Κάποια στιγμή μέσα στα ταξίδια του ο ποιητής και συγγραφέας, ο εν κινήσει του χρόνου αφηγητής και εν τη ρύμη του λόγου παρατηρητής και ακροατής, ανατέμνει, αφουγκράζεται, σκηνοθετεί, κριτικάρει την πορεία του ποιητικού λόγου στις ενότητες-πνοές του δοκιμίου τούτου.
Έργα και ημέρες της ποίησης αναδεικνύονται με τη ματιά του σε μια ενδελεχέστατη μελέτη.
Μια προσεγμένη έκδοση που αποτελεί μια ακόμη αφετηρία για επαναπροσδιορισμούς για τους λάτρεις των βιβλίων και των προτάσεων, στα περί ποιήσεως δρώμενα.
Όπως και τα προηγούμενα δημιουργήματά του, που θα μείνουν στο χώρο του βιβλίου και της τέχνης ως τεκμήρια εμπειρίας, έτσι και τούτη η πολλαπλή εκδοχή του ποιητικού γίγνεσθαι ως μήνυμα με πολλές όψεις, εκφραστές και στιγμές, βρίσκει αποδέκτες για μια δημιουργική συζήτηση.
Η διάρκεια της έκπληξης της γραφής και των στιγμών της, σε όλο τους το μεγαλείο και με τις πολλές τους πραγματικότητες ανοίγεται στα σημαίνοντα και στα σημαινόμενα.
Αλλά και στην αλφάβητο και την πλοκή των μεταφορών, των γραμμάτων και των ρυθμών τους στέκεται πολλαπλά. Με αγωνία, με παλμό, με ακρίβεια, με εντιμότητα, με ό,τι μας αρκεί, με δυό κουβέντες, με ένα αεί, με ένα σώμα, με μια ωριμότητα, στέκεται και δοκιμάζει τις λέξεις και σ’ αυτό του το βιβλίο.
Ένας μικρός τόμος, εργαλείο και πόνημα χρόνου, προς δοκιμασμένους και φτασμένους, αρχάριους και επαγγελματίες, κομιστές και ονειροπραγματιστές της γραφής και του λόγου, δεν περνάει απαρατήρητος και στα ψιλά του θεαθήναι.
Ο Γιώργος Βέης, εξομολογητικά, εμπειρικά, συνομιλεί πρώτα με τον εαυτό του, αλλά και με τους εαυτούς μας.
Απέναντι και δίπλα στην πορεία του χρόνου. Σελίδα τη σελίδα. Όλα σε γόνιμο διάλογο. Που σημαίνει ότι το βαθύτερο τραύμα της γραφής αλλά και το… κερασάκι των συμπερασμάτων των ανά τις εποχές γραφόντων, για την ποιητική γραφή, μας το σερβίρει απλόχερα με όλες τις ποικιλίες, τις ρίζες και τις συνταγές τους.

Διαβάζοντας αυτό, αυτόματα και τυχαία θυμήθηκα και τις τότε ραδιοφωνικές μας εκπομπές εδώ στη Μελβούρνη, αλλά και τις πολλές εκδηλώσεις, ομιλίες του τότε που πέρασε και από την πόλη μας ως πρόξενος, αφήνοντας σημαντικό έργο και που όλοι λίγο-πολύ έχουν κάτι να θυμούνται – έτρεξε ο νους μου σε δύο προτάσεις, ας πούμε εκδοχές, συμπεράσματα λόγου ποιητών μας.
Η πρώτη ανήκει στο Γ. Σεφέρη και στο πόσο βαρύναμε τις λέξεις και τις μουσικές μας, με τα βαρύγδουπα και ανιστόρητα και μικρής διάρκειας γραπτομουσικοκαμώματα και μαλάματα και στην πορεία της ζωής χάσαμε το πρόσωπο και την τέχνη μας. Μια εκδοχή των λόγων του νομπελίστα μας ποιητή. Κάπως έτσι την θυμάμαι. Η δεύτερη εκδοχή ανήκει στον άλλο μας ποιητή, τον Νίκο Καρούζο, που κάπου διατυπώνει ότι “έγραψα ποίηση σημαίνει συνεργάστηκα με το μηδέν”.
Θα πει κάποιος απόψεις και παρενθέσεις. Όπως και τα πρόσωπα και οι εποχές τους αλλάζουν με τον καιρό. Στον τρόπο έκφρασης και στις λεπτομέρειες. Τα δρώμενα της κοινωνίας δίνουν διαφορετικά σινιάλα, αφορμές στον καθένα μας και αναλόγως ο καθείς τα ερμηνεύει. Τα γράμματα και η αλφάβητος όμως είναι η ίδια για όλους.
Αλλά όταν ξανακοιτιούνται στον καθρέφτη των προφορικών και κυρίως γραπτών αποτυπωμάτων λόγου, αποκωδικοποιούνται αλλιώς και ερμηνεύονται με πολλές ματιές και διαφορετικές γωνίες. Αποδομούνται και καινοτομούν.
Με τις καινούργιες τους καθημερινότητες και σκέψεις, αλλά και με άλλες λαλιές προχωρούν και συνυπάρχουν. Τίποτε δεν είναι στατικό και μονοσήμαντο. Και σίγουρα κάθε ορισμός τους, όπως και για τη γραφή εννοείται, αποτελεί τρόπο τινά περιορισμό και ένα είδος προσέεγγισης. Ο Γ. Βέης ακουμπάει και στις δύο εκδοχές.
Όπως αναγράφεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου “πεποίθηση του συγγραφέα, ο οποίος δημοσιεύει από το 1973, είναι ότι η ποιητική γραφή εξακολουθεί να διευρύνει εννοιολογικά τον κόσμο, αποδίδοντας, εντέλει, τη δίκαιη διάστασή του.
Στην εξαιρετικά δίσημη αυτή χρονική συγκυρία, όπου ο κόσμος, εκτός των άλλων, βιώνει τη μια διάψευση μετά την άλλη, η ποίηση μπορεί να μας δείξει, μέσα από το δάσος των συμβόλων, τη βαρύνουσα αλήθεια της ύπαρξης”. Ο καθένας δηλαδή ακολουθεί και έχει, εν δυνάμει, τη ματιά του στα κοντινά και μακρινά που τον εμπνέουν, τον περιέχουν και αναλόγως τα εκφράζει στο χαρτί της ποιητικής του γραφής.
Αυτό είναι ένα από τα μεγάλα στοιχήματα αναμέτρησης του εγώ και του εμείς, στην άλλη διάσταση του μακρυγιαννικού λόγου. Ο λόγος δηλαδή πρός τον άλλο και το σύνολο.
Ο ποιητής, ο συγγραφέας Γεώργιος Βέης, ανοίγει και κλείνει τους ασκούς του Αίολου και των Τόπων με τη Δέουσα λέξη και το Μέτρο της. Με το Φαίνεσθαι, τη Φυγή και τους Δρόμους από όπου πέρασε η ιστορία τους, δηλώνει παρών.
Η εμπειρία, η καρδιά των φαινομένων, και η δεδηλωμένη πεμπτουσία ταύτισης ταξιδιού και γραφής συγκατοικεί και συζεί μέσα του. Και στη Μεσσαριά και στις Τζιτζιφιές και στην Ασία και σε ό,τι είναι δίπλα του. Από το μυστήριό τους και από τις ανταύγειες του χωροχρόνου οι σκέψεις του εκπέμπονται. Αποκρυσταλλώνονται και σε αυτό του το βιβλίο με παραπομπές από όλη την επικράτεια του ελληνικού και μη αλφαβήτου και των συγγραφέων οι στροφές και γνώμες το “ποτίζουν” λειτουργικά.
Ο συγγραφέας δηλαδή συνομιλεί με το ποιητικώς Οράν, σε και από και με ολες τις αισθήσεις και τις εποχές τους. Τίποτε δεν περισσεύει. Και ο Μάγκρις και ο Χέρμανς και ο Μπέκετ και η Βακαλό και ο Ελύτης και η Ρουκ και ο Λακάν και ο Μπόρχες, ο Φιτζέραλντ παράλληλα και κάθετα, στις γραμμές των δοκιμίων, συνοπτικά, συνομιλούν και σχολιάζονται από τον δημιουργό του βιβλίου. Και τόσα και τόσοι άλλοι και άλλες.
Και επειδή η ποιητική γραφή, κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι πολλά, αλλά και είναι και λιγότερα, συλλαβιστά όμως και υπό συνεχή αμφισβήτηση, στου ονείρου και της πραγματικότητας τα δώματα και στις λεπτομέρειες, θα καταλήξω,σε αυτό μου το πόνημα σκέψεων, με ένα απόσπασμα εισαγωγικό, από το πρώτο κεφάλαιο της ενότητας των δοκιμίων, που η κάθε του σελίδα του επέκεινα συμφιλιώνεται, συνομιλεί, με το κάθε γιατί της και με τα λεχθέντα αλλά και με την σιωπή και με την έκπληξη.
Τα υπόλοιπα, στις γόνιμες σελίδες του βιβλίου. Με χαρτί και μολύβι δίπλα μας, στην πολλαπλή του ανάγνωση και στο μετά μας, έχει να μας πει πολλά.
Αλλά και με αλήθειες αναστοχασμών κάθε απόλαυση σημειώνει καίρια και κοσμεί του λόγου μας την εκφορά. Και όχι μόνο.
Μας ακουμπάει στα περαιτέρω της επίγευσης, στης παρέας μας τα κύματα, στου δέντρου μας το τώρα, στου δάσους μας των δεδομένων, στης μνήμης των επιλογών και με τον ουρανό των λέξεων, μεθοδικά, ρευστά και κατά το δοκούν, η ενδοχώρα τους (και η ενδοχώρα μας) δοκιμάζεται, διαπλάθεται, διαλύεται, δομείται, δίνεται…