Για όσους το έζησαν, το ελληνικό σχολείο υπήρξε εμπειρία ζωής. Για άλλους καλή, για άλλους άσχημη, για κάποιους αδιάφορη.
Εξαρτάται από τη χρονική περίοδο και από τις ιδιαίτερες συνθήκες του καθενός. Μιλήσαμε με έξι γνωστούς συμπαροίκους μας οι οποίοι μας ταξιδεύουν στα ελληνικά σχολεία μιας άλλης εποχής, από τη δεκαετία του ’50 έως και τη δεκαετία του ’80.
Καθόμαστε στο θρανίο μαζί τους, σπάμε πλάκα με τους δασκάλους, τρώμε και καμιά σφαλιάρα. Χτύπησε το κουδούνι. Ησυχία!
Η ΜΑΘΗΤΡΙΑ ΠΟΥ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ ΩΣ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΑΠΟ ΟΠΟΥ ΑΠΟΦΟΙΤΗΣΕ
Η κα Μαρία Μακρή, συνταξιούχος καθηγήτρια Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και Ελληνικής Γλώσσας, ήρθε με την οικογένειά της από την Θεσσαλονίκη στην Αυστραλία το 1967 μόλις είχε τελειώσει την Γ’ Δημοτικού.
Για εκείνη, τα ελληνικά σχολεία της εποχής διατήρησαν την ελληνική γλώσσα σαν τα κρυφά σχολειά μιας και στα πρωινά δεν διδάσκονταν τα Ελληνικά.

«Ήμουν η μεγαλύτερη από τρία παιδιά. Ο πατέρας μας προσπάθησε να βρει ένα καλό σχολείο και με έγραψε στο Πρότυπο Απογευματινό Σχολείο όπου δίδασκε ο Διογένης Μουρατίδης, ο οποίος ήταν πτυχιούχος δάσκαλος από την Ελλάδα.
Φοίτησα στο σχολείο του στο Fitzroy, στις τρεις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού. Η εμπειρία μου ήταν πολύ καλή και μάλιστα επειδή ήμουν νεοφερμένη μου είχε αναθέσει να διορθώνω τις ορθογραφίες όλων των παιδιών.
Μας είχε δώσει και έναν κατάλογο με οδηγίες για το πώς να μελετάμε στο σπίτι. Τα βιβλία ήταν από την Ελλάδα, αυτά που διδάσκονταν στα σχολεία εκεί.
Κάναμε ιστορία, γεωγραφία και μυθολογία. Διοργανώναμε γιορτές και θεατρικά. Ήμαστε όλοι μαζί σε μία τάξη. Πηγαίναμε κάθε Δευτέρα στις 6 το απόγευμα και ήταν η καλύτερή μου μέρα γιατί αγαπούσα το ελληνικό σχολείο» θυμάται η κα Μακρή.
Η κα Μακρή συνέχισε τα μαθήματα Ελληνικών και στο Γυμνάσιο, αλλά ήταν τέτοια η αγάπη της για τη μητρική της γλώσσα που συνέχισε και στο Πανεπιστήμιο.
Παράλληλα με τις σπουδές της στο Melbourne Teachers College, παρακολουθούσε και το πρόγραμμα Ελληνικών του Πανεπιστημίου Μελβούρνης.
Μάλιστα πριν καλά – καλά να πάρει το πτυχίο της, το 1979 το Υπουργείο Παιδείας Βικτώριας την τοποθέτησε ως καθηγήτρια Ελληνικών στο Chadstone High School, στο σχολείο από όπου είχε αποφοιτήσει μόλις τρία χρόνια πριν. Εκεί συνάντησε τους πρώην καθηγητές της ως συναδέλφους πλέον, κλείνοντας έναν μεγάλο κύκλο ζωής, όπως λέει η ίδια.

ΞΥΛΟ ΓΙΑ ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ… ΔΙΑΒΟΛΟΥ
Εντελώς διαφορετική είναι η εμπειρία του συζύγου της κ. Μακρή, Χρήστου, επίσης καθηγητή Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
Γεννημένος εδώ, από Έλληνες γονείς που εργάζονταν σκληρά και είχαν αναθέσει τη φύλαξή του σε μια Αυστραλή, δεν έμαθε ποτέ Ελληνικά, κάτι που θα του δημιουργούσε προβλήματα στο ελληνικό σχολείο που φοιτούσε κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’50.
«Αρχικά, πήγαινα σε κάποιο ελληνικό σχολείο στο City, δεν θυμάμαι σε ποιο ακριβώς, παρά μόνο ότι υπήρχαν πολλά παιδιά σε ένα μεγάλο χολ και είχαμε μάθημα μία ή δύο φορές τη βδομάδα. Αργότερα πήγαινα σε ένα ελληνικό σχολείο στο Burnley και έπρεπε να παίρνω το τραμ από το Hawthorn» θυμάται ο κ. Μακρής.
Η αυστηρότητα των δασκάλων και η αδυναμία τους να καλύψουν τις εκπαιδευτικές ανάγκες του ίδιου αλλά και όλων των μη ελληνόφωνων μαθητών που φοιτούσαν στο ελληνικό σχολείο, τον κάνει να αμφισβητεί τα προσόντα τους.

«Οι περισσότεροι τότε δούλευαν σε εργοστάσια και μετά έρχονταν να διδάξουν στα ελληνικά σχολεία. Δεν ξέρω καν αν είχαν τα προσόντα ή τις κατάλληλες γνώσεις για να το κάνουν, πάντως ήταν πολύ αυστηροί και επέμεναν να μάθουμε παπαγαλία πράγματα και, δυστυχώς, δεν νοιάζονταν καθόλου για τους μαθητές που δεν ήταν φυσικοί ομιλητές της γλώσσας, όπως εγώ.
Δεν αισθάνθηκα ότι μου δίδαξαν κάτι, οι τάξεις ήταν πολύ μεγάλες και ασχολούνταν μόνο με εκείνους που ήδη γνώριζαν Ελληνικά».
Ωστόσο, η έλλειψη προσόντων των δασκάλων είναι η μικρότερη από τις σκιές που αμαυρώνουν τις αναμνήσεις του από τις ημέρες του στο ελληνικό σχολείο.
«Μας χτυπούσαν με τη λουρίδα ή στο κεφάλι κάθε φορά που κάναμε κάποιο λάθος και αν ήσουν αριστερόχειρας σε έκαναν μαύρο στο ξύλο γιατί χρησιμοποιούσες το “κακό” χέρι “του διαβόλου”.
Έτσι για να αποφύγουμε το ξύλο την κάναμε κοπάνα και γυρίζαμε στο σπίτι την ώρα που υποτίθεται ότι τελείωνε το ελληνικό σχολείο. Για μένα ήταν ένα βασανιστήριο.
Δεν είχα κάνει φίλους γιατί δεν μιλούσα τη γλώσσα, δεν μάθαινα τίποτα γιατί στην ουσία δεν μας δίδασκαν τίποτα, απλά μας έδιναν κάθε φορά να μάθουμε απέξω ένα ολόκληρο κατεβατό που για εμάς που δεν ξέραμε τη γλώσσα ήταν κάτι το ακατόρθωτο. Ήμαστε μειονότητα μιας και όλοι στο Ρίτσμοντ ήταν φυσικοί ομιλητές της γλώσσας».

Το «βασανιστήριο» του κ. Μακρή κράτησε μερικά χρόνια.
«Δεν παραπονιόμασταν στους γονείς μας γιατί την εποχή εκείνη ήταν απόλυτα φυσιολογικό το ξύλο στο σχολείο ακόμα και στα πρωινά σχολεία και αν έλεγες κάτι, το πιθανότερο ήταν να “τις έτρωγες” και από αυτούς μιας και η λογική που επικρατούσε τότε ήταν ότι “αν σε έδειρε ο δάσκαλος, μάλλον το άξιζες”. Με το που ακούω ελληνικό σχολείο σκέφτομαι “χάσιμο χρόνου”, “βάρβαρο”. Ευτυχώς τα πράγματα έχουν αλλάξει πλέον» καταλήγει ο κ. Μακρής.
Ο ΚΑΗΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΣ ΜΕΛΒΟΥΡΝΗΣ ΚΑΙ Ο… ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ
Ο Νίκος Ντάλλας, γνωστός στην παροικία μας από τη δράση του ως μέλος της Εκπαιδευτικής Επιτροπής και του ΔΣ της Ελληνικής Κοινότητας, έφυγε με τους γονείς του από την Καρδίτσα στα 5 του χρόνια και εγκαταστάθηκε στο Prahran της Μελβούρνης.
Κύριο μέλημα των γονιών του, όπως άλλωστε και όλων των μεταναστών της εποχής, ήταν να τον γράψουν στο ελληνικό σχολείο.
Τα πρώτα χρόνια πήγα σε κάποια σχολεία που λειτουργούσε ο Άγιος Δημήτριος στη γειτονιά. Την Τρίτη και Τετάρτη δημοτικού τις έβγαλα στα εκπαιδευτήρια των Αδελφών Τσούση και τα επόμενα 5 χρόνια φοίτησα στον “Πυθαγόρα” του Ρούμπου» λέει ο κ. Ντάλλας.

Ήταν καλός μαθητής και σε γενικές γραμμές δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα με το ελληνικό σχολείο εκτός από το ωράριο.
«Στου Τσούση ήταν δυο φορές την εβδομάδα, κάθε Τρίτη και Πέμπτη, 5 με 7.30 το απόγευμα.
Στον “Πυθαγόρα”, ήταν κάθε Κυριακή 2 με 6 το απόγευμα και δεν μπορούσα ποτέ να πάω να δω την αγαπημένη μου ομάδα, την Ελλάς Μελβούρνης. Έπρεπε να περιμένω τις σχολικές διακοπές για να καταφέρω να δω έναν αγώνα» ήταν ο μεγάλος καημός του κ. Ντάλλα.
Ευτυχώς, στα χρόνια του Λυκείου, άλλαξε σχολείο και ως εκ τούτου και ωράριο, οπότε οι Κυριακές του ήταν πλέον αφιερωμένες στη μεγάλη του αγάπη, την ομάδα του.
«Τα ωραιότερα χρόνια ήταν του Λυκείου που γράφτηκα στο σχολείο ενός δασκάλου που είχε έρθει πρόσφατα από Ελλάδα, του Κωνσταντίνου Μόκα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου είδα παιδιά να αγαπούν το ελληνικό σχολείο.
Πριν από αυτό, τα περισσότερα χρόνια ή μέθοδος διδασκαλίας ήταν “το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο”, κάτι το οποίο ενέκριναν και οι γονείς μας γιατί δεν ήξεραν καλύτερα. Έτσι ήταν το σύστημα: δεν διάβαζες, θα έτρωγες ξύλο. Μιλάμε για δεκαετία του ’70. Το ίδιο ίσχυε και στα πρωινά σχολεία, αλλά μετά καταργήθηκε εκεί. Απλά πήρε 1-2 χρόνια μέχρι να το συνειδητοποιήσουν τα ελληνικά σχολεία και να αλλάξουν» εξηγεί ο κ Ντάλλας.
Μία από τις πιο έντονες αναμνήσεις του είναι η πρώτη μέρα στο σχολείο. «Κάθε χρόνο το ίδιο. Με το που μπαίναμε στην τάξη, ο δάσκαλος μας ‘πέταγε’ τα βιβλία κατευθείαν και γυρίζαμε στο σπίτι φορτωμένοι με κάπου 15 βιβλία».

Όμως κι αυτό είχε την πλάκα του, καθώς όλα έρχονταν από Ελλάδα και είχαν στο οπισθόφυλλο τη χαρακτηριστική σφραγίδα ΟΕΔΒ (Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων) που τα παιδιά τρελαίνονταν να παραφράζουν.
«Ο καθένας έκανε τη δική του ερμηνεία: ‘Όποιος Διαβάζει Είναι Βλάκας’, ή ‘Ο Δάσκαλος Είναι Βλάκας’ και πάει λέγοντας» λέει γελώντας ο κ. Ντάλλας.
Οι δεκαετίες ’60, ’70 και ’80 χαρακτηρίζονται από την ποσότητα σε ό,τι έχει σχέση με τα ελληνικά σχολεία. Πολλοί μαθητές, πολλά επίπεδα, πολλά μαθήματα, πολλές εκδηλώσεις, αλλά και πολύ… ξύλο. «Εκείνη την εποχή τα παιδιά ήταν πάρα πολλά, το λιγότερο 30 συχνά και 50 μαθητές σε μεικτές τάξεις. Όσο μεγάλωναν τα επίπεδα μίκραινε και ο αριθμός των μαθητών.
Κάναμε Ιστορία, Θρησκευτικά – μάλιστα πολλές φορές είχαμε ξεχωριστό δάσκαλο για τα Θρησκευτικά και το κατηχητικό – ορθογραφία, πολλή γραμματική, συντακτικό. Το πολυτονικό μάς ταλαιπώρησε πολύ» λέει ο κ. Ντάλλας.
Η καλύτερη περίοδος που πέρασε ως μαθητής του ελληνικού σχολείου ήταν τα χρόνια του Λυκείου με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Μόκα. Ο ίδιος εξηγεί γιατί:
«Ο Μόκας είχε μια εναλλακτική προσέγγιση. Θυμάμαι που κάναμε ένα σκετς για την 28η Οκτωβρίου και υποτίθεται ότι οι στρατιώτες κάπνιζαν και μας έλεγε: “παιδιά, κάντε το πιο ζωντανό, ανάψτε ένα τσιγάρο”, κι αυτά μπροστά στους γονείς.
Ή για παράδειγμα πήγαμε μια εκδρομή στα χιόνια κι έκανε πολύ κρύο. Κάπου βρέθηκε ένα μπουκάλι ουίσκι και το φέραμε γύρω και ήπιαμε όλα τα παιδιά, μιλάμε για 15χρονα και πάλι υπό την επιτήρηση των γονέων.
Ήταν τέτοιος δάσκαλος που ήξερε κι έβρισκε ‘το κουμπί’ του κάθε μαθητή. Προσπαθούσε και ανακάλυπτε κάτι καλό στον καθένα από μας. Είχε καταφέρει να μας διαχειρίζεται σωστά και δίνοντας χώρο και χρόνο σε όλα – και στην πλάκα και στο μάθημα – μας έφερνε στο φιλότιμο και κάναμε τελικά εκείνο που έπρεπε» εξηγεί ο κ. Ντάλλας.

Μπορεί εκείνος να ήταν τυχερός και να γνώρισε έναν δάσκαλο που του γλύκανε τις αναμνήσεις και ομόρφυνε την εμπειρία του από τη φοίτησή του στο ελληνικό σχολείο, όμως, δεν είχαν όλοι οι συνομήλικοί του την ίδια τύχη.
«Δυστυχώς, για πολλούς από τους μαθητές εκείνης της εποχής το ελληνικό σχολείο ήταν μια τραυματική εμπειρία και αυτό είναι κάπως λυπηρό. Από την άλλη, βρίσκω αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι παρ’ όλα αυτά, οι γονείς εξακολουθούν να στέλνουν τα παιδιά τους στα ελληνικά σχολεία σε τόσο μεγάλους αριθμούς.
Εγώ δεν το μετάνιωσα ποτέ, αλλά θα μπορούσε να ήταν καλύτερη η εμπειρία μου. Όταν ακούω ελληνικό σχολείο θυμάμαι το ξύλο που έτρωγαν τα παιδιά. Τα τελευταία χρόνια ήταν καλύτερα τα πράγματα, αλλά το μεγαλύτερο κομμάτι καταλαμβάνουν αυτές οι τρομακτικές εμπειρίες, το ξύλο».
ΚΟΝΤΡΕΣ, ΠΛΑΚΕΣ ΚΑΙ… ΚΟΠΑΝΑ
Οι αδερφοί Κώστας και Θεόδωρος Μάρκος φοίτησαν στα ελληνικά σχολεία της παροικίας στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και τη δεκαετία του ’70. Οι πρώτες αναμνήσεις ξεκινούν στο σχολείο της Κοινότητας στο Ivanhoe, που λειτουργούσε σε ένα χολ της εκκλησίας κοντά στο σταθμό.
«Μέναμε στο Heidelberg και παίρναμε το τρένο καθημερινά με τον αδελφό και την ξαδέλφη μου δύο φορές την εβδομάδα. Μαζευόμαστε πάνω από 60-70 παιδιά σε μία τάξη που είχε από ό,τι θυμάμαι μία ή δύο δασκάλες, ωστόσο γινόταν δουλειά και τα ελληνικά μας ήταν πάρα πολύ καλά» θυμάται ο αντιπρόεδρος της Κοινότητας Μελβούρνης, Θεόδωρος Μάρκος.

Όταν ο μεγαλύτερος γιος, Κώστας, τελείωσε το Δημοτικό, η οικογένεια έφυγε για την Ελλάδα όπου και παρέμεινε για μερικά χρόνια. Μετά την επιστροφή τους στην Αυστραλία τα δύο αδέλφια γράφτηκαν στην Ελληνική Ακαδημία Μελβούρνης του Σπύρου Λιώλιου στην οδό Swanston, όπου και ολοκλήρωσαν το Ελληνικό Γυμνάσιο.
«Ήταν ένα τεράστιο σχολείο που είχε πρωινά και απογευματινά τμήματα. Εμείς πηγαίναμε το απόγευμα. Ήταν ένα εξαώροφο κτίριο, το οποίο ακόμα υπάρχει και νομίζω ότι τώρα λέγεται Capitol House. Από κάτω είχε δύο σινεμά που πρόβαλλαν ταινίες ακατάλληλου περιεχομένου και πάνω ήταν το σχολείο. Ποιος ξέρει τι έκαναν οι πατεράδες που περίμεναν τα παιδιά τους να σχολάσουν» αστειεύεται ο Θεόδωρος Μάρκος.
Στην κουβέντα μπαίνει και ο Κώστας, που όλοι τον γνωρίζουμε από τη δράση του ως γενικό γραμματέα της Ελληνικής Κοινότητας, με πολλές αναμνήσεις από διάφορα ευτράπελα που συνέβαιναν στο σχολείο. «Θυμάμαι ότι μια μέρα μια φίλη μας έφαγε ένα παπούτσι στο κεφάλι. Γίνονταν τέτοια πράγματα. Στον Λιώλιο, όμως, δεν υπήρχε ξύλο. Ήταν αυστηροί, αλλά ώς εκεί» λέει.
«Ήμαστε λίγο… επαναστάτες και η ηγεσία του σχολείου μπορεί να μην μας συμπαθούσε πολύ. Κάποτε ο Λιώλιος μου είπε: “εσένα, Μάρκο, θα έρχομαι να σου φέρνω τσιγάρα στη φυλακή” και του λέω, “μα, κύριε Λιώλιο, εγώ δεν καπνίζω, έτσι χαμένος ο κόπος και τα έξοδα που θα κάνετε”», θυμάται ο Θοδωρής.
«Μια άλλη φορά, πάλι, ο Λιώλιος έκανε παρατήρηση στον αδελφό μου γιατί φορούσε τζιν και σε μένα γιατί φορούσα σαγιονάρες, οπότε την επόμενη εβδομάδα ο Κώστας εμφανίστηκε κουστουμαρισμένος, έτοιμος για γαμπρός» λέει.
Οι αναμνήσεις του Κώστα είναι πιο… επαναστατικές. «Οι παρελάσεις γίνονταν στο Olympic Pool παλιά. Θυμάμαι κάποια χρονιά που ενώ γινόταν η παρέλαση μέσα, εγώ με τον πατέρα μου ήμαστε απέξω και διαδηλώναμε εναντίον της χούντας.
Ήμουν μικρός και δεν καλοκαταλάβαινα, ήξερα, όμως, ότι κάτι συμβαίνει. Εκείνη την περίοδο επειδή στις παρελάσεις και σε άλλες τέτοιες εκδηλώσεις μαζεύονταν όλοι οι εκπρόσωποι του επίσημου ελληνικού Κράτους, ήταν η ευκαιρία για να διαδηλώσει ο κόσμος και να περάσει τα μηνύματα» λέει.
Κάνοντας τον απολογισμό εκείνης της περιόδου, τα δύο αδέλρφια συμφωνούν ότι μπορεί οι συνθήκες να μην ήταν άριστες, ωστόσο το επίπεδο ήταν πολύ καλό και οι εκπαιδευτικοί μπορεί να μην είχαν όλοι πτυχίο του συγκεκριμένου κλάδου, όμως ήταν μορφωμένοι.
«Γνωρίσαμε πολύ καλούς δασκάλους. Θυμάμαι τον Δημήτρη Πήλιουρα που ήταν δικηγόρος, ο οποίος ήταν πολύ καλός στη διδασκαλία και μπορεί να ήταν πάρα πολύ αυστηρός, αλλά ήταν από τους λίγους δασκάλους που άφησαν εποχή στην Ακαδημία, με τις μεθόδους του και τις ιστορίες του. Τα παιδιά θυμούνται το ελληνικό σχολείο λόγω μερικών δασκάλων και αυτός έμεινε αξέχαστος και σε μένα και στον αδελφό μου. Μαλώναμε μαζί του αλλά τον εκτιμούσαμε» λέει ο Θοδωρής.
Οι εντυπώσεις και των δύο από την εποχή εκείνη είναι θετικές και, όπως λένε, ακόμα διατηρούν φιλίες από τα χρόνια του ελληνικού σχολείου.
«Όλα συνέβαιναν στο κέντρο της πόλης. Οπότε το σχολείο, όντας μέσα στο κέντρο, αποτελούσε το άλλοθι για να βγούμε και να πάρουμε μια γεύση από όλα όσα γίνονταν στην πόλη. Κάναμε και λίγο κοπάνα, πηγαίναμε για καφέ, στο ποδόσφαιρο, ήταν ένα πολύ καλό κλίμα. Ήταν η ευκαιρία μας να γνωριστούμε με άλλα παιδιά από περιοχές όπου το ελληνικό στοιχείο ήταν έντονο, μιας κι εκεί που μέναμε εμείς δεν υπήρχαν πολλές ελληνικές οικογένειες» λένε τα δύο αδέρφια.
Η ΠΡΟΚΑΤΑΒΟΛΙΚΗ ΤΙΜΩΡΙΑ ΚΑΙ Ο… ΤΕΛΙΚΟΣ ΤΟΥ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ
Η πρόεδρος της «Φροντίδας», Τζιλ Τέιλορ-Νικητάκη, από τα μαθητικά της χρόνια στο ελληνικό σχολείο τη δεκαετία του ’80 έχει κρατήσει την αυστηρότητα των δασκάλων αλλά και το πόσο πολύ το βαριόταν.
«Τα μαθήματα ήταν κάθε Σάββατο πρωί και δεν μπορούσα να το αποφύγω προφασιζόμενη την άρρωστη γιατί το βράδυ ήθελα να βγω με τις φίλες μου. Πώς θα δικαιολογούσα στη μητέρα μου μια αρρώστια που κράτησε μόνο όσο και το ελληνικό σχολείο; Έτσι έκανα την καρδιά μου πέτρα και πήγαινα» θυμάται η κα Νικητάκη.
Η πληθωρική της προσωπικότητα και ο κοινωνικός της χαρακτήρας την έβαζαν συχνά σε μπελάδες και οι ξυλιές στις χούφτες ήταν πλέον αναπόσπαστο κομμάτι του μαθήματος για εκείνη.
«Νικητάκη, στον πίνακα!», φώναζε ο δάσκαλος κι εκείνη πειθήνια κατευθυνόταν για να εισπράξει το… αντίτιμο της αταξίας της. Ακόμα κι όταν καθόταν ήσυχη, δεν ήταν εύκολο να τη γλιτώσει και η αυστηρή φωνή του δασκάλου θα την ταρακουνούσε σε ανύποπτο χρόνο: «Νικητάκη, στον πίνακα!»
«Μα γιατί, κύριε; Αφού δεν έκανα τίποτα» απορούσε εκείνη, για να πάρει την αποστομωτική απάντηση: «Δεν έκανες, αλλά θα κάνεις»!
Τώρα, τα θυμάται όλα αυτά και γελάει και δεν συμμερίζεται άλλους της γενιάς της που δεν θέλουν καν να ακούν για το ελληνικό σχολείο.
Κρατάει μόνο τις πλάκες, τα γέλια και τον… τελικό του ποδοσφαίρου που ήταν γιορτή, καθώς εκείνη την ημέρα δεν είχε μάθημα, αλλά ο δάσκαλος έφερνε κι έστηνε μια τηλεόραση στο σχολείο για να παρακολουθήσουν όλοι –και κυρίως ο ίδιος– τον αγώνα. «Από όλο το σχολείο, μόνο αυτό θυμάμαι» λέει η ίδια γελώντας τρανταχτά.