Με την ευκαιρία του ότι φέτος, 2013, γιορτάζουμε το «Έτος Κ.Π. Καβάφη» και κάνοντας μία νέα περιδιάβαση στα γνωμικά και βαθυστόχαστα ποιήματά του, θέλω να καταθέσω μερικές προσωπικές σκέψεις μου σε δύο από τα πρώτα του ποιήματα, τα οποία φρονώ πως χάραξαν την ποιητική του πορεία.

 Λέγεται πως είμαστε ό,τι σκεφτόμαστε. ΄Η αλλιώς, όταν αλλάζεις τις σκέψεις σου, τότε αλλάζεις και τη ζωή σου, το είναι σου, τον κόσμο σου. Άλλοι πάλι το είπαν πως ό,τι σκέφτεσαι, αυτό γίνεσαι. Είμαστε όμως εμείς ό,τι είμαστε, μόνο με τα μάτια μας, την όσφρησή μας, την αφή μας και τις άλλες αισθήσεις μας. Αυτό που ονομάσαμε πραγματικότητα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μόνο αυτό που μάς εφοδιάζουν όλες οι εμπειρίες μας που αποκτήθηκαν με τις πέντε αισθήσεις μας. Άρα, ο αληθινός κόσμος γύρω μας είναι οι πληροφορίες των αισθήσεών μας και όχι τα ίδια τα πράγματα. Με αυτό το συλλογισμό μπορούμε να πούμε πως τα πράγματα δεν υπάρχουν και ότι αυτά υπάρχουν μόνο στη φαντασία μας.

 Εδώ έρχεται η ανθρώπινη γλώσσα που μάς δημιουργεί την ψευδαίσθηση για τα πράγματα της φαντασίας μας. Λέμε πως αυτό είναι τραπέζι, ή πίνακας, ή τριντάφυλλο και οι αισθήσεις μας τού έδωσαν σχήμα, χρώμα ή οσμή κ.τλ. Κάθε φορά που σκεφτόμαστε αυτά τα χαρακτηριστικά μεταχειριζόμαστε μία λέξη. ΄Εχοντας τη λέξη αυτή τραπέζι, πίνακας κ.τλ, μάς δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι όντως υπάρχει αυτό στο οποίο αντιστοιχεί η λέξη.

 Οι λέξεις είναι δημιουργήματα δικά μας, ανθρώπινα. Είναι κατασκευάσματα του νου μας και μόνο με αυτές το μυαλό μας μπορεί να γίνει δημιουργός. Αλλά ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι όταν οι λέξεις αυτές μάς υπαγορεύουν να υποθέσουμε πως αφού υπάρχει η λέξη, τότε υπάρχει και το πράγμα που φαντάστηκε ο νους. Πολλές φορές όμως –με την πάροδο του χρόνου– ξεχνούμε πώς κάναμε τις λέξεις αυτές και υποθέτουμε πως ό,τι εκφράζουν οι λέξεις υπάρχει, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχει.

ΑΣ ΠΑΡΟΥΜΕ ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

 Ένας άνθρωπος που μπαίνει ανάμεσα σε δύο φίλους ή ανάμεσα σε ένα ανδρόγυνο κ.λπ, με σκοπό να διαβάλλει, να συκοφαντήσει, να γίνει εχθρός (=διαβολή), η ελληνική γλώσσα τον ονόμασε διάβολο. Αυτομάτως η λέξη απέκτησε μία αρνητική σημασία. Ο διάβολος έγινε ο αντίθετος, όχι φίλος, αλλά εχθρός. Τον εχθρό δεν τον θέλει κανείς και με την πάροδο του χρόνου τον φαντάστηκε ο άνθρωπος άσκημο, με παραμορφωμένο πρόσωπο. Αργότερα του έβαλε και κέρατα, στραβά δόντια, μαύρο παρουσιαστικό, με ένα λόγο αποκρουστικό και δεν είχε γι’ αυτόν καμία συμπάθεια. ΄Εγινε πράγματι ο εχθρός του. ΄Ολα όμως αυτά έμειναν στο σφαίρα της ανθρώπινης φαντασίας. Αλλά, μια και υπάρχει η λέξη όλοι μας, πιστεύουμε πως υπάρχει ένα τέτοιο πλάσμα. Η ιδέα της ύπαρξής του μάς τρομάζει. Ο φόβος αυτός δεν μάς αφήνει να σκεφτούμε αλλιώς και κλεινόμαστε μέσα στη σημασία της λέξης που εμείς δώσαμε και η γλώσσα εδώ λειτουργεί άκρως παραπλανητικά.Και τούτο γιατί κανείς δεν είδε κανένα διάβολο να έχει όλα τα ανωτέρω παραπλανητικά στοιχεία. Εάν μπορούμε να βγάλουμε από μέσα μας τη λέξη διάβολος τότε μόνο θα απαλλαχτούμε από την ύπαρξή του. ΄Οσο την μεταχειριζόμαστε θα μάς παραπέμπει στη «διαβολική του» ύπαρξη. Η λέξη όμως φτούρησε και σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες: γαλλικά=diable, αγγλικά=devil, γερμανικά=teufel, ισπανικά=diablo και άλλα.

 Στην ίδια κατηγορία ανήκει και η λέξη μας θεός. Δεν υπάρχει τρόπος να πάμε πίσω για να δούμε πώς την έκαναν οι αρχαίοι μας. Μερικοί λένε πως προέρχεται από το ρήμα θέω = τρέχω (και βρίσκομαι παντού).  Άλλοι πάλι την ετυμολογούν από το ρήμα τίθημι. Οι περισσότεροι βάζουν τη λέξη στην δύσκολη κατηγορία και λένε πως είναι « αγνώστου ετύμου ». Το πιο σίγουρο είναι -για τους περισσότερους- πως αφού υπάρχει η λέξη, υπάρχει και θεός. Και εδώ φαίνεται καθαρά η παραπλανητική λειτουργία της γλώσσας. ΄Οπως ο διάβολος, έτσι και ο θεός –μέσω της ελληνικής γλώσσας– μεταδόθηκε σε όλες τις ευρωπακές γλώσσες μέσω της λατινικής γλώσσας και έγινε deus, deum, dies, divus και όλες αυτές είναι συγγενικές του Ζευς. Από εδώ η ελληνική γλώσσα έκανε εκατοντάδες άλλες λέξεις όπως Θεϊκός, θέωση, θεόπνευστος, θεοσεβής, θεολογία, θεοτόκος, θεοφάνια, θεοκρατία, θεομηνία, θεομήτωρ, Θεόφιλος = ο θεός τον αγαπάει, αλλά πώς το γνωρίζει αυτό;

 Με τέτοιες λέξεις οι αρχαίοι μας προσπάθησαν να λύσουν το πρόβλημα της ύπαρξής τους και δημιουργώντας τες πίστευαν πως έλυναν το πρόβλημα αυτό. Με αυτές όμως όρθωναν ένα μεγάλο εμπόδιο στη λύση του. Δημιούργησαν έναν απροσπέραστο τοίχο με άγριες πέτρες, έκαναν τα Μακρά τείχη για να προστατευτούν από το άγνωστο, αλλά εδώ είναι που κλείστηκαν έξω από τον κόσμο με γτις λέξεις τους και η τύχη τους τούς εγκατέλειψε.

ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΚΑΒΑΦΗΣ

 Αυτή είναι μία εκδοχή ερμηνείας σε ένα από τα πρώτα ποιήματα του Καβάφη « Τείχη » γραμμένο το 1897. Απολαύστε το:
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη∙

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α, όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

 Μερικά χρόνια αργότερα, το 1911, ο ποιητής πιο ώριμος πια και σε ένα στάδιο που ο ίδιος το περιγράφει «να μάθεις και να μάθεις από τους σπουδασμένους», γράφει την «Ιθάκη» του στο οποίο απορρίπτει τον κόσμο που έζησε όταν έγραψε τα «Τείχη» του.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

 Έτσι ο άνθρωπος πάντα θα βρίσκεται στο δρόμο για να γνωρίσει την τέλεια γνώση της πραγματικότητας, και αν αυτή υπάρχει. Και όπως το διατύπωσε ο ποιητής:

 Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
 ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.