Ενώπιον του Ιατροδικαστή της Βικτώριας, John Cain, θα συνεχιστούν αυτήν την εβδομάδα οι καταθέσεις μαρτύρων για τις συνθήκες που επικρατούσαν στη «Βασιλειάδα» Fakner, πέρυσι κατά τη διάρκεια της έξαρσης COVID-19, με τους δεκάδες θανάτους ηλικιωμένων.
Οι εικόνες που περιγράφονται στο Δικαστήριο για την κατάσταση που επικρατούσε στον οίκο ευγηρίας, όπως έχει επισημανθεί και σε ανεξάρτητες έρευνες που διεξήχθηκαν, προκαλούν οδύνη: Άνθρωποι παραμελημένοι, αφυδατωμένοι και υποσιτισμένοι, φοβισμένοι, έφυγαν από τη ζωή μόνοι.
«Θυμάμαι να λαμβάνω διαφορετική ενημέρωση, από διαφορετικά άτομα, με διαφορετικές απόψεις για το πώς εξελισσόταν η κατάσταση … θυμάμαι να λαμβάνω (ένα email) και να κλαίω, ήταν μία ζοφερή κατάσταση», δήλωσε η Jackie Kearney, υπεύθυνη του Υπουργείου Υγείας για την Παρηγορητική Φροντίδα.
Τις προηγούμενες ημέρες, μία σειρά από emails που παρουσιάστηκαν στον Ιατροδικαστή, κατέδειξαν πως υπήρχε σοβαρή ανησυχία για την παύση του προσωπικού της «Βασιλειάδας», με εντολή του επικεφαλής των Υπηρεσιών Υγείας της Βικτώριας και αντικατάστασή του, με ευθύνη της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.
Ένα μήνυμα μεταξύ αξιωματούχων της Δημόσιας Υγείας έκανε λόγο για «εξαιρετικά υψηλού κινδύνου» κίνηση και «περαιτέρω ρίσκο» για την υγεία των ηλικιωμένων».
Στο Δικαστήριο αναφέρθηκε πως υπήρχε και η δυνατότητα μεταφοράς ηλικιωμένων σε ιδιωτικά νοσοκομεία στις 22 Ιουλίου και ερευνάται αν ήταν δυνατή η καλύτερη επικοινωνία μεταξύ Μελβούρνης και Καμπέρας εκείνες τις κρίσιμες στιγμές.
Οι υγειονομικές Αρχές της Βικτώριας, ειπώθηκε, είχαν βρει 115 κλίνες σε νοσοκομεία που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για ηλικιωμένους οι οποίοι είχαν εξεταστεί σε COVID-19 και ακόμη 499, για αρνητικούς σε COVID-19, ήταν δυνατόν να είναι έτοιμες σε 24 ώρες.
Η κα Kearney είπε πως πρακτικά ζητήματα μπορεί να υπήρχαν ακόμη και αν είχαν μετακινηθεί νωρίτερα οι άνθρωποι από τον οίκο ευγηρίας.
Αλλά, πρόσθεσε, «αν είχαμε κατανοήσει πώς μεταφορές επρόκειτο να γίνουν νωρίτερα, θα υπήρχαν επιπλέον ημέρες», για την προετοιμασία της διαδικασίας. Η ίδια επέμεινε πως αρμόδια ήταν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, αλλά στις 23 Ιουλίου ενεπλάκη επίσης στη διαδικασία.
Ο «σύνδεσμος» με την Καμπέρα, Kim Wilcox, άφησε να εννοηθεί πως οι ομοσπονδιακές Αρχές ήταν ανοιχτές να συζητήσουν τη μεταφορά σε ιδιωτικά νοσοκομεία, αλλά το θέμα παράμενε ασαφές. «Καλό … αλλά όχι απαραίτητα για τη ‘Βασιλειάδα’ … εκτός και αν πιστεύουμε ακόμη ότι χρειάζεται», έγραψε.
Εντός ημερών, μετά την αντικατάσταση του προσωπικού, 40 από τους 117 ηλικιωμένους του οίκου ευγηρίας χρειάστηκαν νοσηλεία, μετά από εντολή της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Η «Βασιλειάδα» εκκενώθηκε τελείως έως την 1η Αυγούστου.
Οι ευθύνες για το «πριν» (την παύση και αντικατάσταση του προσωπικού) και το «μετά», στον οίκο ευγηρίας, είναι υπό διερεύνηση από τον Ιατροδικαστή, με τους συγγενείς των θυμάτων να καταγγέλουν τη διοίκηση της «Βασιλειάδας» και τις κυβερνήσεις -πολιτειακή και ομοσπονδιακή- για τη διαχείριση της κατάστασης.
Κάποια emails που γνωστοποιήθηκαν στο Δικαστήριο, έκαναν λόγο για μία απελπιστική κατάσταση, με τις ομάδες φροντίδας να μην μπορούν να δώσουν λύσεις
Οι Deepika Yonzan, Rabina Khadka και Biting Tang, του Aspen Medical, που ανέλαβε, βάσει συμβολαίου με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, να παρέχει το απαραίτητο προσωπικό, κατέθεσαν πως βρήκαν ηλικιωμένους αφυδατωμένους, αδύναμους. Ότι είχαν τόσα να κάνουν τα πρώτα 24ωρα, που δεν προλάβαιναν να κάνουν ένα διάλειμμα για να πάνε στην τουαλέτα ή να πιουν νερό.
Όταν την 3η ημέρα απασχόλησης μπόρεσαν να κάνουν διάλειμμα, όπως είπαν, το προσωπικό που εργαζόταν σε «κόκκινη ζώνη» (με κρούσματα), ήταν στο ίδιο δωμάτιο με τους εργαζόμενους σε «πράσινη ζώνη» (χωρίς κρούσματα). Και οι τρεις μολύνθηκαν επίσης. Ανέφεραν επίσης πως δεν είχαν επαρκείς ενημέρωση κατά την αντικατάσταση και δεν είχαν κατάλληλες μάσκες.
Η Angela Cox, που ανέλαβε τη νέα ομάδα προσωπικού είπε πως ήταν δύσκολο να ταυτοποιηθεί ο κάθε ηλικιωμένος λόγω ελλιπών στοιχείων, ενώ ισχυρίστηκε πως η διευθύντρια, Vicki Kos, της είπε πως θα απαντούσε μόνο σε ερωτήματα που δε σχετίζονταν με την κλινική φροντίδα, κατά προτίμηση μέσω γραπτού μηνύματος ή email, μία φορά την ημέρα.
«Έπρεπε να επικοινωνήσω μαζί της για να ταυτοποιήσουμε έναν ηλικιωμένο επειδή ο φάκελος δεν αντιπροσώπευε που βρισκόταν στην εγκατάσταση και δεν μπορούσα να τον αναγνωρίσω από τη φωτογραφία», είπε.
Ανάμεσα σε άλλους ομογενείς, ο Ilias και η Soula Trimbos, απεβίωσαν με μία εβδομάδα διαφορά. «Πέθαναν με τρομερό τρόπο, παραμελημένοι, φοβισμένοι και τελείως μόνοι», δήλωσε η Rachael Trimbos, εκφράζοντας τα συλλυπητήρια της για όλους όσους έφυγαν από τη ζωή. Δεν τους δόθηκε καμία ευκαιρία, είπε, αφέθηκαν στην τύχη τους από συστήματα και πολιτικές.
Σύμφωνα με την κα Trimbos, η μητέρα της εξετάστηκε θετική στις 12 Ιουλίου, αλλά ήταν συμπτωματική και πήγαινε καλά. Όταν μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο στις 24 του μήνα, αποκαλύφθηκε πως ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Ήταν από τους ασθενείς που «νοσούσε περισσότερο» στην πτέρυγα για νοσηλευομένους με COVID-19, σύμφωνα με γιατρό του Epworth Hospital.
Η κα Trimbos είπε ακόμη πως τηλεφώνησε 9 φορές πριν κάποιος απαντήσει στο τηλέφωνο στη «Βασιλειάδα» και να προσπαθήσει κάποιος να φέρει τον πατέρα της στο παράθυρο ώστε να μπορέσουν να τον δουν έστω από μακριά. Η οικογένεια ενημερώθηκε πως ο πατέρας της, είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο για «τη δική του προστασία».
Εν τω μεταξύ, το προσωπικό του Glenferrie Private Hospital εκείνο το βράδυ που έγινε η μετακίνηση, σύμφωνα με τα έγγραφα, ανέφερε πως ο πατέρας της είχε εξεταστεί θετικός σε COVID-19, αλλά δεν είχε λάβει κάποια αγωγή 5 ημέρες και χρειαζόταν φαγητό, νερό και μπάνιο.