικό ταγκό με μια ηλικιωμένη κυρία σε μια τεράστια (και σχεδόν) άδεια αίθουσα, περιέγραψε -χρησιμοποιώντας τις… τεχνολογικές καινοτομίες του Landa και τις αναμνήσεις της κυρίας-, το πέρασμα του «σοσιαλισμού» από τις χώρες αυτές.
ΚΑΤΑΦΕΡΕ μέσα σε ένα δεκάλεπτο να περιγράψει το σοσιαλιστικό όνειρο και τις συμφορές που το ακολούθησαν και το σημάδεψαν. Αυτό ήταν πράγματι ποίηση σε όλο της το μεγαλείο.
ΤΕΛΕΙΩΝΟΝΤΑΣ τη συνέντευξη, φανερά εξαντλημένος παρακάλεσε τον Kerry (επειδή η υγεία του δεν του επιτρέπει να ταξιδέψει και να πεθάνει στην Αυστραλία) να βάλει ένα χεράκι να σκορπίσουν την τέφρα του στο λιμάνι του Σίδνεϊ.
ΤΟ ντοκιμαντέρ για τον Τσε -με τίτλο «Chevolution»- που ακολούθησε, ήταν, βέβαια, αφιερωμένο στη ζωή του, αλλά είχε ως επίκεντρο την κλασική (και παγκόσμια γνωστή) φωτογραφία του που έβγαλε το 1960 κατά τη διάρκεια μιας κηδείας στην Αβάνα ο Κουβανός φωτογράφος, Alberto Korda.
ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ για τη γνωστή φωτογραφία που εκτός από πανό και αφίσα, έχει γίνει και σήμα κατατεθέν (τα τελευταία 45 χρόνια) των απανταχού επαναστατημένων.
Η συγκεκριμένη φωτογραφία δεν ενέπνευσε μόνο τους επαναστάτες, αλλά και τους εχθρούς της επανάστασης τους καπιταλιστές να κερδίσουν πολλά λεφτά χρησιμοποιώντας την εμβληματικά στις διαφημιστικές τους εκστρατείες για να προωθήσουν τα προϊόντα τους.
ΓΙΑ τη φωτογραφική τέχνη, η φωτογραφία του Korda ήταν ό,τι είναι και για τη ζωγραφική ο πίνακας της Μόνα Λίζα.
Η φωτογραφία αυτή εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε μια συγκέντρωση στην Πλατεία της Επανάστασης στην Αβάνα το 1965 με την ερώτηση: Πού είναι ο Τσε;
ΗΤΑΝ η εποχή που είχε φύγει από την Κούβα και πριν πάει στο Κονγκό, όπου ούτε και η CIA δεν γνώριζε πού ήταν, ενώ κυκλοφορούσαν και φήμες ότι τον δολοφόνησε ο Φιντέλ Κάστρο.
ΚΑΝΕΙΣ, όμως, δεν μπορεί να καθιερωθεί ως παγκόσμιο ανατρεπτικό σύμβολο, αν δεν το καθιερώσουν πρώτα οι καθιερωμένοι.
ΚΑΙ αυτό έγινε στο Παρίσι, την πόλη του φωτός, των μεγάλων επαναστάσεων και ανατροπών τον Μάη του 1968 όταν οι επαναστατημένοι φοιτητές κυκλοφόρησαν τη φωτογραφία σε χιλιάδες αφίσες και την περιέφεραν στην πρώτη γραμμή στους φλεγόμενους δρόμους.
ΣΤΗ συνέχεια κυκλοφόρησε σε μπλουζάκια, καπέλα και μαγιό σε ολόκληρο τον κόσμο και ενώ ένας μεγάλος αριθμός αυτών που τον «φοράνε» δεν ξέρουν ποιος είναι, αλλά τους αρέσει γιατί είναι (όπως είπε και μια Κινεζούλα που ρωτήθηκε) πολύ… Cool!
ΓΙΑ μένα ο Τσε αντιπροσωπεύει την ουτοπία. Ένα ταξίδι ήταν ολόκληρη η ζωή του, που ο προορισμός λίγο τον απασχολούσε, γι’ αυτό και άφηνε τα πάντα μισοτελειωμένα συμπεριλαμβανομένης και της επανάστασης.
ΤΟ πρόβλημα με την ουτοπία είναι ότι πρέπει να την πιστέψεις για να γίνει το θαύμα και το όνειρο (έστω μισοτελειωμένη) πραγματικότητα.
ΚΑΙ ο Τσε έγινε παγκόσμιο σύμβολο γιατί πίστευε πραγματικά στην ουτοπία του. Γεια χαρά.