ΣΗΜΕΡΑ θα αποπειραθώ να κάνω κάτι που δεν έχω τολμήσει στο παρελθόν.

ΔΥΟ κουβέντες του «ποδαριού» να γράψω για έναν ποιητή με τον οποίο χρόνια τώρα μοιραζόμαστε το ίδιο γραφείο.

ΤΟ «μοιραζόμαστε» είναι μια κουβέντα, γιατί ο ποιητής έχει κάνει «κατάληψη» του χώρου και απλά με… φιλοξενεί.

ΓΙΑ τον Δημήτρη Τρωαδίτη πρόκειται, που μας «χωρίζουν» πολλά και μας «ενώνουν» περισσότερα.

ΟΙ ποιητές ή, τέλος πάντων, αυτούς που εγώ θεωρώ ποιητές, είναι δύσκολες περιπτώσεις ανθρώπων και είμαι «τυχερός» που γνωρίζω μόνο δύο.

ΣΗΜΕΡΑ, λοιπόν, θα επιχειρήσω να αναφερθώ στο Δημήτρη, ενώ «άλλος» τον οποίο γνωρίζω σχεδόν 40 χρόνια θα πρέπει να περιμένει…

ΑΛΛΩΣΤΕ, όπως είχε πει και ο μεγάλος κολομβιανός Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές, «όποιος έμαθε να περιμένει πολύ, μπορεί να περιμένει και λίγο ακόμα».

ΚΑΙ οι (πραγματικοί) ποιητές, γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα μας, τι σημαίνει αναμονή…

ΠΡΙΝ, όμως. παρασυρθώ και άλλα μονοπάτια πάρω, επανέρχομαι να φέρω σε πέρας την αποστολή μου, που καθόλου εύκολη δεν είναι.

ΕΙΝΑΙ δύσκολο να γράψεις (αυτά που πραγματικά πιστεύεις) για έναν άνθρωπο που μοιράζεσαι μαζί του την καθημερινότητά σου και θεωρείς φίλο σου.

Η φιλία από μόνη της είναι ένα πρόβλημα σε τέτοιες περιπτώσεις που, χωρίς να το επιδιώκεις, σε οδηγεί από μόνη της σε (περιττές) φιλοφρονήσεις και κολακείες.

ΠΡΟΒΑΙΝΩ στη διευκρίνιση, προκειμένου να μην καταχωρηθούν όσα ακολουθήσουν στις πιο πάνω κατηγορίες, γιατί θα αδικούν περισσότερο από εμένα τον Δημήτρη.

ΝΑ προσθέσω εδώ, ότι ποτέ μέχρι σήμερα δεν έχουμε μιλήσει για την ποίησή του, που σημαίνει, ότι και ο ίδιος θα τα πληροφορηθεί λίγες ώρες πριν τα διαβάσετε εσείς.

ΕΠΕΙΔΗ δεν είμαι ούτε ποιητής ούτε κριτικός λογοτεχνίας, περισσότερο θα σας μιλήσω για τον Δημήτρη (και την καθημερινότητά μας) παρά για την ποίησή του.

ΚΑΙ το κάνω αυτό γιατί πιστεύω, ότι η στάση ζωής είναι αυτή που κάνει τη διαφορά και όχι το ταλέντο (και η άνεση) που μπορεί να έχει κάποιος με τη γλώσσα και τις λέξεις.

Η ποίηση για μένα είναι η κατ’ εξοχήν καλλιτεχνική δημιουργία. Είναι η τέχνη που σου δίνει τη δυνατότητα να συμπυκνώνεις νοήματα και να λες πράγματα που αδυνατεί να εκφράσει ο γραπτός λόγος.

ΕΙΝΑΙ ένα είδος (αφηρημένης) ζωγραφικής με λέξεις, που τη θέση των χρωμάτων παίρνουν οι ευαισθησίες.

ΚΑΙΡΟ τώρα σκεφτόμουν να γράψω πέντε κουβέντες για το Δημήτρη και όλο το ανέβαλα, όπως κάνω συνήθως με τα πιο σημαντικά πράγματα που με απασχολούν.

ΤΗΝ απόφαση να το κάνω την πήρα πριν λίγες όταν έλαβα στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο τις «Δώδεκα και μία στιγμές υπόληψης».

ΗΤΑΝ η τελευταία ηλεκτρονική έκδοση του Δημήτρη και αποτελείται από 13 «στιγμές» σε μορφή ποιημάτων.

ΚΑΙ αρχίζω με την (σημαδιακή) «πέμπτη στιγμή», που αναφέρεται σε «χώρους εργασίας», όπως αυτός που μοιραζόμαστε πλάτη με πλάτη έχοντας και οι δύο σαν θέα τους τοίχους του γραφείου. Να πώς έχει:

στιγμή πέμπτη
πότε ακίνητοι
πότε τρεμάμενοι
σε μέρη που λέγονται
χώροι εργασίας
κραυγές αργόσυρτες
φωνές τσαλαπατημένες
έρμαια άνωθεν αποφάσεων
σε προκρούστεια κρεβάτια

ΚΑΙ ενώ ο ποιητής χρειάστηκε μόνο 20 λέξεις να κάνει «ψυχανάλυση» και να περιγράψει (πώς αντιλαμβάνεται και τα συναισθήματα που του δημιουργεί ο «χώρος εργασίας» εγώ, όση οικονομία και αν κάνω, θα χρειαστώ (για να ξεμπερδέψω) εικοσαπλάσιες.

ΚΑΙ αυτό, παρά το γεγονός ότι εγώ, σε σχέση με τον Δημήτρη είμαι τουλάχιστον, 100 φορές πιο ολιγόλογος.

Ο Δημήτρης Τρωαδίτης άρχισε να εργάζεται στο «Νέο Κόσμο» το 1995, αλλά εγώ τον γνώρισα ένα χρόνο αργότερα όταν επέστρεψα από την πατρίδα.

ΟΤΑΝ ρώτησα συναδέλφους «τι σόι πράγμα είναι» μου απήντησαν ότι πρόκειται «για οξύθυμο, απότομο και περίεργο άτομο, που τού φταίει ο κόσμος όλος και ορισμένες φορές μαλώνει και με τις… κάλτσες του!»

ΚΑΙ ενώ δεν άργησα να διαπιστώσω ότι «έτσι είναι» με πήρε λίγος καιρός να καταλάβω τι κρύβεται πίσω από το «έτσι».

ΝΑ προσθέσω ότι χειρότερη άποψη έχουν αρκετοί συνάδελφοι και για μένα, οπότε και δεν ανησύχησα ιδιαίτερα.

ΜΕ τον καιρό, τις λίγες κουβέντες που λέγαμε και τις παρατηρήσεις που έκανε σε διάφορα κείμενα που διόρθωνε, άρχισα να καταλαβαίνω ότι ορισμένες «ακραίες» απόψεις του «περίεργου τύπου» είχαν βάθος και στηρίζονταν σε γνώσεις.

ΜΕ τον καιρό άρχισα σιγά-σιγά να διαπιστώνω ότι είχαμε πάρα πολλά κοινά σημεία. Βίους παράλληλους θα έλεγα.

ΚΑΤ’ ΑΡΧΗΝ μεγαλώσαμε και οι δύο χωρίς γονείς. Αυτός με τον παππού και την γιαγιά και εγώ στο ορφανοτροφείο.

ΑΝ όπως έλεγε, ο Σίγκμουντ Φρόυντ, τα πρώτα παιδικά χρόνια είναι αυτά που καθορίζουν, έως ένα μεγάλο βαθμό, τη μελλοντική εξέλιξή σου και το δρόμο που θα πάρεις στη ζωή δεν είναι τυχαίο ότι βρεθήκαμε «συνεπιβάτες» στο περιθώριο.

ΤΑ παιδιά που μεγαλώνουν χωρίς γονείς αποκτούν ιδιαίτερες ευαισθησίες που για να τις προστατευόσουν έχουν έντονες τάσεις «αντικοινωνικότητας».

Η «αντικοινωνικότητα» αυτή εκφράζεται συναισθηματικά, ιδεολογικά, πολιτικά και πολλές φορές ποιητικά, μιας και η ποίηση προσφέρεται ως ασφαλές καταφύγιο της ευαισθησίας και της παρέχει τη δυνατότητα να εκφραστεί χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνο να «προδοθεί».

Ο Δημήτρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1959 και έγινε μέλος της νεολαίας του ΚΚΕ το 1975.

ΣΤΟ σταλινικό μαντρί της ΚΝΕ πέρασε την εφηβεία του μέχρι που το 1981 (μη αντέχοντας άλλο) τα βρόντηξε και μετακινήθηκε ακόμα… αριστερότερα στον αναρχοαυτόνομο χώρο.

ΤΗΝ ίδια εποχή που ο Δημήτρης ήταν Κνίτης εγώ βρισκόμουν στην ακριβώς αντίθετη παράταξη των «αναθεωρητών» το αποκαλούμενο τότε ΚΚΕ (εσωτερικού).

ΑΝ είχαμε συναντηθεί τότε δεν αποκλείεται να «είχαμε έλθει στα χέρια» μιας και το μίσος των δύο «αδελφών» κομμάτων, που πριν λίγα χρόνια ήταν ένα ήταν πολύ μεγάλο.

ΚΑΙ οι κομμουνιστές, όπως και χριστιανοί: πρώτα οι χριστιανοί θα σφάξουν τους «αιρετικούς» και μετά τους εχθρούς!

ΣΤΗΝ Αυστραλία ήλθε το 1992, ενώ δέκα χρόνια αργότερα «απέτυχε» (ευτυχώς!) και η προσπάθεια που έκανε με την οικογένειά του να επαναπατριστεί.

ΑΠΟ τη μέρα που βρεθήκαμε στο ίδιο γραφείο διαπίστωσα ότι τα κοινά μας σημεία είναι ακόμα περισσότερα.

ΠΕΡΑ από την «περιθωριακή» πολιτική μας τοποθέτηση στην Αριστερά μοιραζόμαστε την αγάπη για τη φιλοσοφία, την ποίηση, τη λογοτεχνία, και τα βιβλία.

ΕΙΝΑΙ ο μόνος άνθρωπος που έχω γνωρίσει στην Αυστραλία που (πραγματικά) ΔΙΑΒΑΖΕΙ!

ΚΑΙ εγώ, ενδεχομένως, να είμαι ο μόνος τακτικός πελάτης της πλούσιας βιβλιοθήκης του, ενώ αυτός είναι μοναδικός πελάτης της δικής μου.

ΜΕ κανένα άλλο δεν έχω ανταλλάξει τόσα βιβλία όσο με τον Δημήτρη ο οποίος και γνωρίζει τη βιβλιογραφία όσο κανένας άλλος.

ΔΕΝ έχω συναντήσει άλλον άνθρωπο στην Αυστραλία που να γνωρίζει λεπτομέρειες για εκατοντάδες εκδόσεις βιβλίων.

ΜΙΑ κουβέντα να του πεις για κάποιον ποιητή, είναι ικανός να σου πει, πού γεννήθηκε, πού έζησε, πότε πέθανε, πόσες συλλογές έκδωσε και τι έχει γραφεί γι’ αυτόν σε οποιοδήποτε μέρος του πλανήτη.

ΜΕΓΑΛΗ αγάπη έχει για την λατινοαμερικάνικη ποίηση και λογοτεχνία την οποία εγώ ανακάλυψα πριν λίγα χρόνια.

ΣΥΧΝΑ με ρωτάει «τι διαβάζεις αυτές τις μέρες;» και όταν του απαντώ «τίποτα, «βλέπω τηλεόραση», με κοιτάζει σαν να λυπάται για την κατάντια μου.

ΣΕ μια παρόμοια ερώτηση πριν λίγες βδομάδες, όταν του είπα ότι «διαβάζω την Ιφιγένεια στην Ταυρίδα του Ευριπίδη» με κοίταξε περίεργα και προχώρησε στη δεύτερη ερώτηση που, συνήθως, μου κάνει όταν αναφερόμαστε σε βιβλία. «τίνος εκδοτικού οίκου είναι και ποιος έχει κάνει τη μετάφραση».

ΟΙ λεπτομέρειες αυτές, που πολλοί από εμάς περνάμε στο «ντούκου» για το Δημήτρη έχουν καίρια σημασία.

ΟΤΑΝ του είπα ότι στη μια σελίδα είναι το αυθεντικό κείμενο (στα αρχαία ελληνικά) και στην απέναντι το μεταφρασμένο «άνοιξαν τα μάτια του» και μου ζήτησε να του το φέρω πράγμα που έκανα.

ΠΕΡΙΤΤΟ να τονίσω ότι ο Δημήτρης ξέρει καλά αρχαία ελληνικά και την επόμενη μέρα μου είπε πόσο ενθουσιασμένος είναι που το διαβάζει.

ΠΡΙΝ έλθει στην Αυστραλία για μια δεκαετία εργαζόταν σε εκδοτικούς οίκους και βιβλιοπωλεία, ενώ έκανε και απόπειρες να ασχοληθεί επαγγελματικά με το βιβλίο.

[ΠΡΙΝ τελειώσω να διευκρινίσω ότι ο «σημερινός» Δημήτρης ουδεμία σχέση έχει (από πλευράς συμπεριφοράς) με τον «οξύθυμο τύπο» που γνώρισα το 1996.

ΕΠ’ ευκαιρία θέλω να τον ευχαριστήσω και δημόσια για τη βοήθεια που μου προσφέρει όταν επιμελούμαι τις στήλες που γράφω στην εφημερίδα.

ΚΑΙ δεν αναφέρομαι μόνο ότι διορθώνει τις ανορθογραφίες μου και τις ασυνταξίες μου, αλλά μου απαντά αμέσως σε ό,τι τον ρωτώ και αν δεν το ξέρει (πράγμα σπάνιο, αφού και φοβερές εγκυκλοπαιδικές γνώσεις έχει) καταφεύγει στο internet, αφήνοντας οτιδήποτε άλλο κάνει.

ΚΑΙ τελειώνω με την αναφορά στον άνθρωπο που πραγματικά είναι ερωτευμένος με ένα ποίημα που προηγείται κατά μία στιγμή του προηγούμενου: με μια στιγμή που προηγούμενου:

Τέταρτη στιγμή
ο ήλιος δε ανέτειλε
ο τελευταίος υπάλληλος αναχώρησε
κι ήμουν αυτός που
έκλεισε την πόρτα πίσω του
για τελευταία φορά

ΑΥΤΑ για την ποίηση και έναν άνθρωπο που δεν γράφει για να «πουλά μούρη», αλλά γιατί πιστεύει αυτά που γράφει. Γεια χαρά.