Οι μέρες των γιορτών κρύβουν μέσα τους μια δόση μελαγχολίας αλλά και νοσταλγίας συνάμα. Άλλος ένας χρόνος φεύγει παίρνοντας μαζί του στιγμές –καλές και άσχημες– τόπους, πρόσωπα και συναισθήματα.
Η ζωή κυλά και ο άνθρωπος πάντα τείνει να νοσταλγεί το παρελθόν.
Με μια τέτοια διάθεση, ξεκίνησα να ξεφυλλίζω τις σελίδες του «Νέου Κόσμου» από εκδόσεις περασμένων δεκαετιών. Το ενδιαφέρον μου κέντρισε ένα άρθρο του Δημήτρη Παπαγεωργίου με τίτλο: «Πώς περνούσαν Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά στην Αυστραλία οι πρώτοι Έλληνες», με υπέρτιτλο: «Μια αναδρομή στον παλιό καλό (;) καιρό και υπότιτλο: «Μιλούν αυτοί που ήλθαν νέοι κι άσπρισαν τα μαλλιά τους».
Το άρθρο που είχε δημοσιευθεί στην έκδοση της 31ης Δεκεμβρίου 1973, αναφέρεται στους πρώτους Έλληνες μετανάστες της μεταπολεμικής περιόδου και σκιαγραφεί τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν και πώς κατάφεραν να επιβιώσουν στη νέα χώρα, ενωμένοι κόντρα στο ρατσισμό και την απόρριψη που δέχονταν από τους ντόπιους.
Ωστόσο, το όλο κείμενο διακατέχεται από μια δόση πικρίας για τις αξίες που χάθηκαν στο πέρασμα των χρόνων και για τη μεταμόρφωση των ανθρώπων από αλτρουιστές και ευαίσθητους σε εγωιστές και συμφεροντολόγους.
Γράφει, λοιπόν, ο Δημήτρης Παπαγωργίου το 1973:
«Οι Έλληνες, όμως, που ήρθαν στην Αυστραλία πριν 20, 30, ή και παραπάνω χρόνια πώς περνούσαν τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τις άλλες «μεγάλες» ημέρες της χριστιανοσύνης; Είχαν άραγε κι αυτοί τα ίδια πλεονεκτήματα – αν αυτά τα θεωρείτε πλεονεκτήματα – που έχουμε τώρα εμείς;
– Εγώ τα πρώτα Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά στην Αυστραλία τα πέρασα κλαίγοντας. Έφαγα μόνο λίγη κότα στο καφέ όπου δούλευα και έπαιρνα ίσα-ίσα για να τρώω κι ύστερα πήγα στο σπίτι κι έκλαιγα μέχρι που με πήρε ο ύπνος…
»Τα κλάματα χύθηκαν από τον κ. Μιχάλη Νικάκη το 1938! Ο κ. Νικάκης, ιδιοκτήτης του εστιατορίου «Ξενία» και διευθυντής της αιθούσης “Πανόραμα”, δέχθηκε να κάνει μια αναδρομή στα περασμένα και να ξαναφέρει στη μνήμη του τις δύσκολες στιγμές που πέρασε όταν πριν από 35 χρόνια ήλθε με ένα «σαπιοκάραβο στην Αυστραλία».
»Θυμάται πως τότε ούτε εργοστάσια υπήρχαν ούτε μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις και το «βδομαδιάτικο ήταν δύο σελίνια!
«Σήμερα», λέει, «οι νεομετανάστες βρίσκουν στην Αυστραλία σωστό Παράδεισο! Όπου κι αν στρίψουν θα μιλήσουν στη γλώσσα τους και με λίγη δουλειά και οικονομία ανοίγουν και δικές τους μπίζνες…
Τότε, εμείς, φοβούμασταν ακόμη και το στόμα να ανοίξουμε. Μόλις καταλάβαιναν ότι είμαστε ξένοι μας σκυλόβριζαν λες και είμαστε λεπροί!
Δουλειά δεν μπορούσαμε να πιάσουμε, σε κέντρα δεν μας άφηναν να μπούμε και κινδυνεύαμε να φάμε και ξύλο. Όσο για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, είναι ζήτημα να γίνονταν 5-6 πάρτι.
Οι περισσότεροι (Θιακοί και Σαμιώτες) περνούσαν τις γιορτές, παίζοντας χαρτιά στα τρία καφενεία που υπήρχαν στο Lonsdale Street. Πολλοί δεν είχαν ούτε και να φάνε… Πηγαίναμε όμως όλοι στον «Ευαγγελισμό». Σας το ξαναλέω, σήμερα εσείς ήρθατε στον Παράδεισο, και εύχομαι ποτέ να μη βρεθούν μετανάστες στη θέση που βρεθήκαμε εμείς».
Στο άρθρο περιλαμβάνονται και άλλες μαρτυρίες που όλες περιγράφουν τα «βάσανα και τους ατέλειωτους καημούς» των πρώτων μεταναστών που, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο δημοσιογράφος, «ήρθαν αμούστακα παιδιά και σήμερα άσπρισαν τα μαλλιά τους».
Ωστόσο, υπάρχουν και κάποιοι στο άρθρο που νοσταλγούν τις «παλιές καλές εποχές» που μπορεί να μην υπήρχαν χρήματα αλλά οι άνθρωποι ήταν καλύτεροι και υπήρχε αλληλοσεβασμός και αγάπη μεταξύ τους.
Μάλιστα, δεν κωλύονται ακόμα και να κατηγορήσουν τους τότε «νεοφερμένους» μιλώντας για «πολλούς σκάρτους που έχουν έρθει τα τελευταία χρόνια που δεν έχουν καθόλου σέβας και φιλότιμο επάνω τους. Κοιτάζουν να σου κάνουν ζημιά ή να σε κοροϊδέψουν».
Την αλλοίωση στη συμπεριφορά των Ελλήνων της Αυστραλίας σε σχέση με το παρελθόν διαπιστώνει στο άρθρο το ’73 «και ο γνωστός γλύπτης της εποχής, Ηλίας Μπρουλιδάκης:
«Τώρα μπορεί να υπάρχουν πολλά κέντρα, χοροεσπερίδες και πάρτι, αλλά τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά δεν έχουν τη χάρη που είχαν πριν 20 χρόνια. Τότε ήμασταν λίγοι κι ο ένας εκτιμούσε και σεβόταν τον άλλον. άκουγες πατριώτη κι έκανες το παν να τον εξυπηρετήσεις και να τον βοηθήσεις. Δυστυχώς, σήμερα, η σύμπνοια μεταξύ των Ελλήνων έχει εκλείψει».
Σε άλλο σημείο του άρθρου ο καλλιτέχνης θυμάται και τα πρώτα του Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά στην Αυστραλία δίνοντας το στίγμα της εποχής. Εκκλησιασμός στον «Ευαγγελισμό» και μαζώξεις στα σπίτια φίλων και συγγενών όπου το κέφι άναβε μέχρι πρωίας.
Λέει ο Ηλίας Μπρουλιδάκης:
«Το πρωί πήγαμε στον «Ευαγγελισμό» και μετά συγκεντρωθήκαμε στην αίθουσα του Συλλόγου «Ορφέας». Εκεί ήπιαμε διάφορα ποτά, αλληλοευχηθήκαμε «Χρόνια Πολλά» και εν συνεχεία, παρέες παρέες πηγαίναμε στα σπίτια και διασκεδάζαμε. Τα γλέντια εκείνα είχαν μεγάλη επιτυχία. Αρχίζαμε το χορό και πού να σταματήσουμε.
Η κουζίνα και η καρδιά του κάθε νοικοκύρη που έκανε το γλέντι ήταν ανοιχτή για όλους. Δυστυχώς, δεν μπορώ να πω πως το ίδιο συμβαίνει και σήμερα…»
Διαβάζοντας το συγκεκριμένο άρθρο προβληματίστηκα. Ως νεοφερμένη της σύγχρονης εποχής ακούω συχνά τους παλαιότερους από εμένα μετανάστες να αναπολούν το παρελθόν, τότε που οι άνθρωποι ήταν ‘πιο αγνοί’ και ‘όλα ήταν καλύτερα’ και φαντάζομαι ότι αναφέρονται στα χρόνια του ’60 και του ’70.
Όμως, αν σε αυτό το άρθρο του 1973 υπάρχουν μαρτυρίες ανθρώπων εκείνης της εποχής που με τη σειρά τους αναπολούν τις ακόμα πιο παλιές εποχές, αναπόφευκτα αναρωτιέμαι πότε τελικά άρχισαν να αλλάζουν τα πράγματα για τους Έλληνες στην Αυστραλία, αν όντως ήταν ποτέ διαφορετικά. Πότε, αλήθεια, υπήρξε ο καιρός που οι Έλληνες «δεν είχαν την πονηριά μέσα τους και δεν ήταν… σκάρτοι»…