Ουδέποτε έπαυσε να με εκπλήσσει η αμετροέπεια με την οποία οι εκάστοτε ποικιλώνυμοι ιθύνοντες της γενέτειρας (πολιτικοί, θρησκευτικοί, πνευματικοί) αρέσκονται να εκθειάζουν τα όποια – πραγματικά ή φανταστικά – επιτεύγματα  του απόδημου ελληνισμού και δη των πιο επιφανών τέκνων του. Επειδή οι σκοπιμότητες είναι αυτονόητες και προφανείς, αντιπαρέρχομαι τον σχολιασμό τους. Ανέκαθεν, πολύ δε περισσότερο σε καιρούς χαλεπούς, το εθνικό κέντρο αρέσκετο να πιστώνεται και καπηλεύεται, ελαφρά τη καρδία, τα επιτεύγματα των εκπατρισμένων παιδιών του. Το αν, βέβαια, έχει το ηθικό δικαίωμα να το κάνει – τη στιγμή μάλιστα που η ίδια η μητέρα πατρίδα διαχρονικά, «έδιωχνε» και συνεχίζει να «διώχνει» τα δυναμικότερα και αξιότερα των τέκνων της (“brain drain” είθισται να αποκαλείται) – ποσώς φαίνεται να την απασχολεί…

Θυμάμαι έντονα το μνημόσυνο που τελέστηκε από τον Μακαριότατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο, στον Ιερό Ναό Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου (17-2-2012) για τον μεγάλο απόδημο ερευνητή-επιστήμονα Γεώργιο Παπανικολάου (εφευρέτη του πασίγνωστου «Παπ τεστ») με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από τον θάνατό του (1833-1962).  Μεταξύ πολλών άλλων ο Μακαριότατος επεσήμανε το «αιώνιο χρέος τιμής και ευγνωμοσύνης που οφείλει ολόκληρη η ανθρωπότητα στην επιφανή μορφή του Γεωργίου Παπανικολάου για το πρωτοποριακό ερευνητικό του έργο και την προσφορά του στον άνθρωπο και στην επιστήμη», συμπληρώνοντας: «Αλλά και με τη συνολική επιστημονική του συμβολή στο πεδίο της κυτταρολογίας, ο χαρισματικός αυτός ερευνητής δικαίωσε τη λαμπρή παράδοση της Ελλάδος στην ιατρική από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας».

Αυτό που ασύγγνωστα αποσιώπησε ο Μακαριότατος, είναι ότι αυτό το «πρωτοποριακό ερευνητικό έργο» δεν προέκυψε φυσικά από το… ελληνικό DNA του Παπανικολάου – δηλαδή από κάποια ανωτερότητα της φυλής (!), όπως υπαινίσσεται, αναφερόμενος στην «παράδοση της Ελλάδος στην ιατρική» –, αλλά στο γεγονός ότι ο ανήσυχος, φιλόδοξος και σπουδαίος αυτός επιστήμονας αναγκάστηκε να εκπατριστεί στην Αμερική, όπου (ευτυχώς για τον ίδιο και την ανθρωπότητα) βρήκε πρόσφορο έδαφος για να αξιοποιήσει τις γνώσεις και το ταλέντο του υλοποιώντας τα όνειρά του. Γι’ αυτή τη στοργική δεύτερη πατρίδα του, όμως, ο Μακαριότατος δεν αναφέρει ούτε μισή λέξη. Κρίμα! Διότι εάν δεν έφευγε από τη χώρα-«νεκροταφείο», όπως απαξιωτικά αποκαλεί ο ίδιος ο Παπανικολάου την Ελλάδα, όλες οι φιλοδοξίες του θα είχαν θαφτεί ζωντανές, όπως αποκαλυπτικά γράφει σε φίλο του από τη Νέα Υόρκη το 1915:

«Η Ελλάς είναι ένα παμμέγιστο νεκροταφείο εις το οποίον είναι στημένα τα πέτρινα αγάλματα των αρχαίων σοφών. Πίσω. Πίσω. Πίσω! […] Έφυγα από την Ελλάδα με σπασμένα τα φτερά και νόμιζα πως δε θα μπορούσα πια ποτέ να πετάξω. Όλοι γύρω μου με θεωρούσαν ως ένα ναυαγησμένον ιδεοπαθή και άρχισα σιγά-σιγά να το πιστεύω και εγώ ο ίδιος. Ήμουν σαν κάποιο πουλί, κλεισμένο σ’ ένα στενό-στενό κλουβί, που δεν μπορεί να πετάξει ελεύθερα και νομίζει πως φταίει αυτό το ίδιο για την αδυναμία του». (Σημ.: Οι ισχυρισμοί του, δηλαδή, βρίσκονται σε αναντιστοιχία με όσα διατείνεται ο Μακαριότατος περί «λαμπρής παράδοσης στην ιατρική» κτλ). Ιδού – επιπροσθέτως – πώς έβλεπε τους Έλληνες συναδέλφους του πριν φύγει στην Αμερική: «“Ανάξιους ανθρώπους… σκουλίκια”, όπως τους ονόμαζε κάποτε, που σιχαινόταν και να τους πλησιάσει. Γι’ αυτό και άλλαζε δρόμο για να μην τους βλέπει. Του δημιουργούσαν την εντύπωση ότι η Ελλάδα και τα στενά της όρια δεν θα ήταν η χώρα στην οποία θα μπορούσε να αξιοποιήσει τις ιδέες του, τις απόψεις του, το ταλέντο του» (από το αφιέρωμα της ΝΕΤ «Η μηχανή του χρόνου», 14.10.2012).

Σε άλλη αποστροφή του λόγου του ο Μακαριότατος τόνισε: «Η επιστήμη είναι δώρο του Θεού και οι καρποί των κατορθωμάτων της αποτελούν μια επιπλέον νίκη του ανθρώπου ενάντια στη φθορά, ένα ακόμη βήμα, για να παραταθεί το θαύμα της ζωής πάνω στο θάνατο». (Σημ.: Με την προϋπόθεση, βέβαια, να μην παρεισφρύει το γνωστό «φακελάκι» –  που αποτελεί πια θεσμό στη χώρα του Ιπποκράτη – ως θαυματουργός παράγων πάσας νόσου…). Και ο αντίλογος του Παπανικολάου: «Ξέρουμε ότι στο εξωτερικό τους ερευνητές τούς έχουνε στην κορυφή της πυραμίδας, τους σέβονται και τους υπολήπτονται, ενώ στην Ελλάδα συμβαίνει το αντίθετο. Εάν είσαι ερευνητής σε θεωρούνε ένα φαφλατά, έναν τελείως αποτυχημένο, ενώ ο επαγγελματίας θεωρείται ο επιτυχημένος […] Ο Αμερικανός ή ο Ευρωπαίος όταν του πω ότι είμαι επιστήμων και δεν κάμνω άλλο τίποτε παρά να ερευνώ, με θεωρεί όχι μόνο ως χρήσιμο στοιχείο αλλά ως κάτι ανώτερο από τους κοινούς ανθρώπους. Ο Έλλην με θεωρεί, απεναντίας, ως ένα άχρηστο ον και όχι μόνο άχρηστον, αλλά και επικίνδυνον, ως ένα είδος φρενοπαθούς…» (Νέα Υόρκη 1915). (Σημ.: Μετά απ’ τα παραπάνω, πιστεύει ειλικρινά ο Μακαριότατος ότι αν ζούσε σήμερα ο Παπανικολάου θα ήταν περήφανος για την ιατρική επιστήμη και τη γενικότερη κατάσταση στη γενέτειρά του;).

Ολοκληρώνοντας την ομιλία του, ο Μακαριότατος είπε: «Δική μας αποστολή αποτελεί να παραγάγουμε τα πνευματικά αντισώματα, που θα λειτουργήσουν ως προστατευτικά της κοινωνίας από κάθε φθοροποιό νόσο που εκφυλίζει το ανθρώπινο πρόσωπο και οδηγεί στην ευτέλεια τον κοινό μας βίο». Ορθώς. Μόνο που τα «αντισώματα» αυτά δύσκολα μπορούν να παραχθούν όταν δεν ορθοτομείται και διαλαλείται ολόκληρος και όχι κουτσουρεμένος «ο λόγος της αληθείας». Φοβούμαι δε ότι ο «εκφυλισμός» θα συνεχισθεί κι επιδεινωθεί όσο προβάλλουμε και οικειοποιούμεθα ό,τι μας συμφέρει και απεκδυόμεθα αποσιωπώντας ό,τι θεωρούμε αρνητικό.Τέλος, ο Μακαριότατος ξέχασε ακόμη να αναφέρει, πρώτον, ότι ο «Δρ Παπ» επέστρεψε μετά από 44 χρόνια απουσίας στην Ελλάδα (για διακοπές), για να ξαναφύγει – το ίδιο απογοητευμένος και πικραμένος όσο και την πρώτη φορά – και να μην ξαναγυρίσει ποτέ πια. Δεύτερον, ότι ο λαμπρός επιστήμων είχε ως πρότυπο ζωής τον φιλοσοφικό λόγο του Νίτσε!…

Η περίπτωση του «Δρα Παπ» όμως δεν είναι η μοναδική. Πλείστοι επιφανείς απόδημοι οι οποίοι διέπρεψαν στα «ξένα», από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους έως σήμερα, κάθε άλλο παρά αγαθά αισθήματα έτρεφαν και τρέφουν προς την μητέρα-πατρίδα. Ορισμένοι μάλιστα άλλαξαν ονοματεπώνυμο, αποποιήθηκαν την ελληνική ιθαγένεια, έκοψαν κάθε σχέση με την Ελλάδα, δεν επαναπατρίστηκαν ποτέ και προτίμησαν να πεθάνουν και να ταφούν στην αλλοδαπή. Προφανώς είχαν πολλά κι εύλογα απωθημένα για μια ανάλγητη πατρίδα που συνηθίζει σαν βαμπίρ να «τρώει τα παιδιά της», εξού και την είχαν αποκηρύξει συνειδητά. Παραδόξως, ωστόσο, η «επίσημη» Ελλάδα ανέκαθεν συμπεριφερόταν με το… πέρα βρέχει, προσποιούμενη ότι δεν τρέχει τίποτα… Απεναντίας – κι εν αντιθέσει με τη βούλησή τους – δεν έχανε ευκαιρία που να μην να οικειοποιηθεί κι εκμεταλλευθεί, για ευνόητους λόγους, τα διάσημα απόδημα τέκνα της, θεωρώντας πως αποτελούν… αναπόσπαστη εθνική ιδιοκτησία της! Τα παραδείγματα πολλά. Η πιο βαρύγδουπη περίπτωση όμως όλων είναι αυτή της διασημότερης και οικουμενικότερης καλλιτέχνιδας των νεοτέρων χρόνων, της Μαρίας Κάλας, όπως την περιγράφει με χαρακτηριστικά σπαρταριστό τρόπο ένας άλλος διάσημος κι αιρετικός διανοούμενος της διασποράς, ο Ηλίας Πετρόπουλος:

«[…[ η Μαρία Κάλας ετιμήθη από το Ελληνικό Κράτος με μιαν άτιμη μεταθανάτια τελετή. Εννοώ την θλιβερή ιστορία με την τέφρα της Κάλας. […] Δεν νομίζω πως η Κάλας έτρεφε νοσταλγικά αισθήματα για την πατρίδα της. Η Κάλας γύρισε όλον τον κόσμο, αποφεύγοντας επιμελώς την Ψωροκώσταινα. Κι όταν αυτή η πανέξυπνη γυναίκα διέκοψε αιφνιδίως την καριέρα της, αποφάσισε να εγκατασταθεί στο Παρίσι (κι όχι στην Αθήνα!), όπου, άλλωστε, μετέφερε και τις καταθέσεις της. Η Κάλας πέθανε στο Παρίσι. Η σορός της (παρά τις επιταγές της Ορθόδοξης Εκκλησίας) αποτεφρώθηκε στο κρεματόριο του Περ-Λασέζ. […] Φανταζόμουν πως η Κάλας είχε βρει τη γαλήνη της. Όμως, ένα ωραίο πρωί, κάποιος νεοέλλην υπουργός σκέφτηκε να οργανώσει μια μεταθανάτια τελετή. Φυσικά, αυτό το κάθαρμα επιθυμούσε να δει τη μάπα του στην Τηλεόραση. Έτσι ζήτησε και έλαβε την τεφροδόχο της Κάλας. Επακολούθησε το σκόρπισμα της τέφρας στον Σαρωνικό, οπότε λόγω ανέμου η τέφρα πασπάλισε τους επισήμους που με αηδία έφτυναν (όλ’ αυτά κάτω από τις κάμερες της Τηλεόρασης). Έκτοτε η φωλίτσα της Κάλας παρέμενε άδεια και το σιδερένιο πορτάκι ορθάνοιχτο […] Από την περιπέτεια της τεφροδόχου της Κάλας ανακύπτουν δύο ερωτήματα: πρώτον, ποιος οργάνωσε αυτή την ασεβέστατη τελετή; και δεύτερον, γιατί οι γάλλοι έδοσαν την τεφροδόχο; […] Ελπίζω πως, οι νεοέλληνες δεν θα απαιτήσουν εις το μέλλον τα οστά όσων συγγραφέων μας, ή καλλιτεχνών, έζησαν στο Παρίσι, αγάπησαν το Παρίσι, πέθαναν στο Παρίσι…»*

Υ.Γ.: Καιρός πια το επίσημο Ελληνικό Κράτος να σταματήσει να παίζει τις κουμπάρες με τους απόδημους. Καιρός να καταλάβει επιτέλους ότι οι «διασημότητες» της ελληνικής διασποράς (άνθρωποι της επιστήμης, της τέχνης, των γραμμάτων, του πολιτισμού, του αθλητισμού, των επιχειρήσεων, της πρωτοπορίας) δεν οφείλουν καμία “loyalty” (πίστη ή αφοσίωση) στην Ελλάδα. Το γεγονός ότι τυγχάνουν ελληνικής καταγωγής, με ελληνικό ονοματεπώνυμο (για όσους δεν το έχουν ήδη αλλάξει) δεν τους κάνει υποχρεωτικά Έλληνες και δη υπερήφανους! Οι Έλληνες ιθύνοντες μπορούν να έχουν όσες ψευδαισθήσεις θέλουν. Αυτό όμως δεν αλλάζει καθόλου την πραγματικότητα. Πολλοί απ’ τους διάσημους ομογενείς – καλώς ή κακώς – είναι εντελώς αδιάφοροι για την Ελλάδα. Για να μην πω ότι ουκ ολίγοι διάκεινται αρνητικά, ή ακόμη κι εχθρικά, απέναντί της – για πολλούς και διαφόρους λόγους. Κυρίως για το γεγονός ότι η ανάλγητη μητριά-πατρίδα τούς «έδιωξε» προκειμένου να αναζητήσουν την τύχη τους σε άλλες πατρίδες. Εξού και δεν δικαιούνται να οικειοποιούνται, να πατρονάρουν και αντιμετωπίζουν ως ιδιοκτησία τους τους επιφανείς αποδήμους λόγω των επιτευγμάτων τους. Όταν άλλες πατρίδες τους βοήθησαν να αναδειχθούν. Διότι δεν ανήκουν σε κανέναν. Πολύ δε περισσότερο στο Ελληνικό Κράτος που τους αντιμετωπίζει ως «μόστρα», εργαλείο δημοσίων σχέσεων κι επικοινωνιακών τρικ. Με τέτοιες αήθεις πρακτικές όμως,  οι ευσεβείς πόθοι των ελληνικών κυβερνήσεων το “brain drain” να μετουσιωθεί σε “brain gain”, θα παραμείνει όνειρο απατηλό. Αν μη τι άλλο, διότι οι επιφανείς απόδημοι ποτέ δεν υπήρξαν «αγελάδα για άρμεγμα»…

(*Βλ. Ηλίας Πετρόπουλος, «Η Μαρία Κάλας», εφ. «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 4-2-2001.

Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής), συγγραφέας, δοκιμιογράφος-κριτικός και μεταφραστής λογοτεχνίας. Έχει δημοσιεύσει 24 αυτοτελή βιβλία και 5 μεταφρασμένα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Αρθρογραφούσε στα «Νέα» των Αθηνών, ενώ διετέλεσε δύο φορές εκλεγμένος συντονιστής του Παγκόσμιου Πολιτιστικού Δικτύου του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού – Ωκεανίας (1999-2006).