Επέστρεψα πρόσφατα από ένα ταξίδι στον Πόντο που ήταν για μένα ένα όνειρο ζωής και μου δόθηκε τώρα η ευκαιρία το όνειρο αυτό να το κάνω πραγματικότητα. Αυτά που έζησα τις 11 μέρες που κράτησε, είναι κάτι που είναι πολύ δύσκολο να περιγραφεί, διαίτερα η επίσκεψή μου στη Λιβερά. Το χωριό που γεννήθηκαν, έζησαν και πέθαναν οι πρόγονοί μου.
Εκτός των γονιών μου που έφυγαν αναγκαστικά το 1923 και πήγαν στη Ελλάδα, ήταν για μένα μια συγκλονιστική εμπειρία που θα την θυμάμαι σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Τα συναισθήματα που νιώθεις δεν μπορείς να τα περιγράφεις αν δεν τα ζήσεις ο ίδιος.
Περπατώντας στα δρομάκια της Λιβεράς, ένιωθα τις σκιές των γονιών μου να με περιτριγυρίζουν και να περπατούν μαζί μου ενώ τα δάκρυα πλημύριζαν τα μάτια μου. Στην εκκλησία του χωριού, τον Άγιο Γεώργιο, που σώζεται αλλά λειτουργεί ως Τζαμί τώρα, η σκέψη μου πέταξε πίσω και είπα εδώ μέσα παντρεύτηκαν οι γονείς μου, βάφτισαν τα τρία παιδιά τους (που δυστυχώς πέθαναν στο πλοίο που τους μετέφερε στην Ελλάδα και έγιναν τροφή για τα ψάρια) κήδεψαν τους προγόνους τους, και η συγκίνησή μου κορυφώθηκε. Μάζεψα λίγα πετραδάκια και λίγο χώμα να τα φυλάξω σαν κειμήλιο στη μνήμη τους.
Η επίσκεψή μας στο ιστορικό Μοναστήρι Παναγία Σουμελά την ημέρα της γιορτής του (15 Αυγούστου) ήταν μια άλλη συγκινητική εμπειρία. Η απόσταση από τη Λιβερά είναι γύρω στα 15 χιλιόμετρα. Η διαδρομή είναι μαγευτική. Δεξιά και αριστερά του δρόμου υψώνονται κατάφυτα βουνά και δίπλα κυλούν τα γάργαρα νερά ενός ποταμού. Ο ήχος του νερού και το κελάηδημα των πουλιών συνθέτουν μια υπέροχη μελωδία εναρμονισμένη με το τοπίο που κυριολεκτικά σε συνεπαίρνουν. Τα λεωφορείο φτάνουν μέχρι ένα σημείο και από εκεί υπάρχει μια απόσταση 800 περίπου μέτρων που γίνεται με τα πόδια. Ανηφορική και κουραστική, βέβαια, αλλά αποζημιώνεται κανείς όταν, φτάνοντας στην κορυφή, αντικρύζει το ιστορικό Μοναστήρι. Κολλημένο κυριολεκτικά στο βράχο με έναν θεόρατο βράχο που κρέμεται από πάνω, λες και θέλει να το προστατέψει, σου κόβεται κυριολεκτικά η ανάσα. Παρακολουθήσαμε τη Θεία Λειτουργία, που έκανε για τρίτη συνεχή χρονιά ο Οικουμενικός Πατριάρχης. Σε κυριεύει μια ιερή συγκίνηση, να ακούς εκεί στα βάθη της Τουρκίας τη λειτουργία στα ελληνικά, ύστερα από 90 περίπου χρόνια νεκρικής σιωπής.
Επισπευτήκαμε πολλές πόλεις και διάφορα Μουσεία. Πλούσια σε ιστορία συνδεδεμένη με τον ελληνικό πολιτισμό. Στην Τραπεζούντα, τη Σαμψούντα, την Αμάσεια. Παντού αδιάψευστες μαρτυρίες του ελληνικού πολιτισμού.
Θα μπορούσαν να γραφτούν δεκάδες σελίδες από το ταξίδι αυτό. Εδώ θα σταματήσω όμως και θα πω συμπερασματικά ότι αυτό που έζησα τις 10 μέρες ήταν ένα όνειρο. Ένα όνειρο που δεν θέλεις να τελειώσει. Δυστυχώς, όμως, όπως όλα τα όνειρα τελειώνουν κάποτε, τελείωσε και αυτό και άρχισε το ταξίδι της επιστροφής. Και ενώ το σώμα μου ταξίδευε δυτικά, η σκέψη και η καρδιά μου παρέμεναν ανατολικά και δεν ήθελαν να με ακολουθήσουν. Έμεναν καρφωμένες εκεί. Στην Τραπεζούντα, το Τσεβιζλούκ και, προπαντός, στη Λιβερά. Στην πατρίδα, όπως την αποκαλούσαν πάντα οι γονείς μου, όταν μας διηγούνταν διάφορα περιστατικά από την εκεί ζωή τους. Κι αυτό το συναίσθημα το ένιωσα και εγώ έντονα, όταν συναντήθηκα με τον Τούρκο πρόεδρο της Λιβεράς. Με σύστησε σ’ αυτόν η ξεναγός/διερμηνέας μας. Με χαιρέτισε με μια θερμή χειραψία και αγκαλιαστήκαμε και στη μνήμη μου τότε ήρθαν οι στοίχοι του ποιητή. «Τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας».
Θα ήθελα, τέλος, να συστήσω ανεπιφύλακτα σε όσους έχουν ποντιακή καταγωγή να μην παραλείψουν να κάνουν αυτό το ταξίδι. Ο Ποντιακός Σύλλογος «Οι Μωμόγεροι» οργανώνει κάθε χρόνο, το δεκαπενταύγουστο, αυτό το ταξίδι. Θα ζήσουν ανεπανάληπτες στιγμές όπως έζησα κι εγώ.
Πριν κλείσω αυτό το σύντομο οδοιπορικό, θεωρώ υποχρέωσή μου να ευχαριστήσω τον πρόεδρο του Ποντιακού Συλλόγου «Οι Μωμόγεροι», κ. Κώστα Αλεξανδρίδη, που οργάνωσε αυτή την εκδρομή και μου έδωσε την ευκαιρία να κάνω αυτό το τάξει, καθώς και τις προσπάθειες που έκανε να με βοηθήσει να εντοπίσω το σπίτι των γονιών μου, αν και τελικά αυτό δεν έγινε κατορθωτό. Την σύζυγό του, Μυροφόρα, για την άψογη, ιστορικά τεκμηριωμένη ξενάγησή της, και όλους τους 50 επιβάτες της ομάδας με τους οποίους γίναμε μια οικογένεια.
Θα τους θυμάμαι πάντα με νοσταλγία και αγάπη.