«Εγώ θέλω να πεθάνει η Βίκυ Σταμάτη», έγραφε αναγνώστης σε δημοσιογραφικό portal. «Μόνο τότε θα αποδοθεί δικαιοσύνη. ΨΟΦΟ!». Κι από δίπλα, βρισιές ανήκουστες, κατάρες, χυδαιολογίες, φρικαλέες σεξουαλικές αναφορές. Αυτό, στο Διαδίκτυο, δεν είναι πλέον ένα μεμονωμένο περιστατικό. Κοντεύει να γίνει ο κανόνας.
Όσο η κρίση βαθαίνει τόσο ξυπνάει το Κτήνος μέσα μας. Και δεν είναι μόνο η περίπτωση της Σταμάτη. Μιας γυναίκας που ο βίος και η πολιτεία της συμβολίζει – με κάποιον τρόπο – τα δεινά που περνάει ο τόπος μας: την τουρκομπαρόκ αισθητική της την πληρώσαμε εμείς. Η μεγάλη ζωή τους, τα γαμήλια 5άστερα, χλιδές και γυφτιές – όλα βγήκαν από την τσέπη μας! Κι αυτό, κακά τα ψέματα, δεν το συγχωρείς. Ούτε μπορείς να πιστέψεις πως η συγκεκριμένη δεν ήξερε, δεν έβλεπε, δεν άκουγε. Γιατί και ήξερε και έβλεπε και άκουγε!

Όμως: Υπάρχει ένα όριο ανάμεσα στην οργή λαού και στον νόμο του Λιντς. Π.χ. λίγο πολύ, όλοι χαμογελάσαμε με τη γυναίκα που φώναξε έξω από τα δικαστήριο:
– Βλαχάρα, μου ‘θελες και λούσα!

Λίγο πολύ όλοι το νιώσαμε, όλοι το σκεφτήκαμε, όλοι το σχολιάσαμε, διαβάζοντας για τον βίο και την πολιτεία της εγχώριας Μαρίας Αντουανέτας. Ασχέτως που τα έξοδά της -όπως δήλωσε στον Σκάι ο συνήγορός της κ. Αλέξης Κούγιας- ανέρχονταν συνολικά σε 33.000 μέσα σε μια δεκαετία. (Δηλαδή 3.300 ευρώ τον χρόνο. Δηλαδή περίπου 3 κατοστάρικα τον μήνα. Δηλαδή ο συνταξιούχος του ΙΚΑ είναι Μπιλ Γκέιτς μπροστά της. Δηλαδή να τρελαίνεσαι!)
Να, αυτά ακούς και σφίγγεις την αγελαδίτσα στο χέρι, μη σου φύγει και τρέχεις μετά να «καταδικάζεις τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται». Να, αυτά ακούς και γυρίζει το μάτι σου. Να, αυτά ακούς και το «βλαχάρα» φεύγει αβίαστο, αυθόρμητο, αγκαζέ με τη μούντζα. (Κι αναφέρομαι στη μούντζα του πάλαι ποτέ. Στην αθώα μούντζα της ελληνικής ταινίας – με τον Σταυρίδη τροχονόμο σε μια ασπρόμαυρη Σταδίου…)

Καλό, κακό, κόσμιο, άκομψο, ρωμαίικο, κατινίστικο – να συμφωνήσω πως το «βλαχάρα» δεν είναι και ό,τι πολιτικώς ορθότερον. Όμως εδώ δεν μιλάμε για ανθρώπινη αντίδραση Vs κατάφωρης πρόκλησης. Εδώ μιλάμε για ένα νέο, ζοφερό φαινόμενο. Μιλάμε για άτομα που ζητάνε αίμα, θάνατο, κρεμάλες, ζητάνε φυσική εξόντωση. Άτομα που φαντασιώνονται φρικτά βασανιστήρια και ακραίες σεξουαλικές διαστροφές. Μιλάμε για άτομα που το «ΨΟΦΟΣ» το έχουν ψωμοτύρι. Μιλάμε για ένα Άνθος του Κακού που ευδοκιμεί στη λάσπη. Μιλάμε για το Κτήνος μέσα μας…

Κακά τα ψέματα… Είναι άλλο να λες «τιμωρία στους ενόχους» κι άλλο «ψόφο στους ενόχους». Είναι άλλο να μιλάς για Δικαιοσύνη κι άλλο για κρεμάλες στο Σύνταγμα. Τι άλλο θα κάνουμε πια; Θα τους αλείψουμε πίσσα και πούπουλα; Θα τους κάψουμε ζωντανούς; Θα μαζευτούμε γύρω από την γκιλοτίνα να ουρλιάζουμε αφιονισμένοι; Θα αναβιώσουμε τη φρίκη της Γαλλικής Επανάστασης – χωρίς το μεγαλείο της;

Η κρίση έριξε τις μάσκες. Πετάχτηκαν τα προσωπεία. Μείνανε τα πρόσωπα. Ξανασυστηθήκαμε με τον διπλανό μας. Με τον κολλητό μας. Με τον εαυτό μας.
Κάποιοι γίναν όχλος. Θεατές στο αίμα. Χειροκροτητές στην αρένα. Οι μύθοι για την «ελληνική ψυχάρα» κατέρρευσαν. Το φιλότιμο – σωρός από τραπουλόχαρτα. Ο Έλληνας είναι μάγκας, ο Έλληνας είναι ωραίος, ο Έλληνας είναι έτσι, ο Έλληνας είναι γιουβέτσι. Για πόσους δίπλα μας, γύρω μας, ΜΕΣΑ ΜΑΣ ήταν μούφα του κερατά όλο αυτό; Άνθρωποι κι ανθρωπάκια. Που συντάχτηκαν με τη μάζα. Που πρωτοστάτησαν στον λιθοβολισμό. Που -ως αναμάρτητοι- έριξαν την πρώτη πέτρα. Επί δικαίους και αδίκους!

Η κρίση έβγαλε τον χειρότερο, αλλά και τον καλύτερο εαυτό μας. Γιατί υπάρχουν και οι «Άλλοι». Αυτοί που μοιράστηκαν τη φέτα το ψωμί. Που βγήκαν απ’ τον δρόμο τους για να βοηθήσουν όσο μπορούσαν. Αυτοί που χτυπήσανε το κουδούνι του διπλανού τους. Που δώσανε ένα μπουφάν στον άστεγο. Ένα τόπι στο παιδί. Αυτοί που άκουσαν κλάμα μωρού κι αγόρασαν ένα γάλα παραπάνω. Αυτοί που αθόρυβα, ήσυχα, χωρίς κραυγές αγωνίζονται για να κάνουν τη ζωή έστω και ενός ανθρώπου, λίγο καλύτερη. Υπάρχουν και οι «Άλλοι»… Όσο μπορούν. Όσο αντέχουν…

 «Το άγριο, σκληρό κτήνος δεν είναι αυτό που βλέπεις πίσω από τα κάγκελα ενός κλουβιού. Είναι αυτό που στέκεται μπροστά σου». (Alex Munthe)
Είναι αυτοί οι «Άλλοι» που αναμετριούνται με το Κτήνος μέσα τους. Και το νικάνε. Και στέκουν δίπλα σου. Και σε κρατάνε όρθιο… Και σε βοηθάνε να συνεχίσεις. Σε στηρίζουν. Να μην πορευτείς μόνος σου σε αυτόν τον «Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο».
Που δεν είναι θαυμαστός. Μόνο καινούργιος!