Η πρόσφατη αποτυχημένη απόπειρα πώλησης του κτιρίου της Ποντιακής Κοινότητας Μελβούρνης, έφερε στο προσκήνιο ένα μεγάλο θέμα που σίγουρα θα απασχολήσει την ευρύτερη ελληνική κοινότητα στα χρόνια που έρχονται.
Αναφερόμαστε στην τύχη των περιουσιακών στοιχείων των διαφόρων ελληνικών πολιτιστικών συλλόγων, η δράση των οποίων φθίνει ή έχει σταματήσει εντελώς, καθώς τα ιδρυτικά τους μέλη φεύγουν από τη ζωή ή δεν έχουν πλέον τη δύναμη να ασχοληθούν και οι νεότερες γενιές έχουν άλλα ενδιαφέροντα και ανάγκες.
Ο «Νέος Κόσμος» ανοίγει τον διάλογο σχετικά με αυτό το υψίστης σημασίας για το μέλλον της ελληνικής κοινότητας ζήτημα, με μια σειρά άρθρων που θα δημοσιεύονται κατά τη διάρκεια της χρονιάς, δίνοντας το βήμα σε όλα τα μέλη της παροικίας μας για να εκφραστούν και να προτείνουν λύσεις, έτσι ώστε οι περιουσίες των συλλόγων που αποκτήθηκαν με τις συνεισφορές των μελών τους, που τα πρώτα κυρίως χρόνια προέρχονταν από το υστέρημά τους, δεν θα πάνε χαμένες, αλλά θα βρουν το δρόμο για να επιστρέψουν στον ένα και μόνο δικαιούχο τους, την ελληνική παροικία.
ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ
Ο δημοσιογράφος του «Νέου Κόσμου», Άλεξ Οικονόμου, μίλησε για το θέμα με τον γνωστό ομογενή ακαδημαϊκό και ιστορικό, Καθηγητή Αναστάσιο Τάμη, ο οποίος εξέφρασε την άποψη ότι είναι μείζονος σημασίας να ξεκινήσει η συζήτηση άμεσα, αν θέλουμε να διασφαλίσουμε τη συνέχεια της ελληνικής κοινότητας στην Αυστραλία.
«Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα και οι ηγέτες της κοινότητας πρέπει να σκεφτούν σοβαρά το θέμα γιατί τα επόμενα 10 χρόνια θα απομείνουν λίγοι από την πρώτη γενιά Ελλήνων μεταναστών που ήρθαν στην Αυστραλία (από τη δεκαετία του 1940 έως το 1980)», είπε στον «Νέο Κόσμο» και τον Άλεξ Οικονόμου ο Καθηγητής Αναστάσιος Τάμης.
Ο κ. Τάμης εκτιμά ότι η αξία των περιουσιακών στοιχείων των ελληνικών συλλόγων της Αυστραλίας ανέρχεται σε εκατοντάδες εκατομμύρια εξαιρώντας τις ελληνορθόδοξες εκκλησίες και τις περιουσίες των ιστορικών κοινοτήτων στις πρωτεύουσες των πολιτειών.
Ο Καθηγητής Τάμης αναφέρθηκε στην τύχη των περιουσιακών στοιχείων συλλόγων που είχαν ιδρύσει Έλληνες μετανάστες σε χώρες όπως η Αργεντινή, η Βενεζουέλα, η Χιλή και η Νέα Ζηλανδία πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, που μετά από το θάνατο των ιδρυτών τους, είτε εγκαταλείφθηκαν είτε κατασχέθηκαν από τις φορολογικές αρχές.
Με δεδομένο ότι σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία ο μέσος όρος της ηλικίας των Ελλήνων μεταναστών πρώτης γενιάς στην Αυστραλία είναι 83 έτη, «πολλοί θα φύγουν από τη ζωή και τότε τι θα συμβεί στα ακίνητα των διαφόρων συλλόγων;», αναρωτιέται ο κ. Τάμης.
Ο Καθηγητής εξηγεί ότι οι σύλλογοι δημιουργήθηκαν με στόχο τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής μεταξύ των μελών που προέρχονταν από την ίδια περιοχή της Ελλάδας, παρέχοντας στα μέλη ένα ασφαλές μέρος για να μοιράζονται τις δυσκολίες και τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν και διασφαλίζοντας ότι οι νέοι θα βρουν το ταίρι τους μέσα στα στενά όρια της κοινότητας του συλλόγου.
Μέχρι το 1995, οι λόγοι για τη δημιουργία αυτών των ενώσεων είχαν υποχωρήσει καθώς το τελευταίο μεγάλο κύμα έλευσης Ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία έληξε το 1980.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ομογενή ιστορικού, «μόνο οι (ελληνορθόδοξοι) εκκλησιαστικοί οργανισμοί και οι οργανισμοί που χρηματοδοτούνται από κονδύλια της ομοσπονδιακής ή της πολιτειακής κυβέρνησης, όπως γηροκομεία, οργανώσεις πρόνοιας και σχολεία είναι πιθανό να επιβιώσουν. Όλοι οι άλλοι θα χαθούν».
Ο κ. Τάμης προειδοποιεί ότι αν η κοινότητα δεν προχωρήσει ενωμένη στην ανάπτυξη ενός συνεκτικού σχεδίου για το μέλλον, αφήνοντας στην άκρη τους ανταγωνισμούς και τις όποιες διαφωνίες, θα χαθούν πολλά περισσότερα.
«Το 1980, πρότεινα όλα τα ακίνητα να ενωθούν σε μια οντότητα υπό τη διαχείριση της ευρύτερης κοινότητας. Όσον αφορά τη Μελβούρνη, πρότεινα να χωριστεί η πόλη σε τέσσερις περιοχές της ελληνικής κοινότητας.
Κάθε τμήμα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα περιουσιακά στοιχεία για να εξασφαλίσει ετήσιο εισόδημα ύψους έως και 15 εκατομμυρίων δολαρίων που θα κάλυπτε το κόστος για το προσωπικό και τα έργα ανάπτυξης και εμβάθυνσης των δεσμών με την ελληνική κοινότητα.
Πρέπει να καταλήξουμε σε ένα 20ετές πρόγραμμα που θα περιλαμβάνει τη δημιουργία παιδικών κέντρων για ελληνικές οικογένειες, κατάλληλα δίγλωσσα προσχολικά κέντρα, συλλόγους νέων, αθλητικούς συλλόγους και ακαδημίες, ώστε η κοινότητα να αναπτύξει μια σχέση εξάρτησης από αυτές τις υπηρεσίες», είπε ο Καθηγητής Τάμης.
«Η ελληνική κοινότητα παρακολουθεί πλέον περισσότερα μνημόσυνα παρά γάμους. Η κοινότητα πεθαίνει, δεν γερνάει», κατέληξε.
ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Τις σκέψεις του για το δίλημμα το οποίο αντιμετωπίζουν πολλοί από τους ελληνικούς συλλόγους σχετικά με το αν θα πρέπει «να συνεχίσουν ή να τα παρατήσουν» εξέφρασε και ο γνωστός ομογενής δικηγόρος, ποιητής και συγγραφέας, Κώστας Καλύμνιος με άρθρο του που δημοσιεύθηκε στην αγγλική έκδοση του «Νέου Κόσμου».
Οι μνήμες του από τις ελληνικές παραδοσιακές βραδιές στην αίθουσα της Ποντιακής Κοινότητας στο Brunswick που σκιαγραφούσαν τον μικρόκοσμο της ευρύτερης κοινότητας της εποχής τον γεμίζουν λύπη για το γεγονός ότι το ιστορικό αυτό κτίριο αναζητά αγοραστή.
«Στη Μελβούρνη, πολλές άλλες αδελφότητες αντιμετωπίζουν ακριβώς το ίδιο δίλημμα. Έχοντας αγωνιστεί σκληρά όλα αυτά τα χρόνια για την εξασφάλιση και την εξόφληση ενός κτιρίου, αυτά τα ιδρύματα εξετάζουν τώρα τη μελλοντική εκποίηση των ιδιόκτητων περιουσιακών στοιχείων τους, καθώς το μοντέλο συντήρησης τους βασίζεται στη συνεχή διοργάνωση εκδηλώσεων για την πληρωμή των εξόδων.
Όπου δεν μπορούν να γίνουν εκδηλώσεις, όπως συμβαίνει τώρα με την πανδημία, ή όπου τα μεγαλύτερα μέλη δεν μπορούν να παρευρεθούν και τα νεότερα μέλη δεν ενδιαφέρονται, τότε η συντήρηση αυτών των ακινήτων δεν είναι πλέον βιώσιμη», γράφει ο κ. Καλύμνιος.
Αυτό συνέβη και στη δική του – όπως την αποκαλεί – αδελφότητα, των Σαμιωτών. Όπως αναφέρει στο άρθρο του ο ομογενής δικηγόρος, μεγάλωσε σε αυτό το μέρος, με τους συγγενείς και τους φίλους τους γύρω του και η αίσθηση του ανήκειν που του παρείχε συνέβαλε στη διαμόρφωση ολόκληρης της κοσμοθεωρίας του.
«Πού να ήξερα τότε πως ως νομικός, θα προέδρευα της πώλησής του για τους ίδιους ακριβώς λόγους: τα έσοδά μας δεν επαρκούσαν για να ανταποκριθούμε στα έξοδα συντήρησης του κτιρίου και το γεγονός ότι πλέον διοργανώναμε εκδηλώσεις αποκλειστικά για να βγάλουμε κέρδος και όχι για την ευχαρίστηση των μελών ερχόταν σε αντίθεση με τις αρχές μας.
Κάποιοι σύλλογοι, ειδικά εκείνοι που έχουν υιοθετήσει το επιχειρηματικό μοντέλο ως προς την διαχείρισή τους φαίνεται να το ξεχνούν αυτό», γράφει χαρακτηριστικά ο κ. Καλύμνιος.
Στη συνέχεια, ο κ. Καλύμνιος αντιδιαστέλλει την έννοια της τοπικής έναντι της εθνικής ταυτότητας σε μια προσπάθεια να εξηγήσει αν και κατά πόσο έχει πλέον την ίδια βαρύτητα ή σημασία για τους απόγονους των μεταναστών εντός του σύγχρονου κοινωνικού κατεστημένου και καταλήγει στο συμπέρασμα:
«Καθώς πολλοί από εμάς είμαστε συναισθηματικά συνδεδεμένοι με τους συλλόγους μας, αργά ή γρήγορα θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τη σκληρή πραγματικότητα ότι η κυρίαρχη ταυτότητά μας είναι Έλληνες της Μελβούρνης και ότι πρέπει να εδραιώσουμε την αντίληψή μας για τον Ελληνισμό στις περιοχές όπου ζούμε, γιατί το να στηριζόμαστε στην ιδιαίτερη πατρίδα των προγόνων μας από την οποία είμαστε αποξενωμένοι είναι αβάσιμο μακροπρόθεσμα».
Ο κ. Καλύμνιος θίγει στο άρθρο του και μια άλλη θλιβερή πραγματικότητα που, δυστυχώς, είναι χαρακτηριστική της νοοτροπίας που επικρατεί στους κόλπους των διαφόρων ελληνικών συλλόγων και έχει να κάνει με την κοντόφθαλμη και – ας μου επιτραπεί η έκφραση – μικρόψυχη λογική που υπαγορεύει τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων των συλλόγων σε ένα νοσοκομείο παρά σε κάποιο άλλο ελληνικό φιλανθρωπικό ίδρυμα ή γηροκομείο απαγορεύοντας σε οποιονδήποτε άλλο Έλληνα να «τα χαρεί».
Ολοκληρώνοντας, ο κ. Καλύμνιος, επικαλούμενος το παράδειγμα της Αδελφότητας των Λευκαδιτών, δεν παραλείπει να αναφερθεί και σε εκείνους τους συλλόγους που παραμένουν ισχυροί και δυναμικοί, έτοιμοι να αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις του μέλλοντος. Ωστόσο και ο ίδιος τάσσεται υπέρ της έναρξης ενός διαρκούς διαλόγου σχετικά με το μέλλον των παροικιακών συλλόγων.
«[…] ενός διαλόγου που δεν μπορεί πλέον να κρυφτεί κάτω από το χαλί και να αγνοηθεί καθώς, ήδη, όπως λένε οι ειδικοί, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την οριστική παρακμή της ελληνικής γλώσσας και την αυξανόμενη αδράνεια των πάλαι ποτέ σημαντικών κοινοτικών θεσμών.
Εάν αποδειχθούμε ανίκανοι για δράση από κοινού θα έχουμε προσυπογράψει τη χρεοκοπία του ήθους μας, όπως έχει εξελιχθεί στη Μελβούρνη, και θα έχουμε διαπράξει μια μεγάλη αδικία απέναντι στις μελλοντικές γενιές», γράφει ο κ. Καλύμνιος.
ΤΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΡΓΑΛΕΙΑ. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕΤΡΑΕΙ
Το όραμα ενός Ελληνισμού έξω από τα στενά τοπικιστικά όρια δεν είναι κάτι νέο για τον εκπαιδευτικό κ. Γιάννη Βυθούλκα, ο οποίος πριν από περίπου τέσσερα χρόνια εμπνεύστηκε και ξεκίνησε μια ανεπίσημη ομάδα εργασίας με το όνομα «Ελληνισμός Βικτώριας» (Hellenism Victoria) με μέλη από διάφορους συλλόγους και οργανισμούς μεταξύ των οποίων και ο «Νέος Κόσμος» τα οποία συναντιούνταν και συζητούσαν τρόπους για να προωθήσουν τον ενεργό ρόλο των Ελλήνων στη ζωή του δήμου τους.
Ο κ. Βυθούλκας, με το άρθρο του «Αγάπα τους ανθρώπους, χρησιμοποίησε τα πράγματα» που δημοσίευσε στον «Νέο Κόσμο» εκφράζει τις δικές του σκέψεις σχετικά με το μέλλον των ελληνικών συλλόγων.
«Ένα πράγμα που μάθαμε στο ‘Hellenism Victoria’ είναι ότι ο Ελληνισμός είναι ένα συνονθύλευμα – κάθε οργανισμός, σύλλογος, εκκλησία, εφημερίδα, σχολή χορού, σχολείο γλώσσας, καφέ ή εστιατόριο, συνεισφέρει.
Έχουμε την τάση να σκεφτόμαστε απόλυτα, θα υπάρχουμε ή δεν θα υπάρχουμε, όμως τελικά υπάρχουμε σε ψήγματα. Αν παρέμενε μόνο ένα ελληνικό καφενείο στη Μελβούρνη, θα υπήρχαμε σε αυτή τη μικρή γωνιά, ως ένα ψήγμα ελληνισμού. Ωστόσο ένα αστραφτερό κτίριο γεμάτο Έλληνες και φιλέλληνες σε κάθε High Street είναι ένας πολύ καλύτερος στόχος», γράφει ο κ. Βυθούλκας.
Στη συνέχεια, ο ομογενής εκπαιδευτικός καταγράφει μια σειρά από «υπέροχες», όπως τις χαρακτηρίζει, ιδέες που κατά καιρούς έχουν «πέσει» για τον Ελληνισμό του αύριο, όπως η δημιουργία μικρών «Oakleigh» στα βόρεια και τα δυτικά της Μελβούρνης, η σύσταση ενός Ιδρύματος Ελληνισμού κατά τα πρότυπα του Ιδρύματος Ωνάση, η σύνδεση συλλόγων με τις τοπικές εκκλησίες και η δημιουργία πολλών τοπικών ελληνικών κοινοτήτων.
Ο κ. Βυθούλκας πιστεύει στο ρητό «η ισχύς εν τη ενώσει» και, όπως γράφει στο άρθρο του, «κάθε δράση από οποιονδήποτε σύλλογο αποτελεί ένα θετικό βήμα προς τον Ελληνισμό. Η πρόκληση για τους συλλόγους είναι να επιλέξουν το όραμα που θεωρούν καλύτερο και να προχωρήσουν προς αυτό μαζί με άλλους συλλόγους που μοιράζονται το ίδιο όραμα, ώστε να μπορέσουμε να χρησιμοποιήσουμε το τεράστιο μέγεθός μας, το δώρο που μας έκαναν οι πρώτοι μετανάστες, για να αναπτύξουμε πολλά ισχυρά ελληνικά κινήματα».
Ο ίδιος πιστεύει ότι η διαδρομή προς την επίτευξη αυτού του στόχου δεν θα είναι καθόλου εύκολη, μιας και «θα χρειαστεί να παρεκκλίνουμε από το κατεστημένο, να παραμερίσουμε παλιές αστοχίες, να κάνουμε σκληρές συζητήσεις και να προχωρήσουμε σε δύσκολες πράξεις. Κάποιες ενέργειες μπορεί να μην είναι δημοφιλείς και μπορεί να χρειαστεί να επανεκτιμήσουμε τις διαφόρων ειδών προσκολλήσεις, αλλά κάθε σύλλογος που κινείται θα προστεθεί στον Ελληνισμό της Βικτώριας».
Για όλους αυτούς τους λόγους, ο κ. Βυθούλκας προτείνει τη λύση ενός οργανισμού, εκτός των συλλόγων, που θα ανοίξει και θα διευκολύνει το διάλογο, βλέποντας μάλιστα τον «Νέο Κόσμο» ως ιδανικό για το ρόλο αυτό.
«Η προσωπική μου πεποίθηση είναι ότι ένας οργανισμός όπως ο «Νέος Κόσμος» θα μπορούσε να διοργανώσει αυτές τις συζητήσεις στρογγυλής τραπέζης για να μας βοηθήσει να περάσουμε από τη συζήτηση στη δράση. Είναι ένας ανεξάρτητος φορέας με ανθρώπους γεμάτους αγάπη για τον Ελληνισμό. Σε ένα παρόμοιο σενάριο βλέπω ότι η Ελληνική Κοινότητα ή η ελληνική εκκλησία μπορούν επίσης να διευκολύνουν το διάλογο. Οποιαδήποτε εξέλιξη σε αυτό το μέτωπο θα ήταν ευπρόσδεκτη από τους συλλόγους».
Για τον κ. Βυθούλκα η θεωρία των μινιμαλιστών «αγαπήστε τους ανθρώπους, χρησιμοποιήστε τα πράγματα» ταιριάζει απόλυτα στην περίπτωση. «Έχουμε πολλά περιουσιακά στοιχεία στην ελληνική κοινότητα, αλλά τα περιουσιακά στοιχεία υπάρχουν μόνο για να στηρίζουν τους ανθρώπους. Κανείς δεν βλέπει ένα αστραφτερό κτίριο που είναι άδειο», καταλήγει.
Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΞΕΚΙΝΗΣΕ
Από ό,τι φαίνεται, λοιπόν, ο διάλογος για το τι μέλλει γενέσθαι με τις περιουσίες των ελληνικών συλλόγων έχει πλέον ξεκινήσει και μάλιστα δυναμικά.
Ο «Νέος Κόσμος», πιστός στο ρόλο του, όχι μόνο ως μέσο ενημέρωσης της ομογένειας αλλά και ως μέσο διατήρησης της ιστορίας και διαφύλαξης της ελληνικής ταυτότητας και της εθνικής κληρονομιάς των Αποδήμων Ελλήνων της Αυστραλίας, δίνει το παρών βάζοντας στο διάλογο όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη και προσφέροντας βήμα σε όποιον επιθυμεί να συνεισφέρει στην επίλυση αυτής της κρίσιμης φάσης που διανύει η παροικία μας, κατά το πέρασμά της από το ένδοξο χθες σε ένα ελπιδοφόρο αύριο.