Όταν ο καλός φίλος Σωτήρης επικοινώνησε μαζί μου και μού ζήτησε να γράψω κάτι για τους πρόσφυγες προγόνους μου, αλλά και τις παρέες και τους φίλους τους, αλήθεια «πέταξα τη σκούφια μου».
Αλλά και, ταυτόχρονα, ένοιωσα την ευθύνη -και όχι το βάρος, την τιμή μπορώ να πω- ότι χάρηκα περισσότερο. Έτσι, λοιπόν, μέσα από την καρδιά μου την ευγνωμοσύνη μου φίλε, για την ευκαιρία που μου δίνεις.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μία συνοικία της Θεσσαλονίκης στο βόρειο δυτικό τμήμα της, την Πολίχνη.

Μια μεγάλη γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες. Από οπουδήποτε μπορείς να σκεφτείς… Ανατολική Ρωμυλία, Μικρά Ασία, Αρμενία, αλλά το μεγαλύτερο κομμάτι ήταν από τον Πόντο.
Η δομή της, κυρίως, ήταν από τους πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν απευθείας από την περιοχή του Καρς, αλλά και από τους πρόσφυγες δεύτερης γενιάς, από τους γύρω νομούς της Μακεδονίας, που αποφάσισαν να έρθουν στην πόλη γιατί υπήρχε μεγαλύτερη προσφορά εργασίας και -γιατί όχι;- να γλυτώσουν και από τη σκληρή αγροτική ζωή.
Η Πολίχνη αποτελούσε ανέκαθεν χωνευτήρι του προσφυγικού ελληνισμού που εγκαταστάθηκε κατά κύματα στην πατρίδα, καθώς πρόσφερε γόνιμο έδαφος για ανάπτυξη και δημιουργία.
Αρχικά, η περιοχή κατοικείτο από ορισμένες οικογένειες Βλάχων, ωστόσο η οικιστική μορφή και ο χαρακτήρας της διαμορφώθηκαν μετά τη σταδιακή εγκατάσταση σε αυτή των προσφύγων που έφεραν μαζί τους τον πολιτισμό, τις τεχνικές γνώσεις και τις συνήθειες που είχε αναπτύξει ο δαιμόνιος ελληνισμός που διέπρεπε από χιλιάδες χρόνια στη Μικρά Ασία και τον Πόντο.
Η Πολίχνη, λοιπόν, προσφερόταν γιατί εκεί έβρισκαν συγχωριανούς τους, μιλούσαν την ντοπιολαλιά τους και η προσαρμογή τους ήταν ευκολότερη στο κλίμα της πόλης.

Έτσι, την εποχή που ξεκίνησα να πηγαίνω σχολείο και να αποκτώ κάποια σχετική ελευθερία στο να κυκλοφορώ στους δρόμους, δημιουργήθηκαν μέσα μου πολλές εικόνες.
Να καλημερίζεις εκατοντάδες ανθρώπους, να σταματάς τους δρόμους για να μαθαίνεις νέα αγαπημένων σου ανθρώπων πάντα με ένα πλατύ και ανθοστόλιστο χαμόγελο ψυχής και να βλέπεις έξω στα καφενεία τους γέροντες πρόσφυγες, σταυροπόδι, να πίνουν τον καφέ τους ή το τσίπουρό τους, με τις αυλακιές που χάραξε η ρυτίδα του μόχθου και της ταλαιπωρίας.
Οι αυλές πανέμορφες γεμάτες πολύχρωμα λουλούδια, ασβεστωμένες με το απαραίτητο τραπεζάκι και τις καρέκλες για τον καφέ, έμοιαζαν σαν πίνακες ζωγραφικής. Έτσι έμαθαν να ζουν από την αλησμόνητη πατρίδα ακόμη.
Οι Κυριακές απίστευτες, μελωδικές, ευωδιαστές. Ξεκινώντας το πρωί με τους Βυζαντινούς ήχους και τις ψαλμωδίες του Αγίου Παντελεήμονα και αφού έπαιρναν το αντίδωρό τους, οι άντρες σίγουρα θα πήγαιναν σε χώρους συνάντησης για να πουν κάποια κουβέντα και να πιούν ένα τσίπουρο ή έναν καφέ, για να απολαύσουν την ημέρα της ξεκούρασής τους από τον εβδομαδιάτικο μόχθο. Οι κυρίες των σπιτιών μετά από το τελευταίο τους «κουτσομπολιό» θα πήγαιναν να παραλάβουν το φαγητό που άφησαν το πρωί στον φούρνο για το μεσημεριανό τραπέζι.

Μοσχοβολούσαν οι γειτονιές, από τα καλομαγειρεμένα φαγητά τους, και τα καλομαριναρισμένα κρέατα. Όταν λοιπόν έβγαιναν και τα γλυκά τότε η μύτη τα έχανε, μπερδευόταν…
Και αυτές πάντα περιποιημένες και καθαρές «παστρικές», που εκείνο τον καιρό αυτό το πράγμα παρεξηγήθηκε, αφού στις αλησμόνητες πατρίδες δεν είχαν ραντεβού με το νερό μία φορά την εβδομάδα ή τον μήνα αλλά πολύ συχνότερα. Μακάρι να ήταν όλες έτσι.
Και μετά ακολουθούσε η επιβλητική ησυχία σε όλους τους δημόσιους χώρους συνάντησης και αναψυχής αφού με έναν μαγικό τρόπο όλοι συναντιόντουσαν, ο καθένας στο σπίτι του, για το μεσημεριανό Κυριακάτικο τραπέζι. Παντού γαλήνη και ησυχία.
Στο σχολείο ευτύχησα να υπάρξω με έναν άνθρωπο πατρίδας, τον δάσκαλο τον Παύλο Κατηκαρίδη. Αυτός πάντα στοργικός με απέραντο ενδιαφέρον για τα παιδιά, όταν μας μάλωνε μας τα έλεγε στα ποντιακά.

Στις διακοπές, Χριστούγεννα, Πάσχα και τις καλοκαιρινές, δεν με χωρούσε ο τόπος. Μαγνήτης για μένα οι τόποι καταγωγής των γονιών μου. Ο πατέρας μου από την Ευκαρπία Κιλκίς (Γραμμάτινα), ποντιακό χωριό με λίγες οικογένειες Σαρακατσάνων και η μητέρα από το Πολύκαστρο (Καρασούλι), κωμόπολη της επαρχίας Παιανίας, που εκεί το μωσαϊκό της προσφυγιάς ήταν πολύχρωμο.
Η μητέρα μου, κατά το ήμισυ Σμυρνιά και κατά το ήμισυ Πόντια, είχε άλλη κουλτούρα.
Οι νοικοκυρές της Σμύρνης είχαν να κάνουν περισσότερο με τις οικιακές δουλειές, ήταν πιο λεπτές και πιο ντελικάτες, ενώ οι Μαυροθαλασσίτισες είχαν να κάνουν περισσότερο με τις αγροτικές δουλειές συν τα του οίκου τους. Πιο δουλεμένες, δυνατές γυναίκες.
Όταν λοιπόν τους ρωτούσες για τα γεγονότα του ξεριζωμού. απέφευγαν με έναν εκπληκτικό και πάντα ευγενικό τρόπο να μιλούν. Το μόνο που κατόρθωσα να πάρω από το στόμα του παππού μου του Γιάννη ήταν:
«Εγώ αγόρι μου, ήρθα ορφανός και ήμουν ο πιο μικρός από τα 7 αδέλφια. Η μοναδική μας αδελφή η Γιωργίτσα, με μεγάλωσε. Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ όμως είναι, ότι όταν φύγαμε από το Μετεβελή (χωριό κοντά στην Σμύρνη) και φτάσαμε στο λιμάνι έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Η αδελφή μου με κρατούσε τόσο σφιχτά το χέρι για να μην με χάσει, που μέχρι να φτάσουμε στο πρώτο λιμάνι το τυλίξαμε με πανιά και με κρεμμύδια για να φύγει ο πόνος.
Μετά φτάσαμε στη Ρόδο, καθίσαμε εκεί κάμποσο καιρό και μετά φύγαμε για τη Θεσσαλονίκη, περάσαμε καραντίνα και δεν καταλάβαινα γιατί το περνάμε. Όταν λοιπόν φτάσαμε εδώ, αγώνας, πάλη για να κάνουμε την πέτρα χωράφι, για να κάνουμε πληθιά με τα χέρια μας και να βάλουμε ένα κεραμίδι στο κεφάλι μας. Άφησέ το, αγόρι μου, μην μαυρίζω και την δική σου την ψυχή» κατέληγε πάντα.
Κάποια χρονιά, στις διακοπές του Πάσχα, Μεγάλη Πέμπτη, βρέθηκα στην εκκλησία. Ήμουν δεν ήμουν 11 με 12 χρονών και άκουσα τiς Σμυρνιές να μοιρολογούνε τον Χριστό. Απίστευτη μελωδία, απίστευτο συναίσθημα… Εκείνη την στιγμή μοιρολογούσαν τον Σταυρωμένο και την ίδια στιγμή κάποιον δικό τους και σίγουρα και την αλησμόνητη πατρίδα.
Τα καλοκαίρια στην Ευκαρπία του Κιλκίς, είχα την πολυτέλεια να γνωρίσω και τις δύο γιαγιάδες του πατέρα μου. Αυτή όμως που σημάδεψε όλους μας με την παρουσία της, ήταν η καλομάννα μας, η Ευθυμία Πηλαλίδου, η Θυμία η Πιλιαλίνα.
Σοβαρή και στιβαρή παρουσία, ηγετική μορφή. Νοικοκυρά και πεντακάθαρη.

Δεν άφηνε την αυλή ποτέ ασκούπιστη. Σκούπιζε το χώμα, με αποτέλεσμα να μην φυτρώσει χορτάρι όσο ζούσε. Είχαμε την πολυτέλεια να έχουμε δύο μεγάλες αμυγδαλιές μέσα στην αυλή του πατρικού μας. Σπίτι πρόσφυγα χωρίς δέντρο στην αυλή δεν λογιζόταν. Η νύφη της η Αλεξάνδρα, η γιαγιά μου, ένας μικροκαμωμένος γίγαντας. Απίστευτη υπομονή, αφού οι δυσκολίες της ζωής τους ανάγκαζαν όλους να ζουν σε ένα σπίτι και αυτή από τότε που μπήκε νύφη μέχρι και που η πεθερά της ταξίδεψε για τον άλλον κόσμο ζούσαν μαζί.
Αυτό που εντυπωσίαζε τα καλοκαίρια ήταν τα παρακάθια, που έκαναν παράλληλα με τη δουλειά, που ήταν το βελόνιασμα του καπνού. Εκεί άκουγες αμέτρητες ιστορίες. Το πιο εντυπωσιακό, όμως, ήταν ο πρωταρχικός λόγος που δημιουργούσαν αυτήν την παρέα.
Για την απορία μου τότε, λοιπόν, απευθύνθηκα στον παππού μου τον Αντώνη. «Παππού, αφού κι αυτοί έχουν καπνά, γιατί βοηθάνε εμάς και δεν τελειώνουν με τα δικά τους;
Η απάντηση αφοπλιστική: «Γιατί τέλειωσαν με τα δικά τους και έρχονται να βοηθήσουν και εμάς. Αυτό το κρατάμε από την πατρίδα, αυτό λέγεται Αργατεία».
Τα χωράφια δεν αναπτύσσονταν όλα μαζί. Έτσι η δουλειά γινόταν σταδιακά. Σήμερα ήταν έτοιμο το ένα το χωράφι την άλλη μέρα το άλλο την άλλη μέρα του άλλου του γείτονα… Ο καθένας όφειλε κάποια μεροκάματα στον άλλον. Όλα γίνονταν με καλή συνεννόηση. Η καλλιέργεια του καπνού, σε όλα τα στάδιά της, χρειάζεται τη συνεργασία πολλών εργατών.
Όλοι οι πρόσφυγες πάλεψαν σκληρά χωρίς να λυγίσουν έχοντας ως εφόδιά τους την πίστη και την αισιοδοξία. Αγωνίστηκαν με εγκαρτέρηση για να αλλάξουν την αρνητική τοποθέτηση και την υποτιμητική στάση των ντόπιων συντοπιτών τους. Με την προκοπή και την τιμιότητα, το ήθος και την τρυφερότητά τους, την παλικαριά και την γενναιότητά τους, καταξιώθηκαν στη συνείδηση όλων των Ελλήνων.
Σήμερα η Ελλάδα είναι περήφανη για το αδικημένο κομμάτι του ελληνισμού που δέχθηκε στους κόλπους της . Οι πρόσφυγες της πρώτης γενιάς που σχεδόν έχουν φύγει, αλλά και οι νεότεροι παραμένουν πάντα αθεράπευτοι νοσταλγοί των αλησμόνητων πατρίδων. Τη νοσταλγία μας αυτή προσπαθούμε να απαλύνουμε σήμερα.
Χωρίς να ζητούμε εκδίκηση από κανέναν και για κανέναν. Απλώς μία συγνώμη και μια αναγνώριση για να αναπαυθούν τα κόκκαλα των δικών μας.
Δεν μισούμε τους ανθρώπους αλλά τις κακές τους πράξεις. Άλλωστε, οι δικοί μας ακόμα εκεί τραγουδάνε και μιλάνε τη γλώσσα μας.
Κλείνοντας απευθύνομαι ως Πόντιος της τέταρτης γενιάς σε όλους μας, σαν ένας από τον λαό που ξεριζώθηκε από τη Σμύρνη, τον Τσεσμέ, την Πέργαμο, την Τραπεζούντα, τη Σαμψούντα.
Είμαστε διατεθειμένοι να δεχτούμε καινούργια παρόμοια γεγονότα. Είμαι σίγουρος και δεν έχω αμφιβολία για την απάντηση και του τελευταίου Έλληνα.