Διάβασα στην εφημερίδα σας ότι μας καλείτε να γράψουμε τις ιστορίες των γονέων μας που ξεριζώθηκαν από τη Μικρά Ασία. Είμαι και εγώ μια απόγονος αυτών των ανθρώπων.
Το όνομά μου είναι Φιλία Βούθα, το γένος Μαυράκη. Και οι δύο γονείς μου ήταν από το ίδιο χωριό, το Ρεϊζντερέ, της περιοχής Ερυθραίας. Θα γράψω πρώτα για την ιστορία της μητέρας μου, μιας και από αυτήν όλα όσα άκουγα ήταν σαν παραμύθι.
Όπως μου έλεγε, λοιπόν, οι Ρεϊζντεριανοί ξεριζώθηκαν δύο φορές. Την πρώτη το 1914, που τους πήραν και τους πήγαν στη Χίο. Η μητέρα μου ήταν τότε 4 χρόνων. Άφησαν πίσω τα σπίτια και τα κτήματά τους και στη Χίο δούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί. Επέστρεψαν το 1918, αλλά επειδή τα βρήκαν όλα κατεστραμμένα άρχισαν πάλι από την αρχή.
Από την οικογένεια της μητέρας μου, επειδή η δική της μητέρα, Φιλίτσα, είχε πεθάνει και είχε μείνει ο πατέρας της (και παππούς μου), τα παιδιά τα ανέθρεψε η γιαγιά της Δεσποινιώ. Τα παιδιά ήταν η μητέρα μου Μαρία, και τρία αγόρια.
Το 1922 η μητέρα μου ήταν 11 χρόνων και επειδή είχαν ζήσει την προσφυγιά μια φορά, δεν ήθελαν να φύγουν και πάλι. Ακόμα και οι μεγάλοι του χωριού είπαν ότι δεν θα φύγουν και ότι “πιο καλά θα ήταν να προσκυνήσουμε τον Τούρκο παρά να ξεριζωθούμε ξανά”.
Αλλά ο πατέρας της μητέρας μου ρωτούσε και συμβουλευόταν και άλλους ανθρώπους, είχε και καΐκι, ήταν ψαράς. Είπε στη μητέρα του ότι πρέπει να φύγουν κρυφά, γιατί είχαν βάλει ανθρώπους και φύλαγαν και δεν άφηναν να φύγει κανένας.
Έτσι, είπε στη μητέρα του να πάρει τα παιδιά και να πάνε εκεί που ήταν το καΐκι, στην παραλία. Το ένα από τα παιδιά ήταν μαζί του.
Τότε είπε η γιαγιά μου στη μητέρα μου “πάρε ένα καρβέλι και πήγαινε στο καΐκι κι αν σε σταματήσει κανείς στο δρόμο πες του ότι πας στην κουμπάρα”.
Στο άλλο παιδί είπε “πάρε την κατσίκα και πήγαινε στο καΐκι κι αν σε ρωτήσει κανείς στο δρόμο πες ότι πας να τη βοσκήσεις”.
Εκείνη πήρε ένα τσουβάλι με παξιμάδια και το πιο μικρό παιδί στην αγκαλιά και κατευθύνθηκε προς την παραλία.
Στο καΐκι διαπιστώθηκε ότι έλειπε το ένα παιδί και η γιαγιά γύρισε πίσω να δει τι γίνεται. Βλέπει το παιδί να κάθεται στην εξώπορτα με την κατσίκα δεμένη.
“Γιατί δεν πήγες στο καΐκι;” το ρώτησε. “Μου είπε η γειτόνισσα να κάτσω στο σπίτι γιατί έρχονται οι Τούρκοι”.
Η γιαγιά σκέφτηκε να πάρει και την κατσίκα μαζί για να έχουν τα παιδιά τουλάχιστον λίγο γάλα. Αλλά η γειτόνισσα της φώναξε “Δεσποινιώ, κατεβαίνουν οι Τούρκοι, ολόκληρος λόχος”.
Τότε η γιαγιά άφησε την κατσίκα, άρπαξε το παιδί στην αγκαλιά της και κατέβηκε όσο πιο γρήγορα γινόταν στο καΐκι.
Δεν βρήκε το καΐκι του γιου της και την έπιασε απελπισία, αλλά ευτυχώς το καΐκι του κουμπάρου τους δεν είχε φύγει ακόμα και ανέβηκαν σε αυτό.
Όταν έφτασαν στη Χίο, τα άλλα παιδιά περίμεναν στην ακροθαλασσιά, φωνάζοντας “είναι η γιαγιά μας μαζί σας;”. Στην αρχή, τα πείραξαν, τους είπαν “όχι και αυτά άρχισαν να κλαίνε. Αλλά κάποια στιγμή εμφανίστηκε και η γιαγιά με το άλλο παιδί και ησύχασαν.
Η μητέρα μου, μού έλεγε ότι όταν έφευγαν δάκρυσαν που έβλεπαν τα κτήματα και τα αμπέλια τους και έλεγαν “άραγε, θα τα ξαναδούμε;”
Στη Χίο τον πρώτο καιρό δεν είχαν ούτε καν να φάνε, ζητιάνευαν. Ήταν ακόμα καλοκαίρι και δεν είχαν πάρει και πολλά ρούχα μαζί τους. Μετά από κάποιο διάστημα, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, ήρθε ένα πλοίο με το οποίο τους πήγαν στη Λήμνο. Εκεί μαζεύτηκαν αρκετοί Ρεϊζντεριανοί και έφτιαξαν ένα χωριό.
Στο μεταξύ, μερικοί συγγενείς της μητέρας μου, που είχαν πάει και αυτοί στη Λήμνο, έμαθαν ότι στην Κρήτη ήταν καλύτερα και έτσι, το 1923 τα μάζεψαν και πήγαν να κατοικήσουν στην Ιεράπετρα.
Η μητέρα μου δεν ξέχασε ποτέ τον τόπο της, δεν έλεγε πατρίδα τη Λήμνο, γι’ αυτήν πατρίδα ήταν το Ρεϊζντερέ. Μαζί με άλλους έφεραν μαζί τους όλα τα ήθη και τα έθιμα του τόπου τους. Ήταν πολύ εργατικοί και προόδευσαν.
Ο αδελφός μου Σωτήρης Μαυράκης, μάζεψε όλα τα τραγούδια τους και τα έκανε cd.
Από την άλλη τώρα, ο παππούς μου λεγόταν Θεόδωρος Μαυράκης και είχε τρία παιδιά, τον Γιώργη, τη Γιασεμή και τον Κωστή. Τη μητέρα τους την έλεγα Δέσποινα. Ο πατέρα μου ήταν ο Γιώργης Μαυράκης. Είχαν αγρόκτημα με ζώα και καλλιέργειες.
Είχαν ένα γείτονα, Τούρκο, τον Αχμέτ, με τον οποίο ζούσαν αρμονικά. Αυτός ειδοποίησε τους δικούς μου ότι κατεβαίνει τουρκικός στρατός και να πάρουν την οικογένεια και να κατέβουν στο χωριό και ό,τι κάνουν όλοι οι υπόλοιπα να κάνετε κι εσείς.
Ο κόσμος ήταν αναστατωμένος. και εδώ οι μεγάλοι του χωριού πήραν την απόφαση να μη φύγει κανένας. “Παρά να γνωρίσουμε ξανά την προσφυγιά θα μείνουμε και θα τους προσκυνήσουμε” έλεγαν.
Το τουρκικό ασκέρι όλο και πλησίαζε το χωριό και οι μεγάλοι πήραν δύο τουρκικές σημαίες και τους υποδέχτηκαν στην είσοδο του χωριού. Τους προσκύνησαν και δήλωσαν υποταγή.
Όμως για τους Τούρκους στρατιωτικούς η διαταγή ήταν σαφής και ερχόταν από ψηλά: ήθελαν να εξαφανίσουν το ελληνικό στοιχείο. Όλοι καταριόνταν τον Κεμάλ.
Οι αξιωματικοί διέταξαν τους στρατιώτες να φυλάνε τον κόσμο. Διέταξαν να συγκεντρωθούν όλοι σε μεγάλα σπίτια ή στην εκκλησία. Φόβος κυρίευσε τον κόσμο. Οι τσέτες γυρνούσαν όλη την ώρα, άρπαζαν κοπέλες μπροστά στα μάτια των γονέων τους για να τις ατιμάσουν. ‘Εμπαιναν στα σπίτια και ζητούσαν κοσμήματα και χρήματα και όποιος αντιστεκόταν τον σκότωσαν επιτόπου, ενώ έκαιγαν και τα σπίτια. Το πρωί ο στρατός τους ανακοίνωσε ότι πρέπει να εγκαταλείψουν το χωριό.
Ο κόσμος ταλαιπωρημένος και φοβισμένος άρχισε να τρέχει. Οι τσέτες πυροβολούσαν κατευθείαν στον κόσμο και ήταν θέμα τύχης εάν ζούσες ή πέθαινες.
Ο παππούς μου Θεόδωρος, φορτώθηκε τότε τη γριά μάνα του στην πλάτη, γιατί αυτή δεν μπορούσε να περπατήσει. Την πήγε αρκετό δρόμο, αλλά κουράστηκε και την άφησε κάτω, λέγοντάς της “μάνα, δεν μπορώ άλλο να σε κουβαλήσω, θα σε αφήσω εδώ”. Εκείνη άρχισε να φωνάζει “πού θα με αφήσετε”… Ο παππούς λύγισε και λέει στη γυναίκα του “πάρε τα δύο παιδιά και τρέξτε προς τη θάλασσα”.
Ο πατέρας μου Γιώργης, έκανε μια προσπάθεια να μεταφέρει τη μητέρα του. Καθυστέρησαν και κινδύνευσαν από τους τσέτες. Την αφήνουν, αλλά κάποια στιγμή μαθαίνουν ότι είχε πεθάνει. Κατεβαίνουν στη θάλασσα και ξανασμίγουν, αλλά δεν βλέπουν ούτε καράβια ούτε καΐκια ούτε βάρκες.
Οι Τούρκοι τσέτες τους ακολουθούν οπλισμένοι και όποιον βλέπουν τον σταματούν και τον ελέγχουν για κοσμήματα και χρήματα.
Ο παππούς μου, βλέποντας τους τσέτες, φοβήθηκε μη του πάρουν την κόρη τους Γιασεμί. Ήταν μόλις 15 χρόνων και είχε ανάπτυξη. Την αρπάζει και μπαίνουν στη θάλασσα. “Καλύτερα να πνίξω το παιδί μου παρά να την ατιμάσουν οι Τούρκοι” λέει και τη βουτά στο νερό.
Η μητέρα έξω στη στεριά ουρλιάζει..
Ένας Τούρκος τους φωνάζει “μην πνίξεις το παιδί, δεν θα σας πειράξουμε”.
Έτσι τους μάζεψαν όλους και τους πήγαν στα Αλάτσατα. Εκεί τους έκλεισαν στην εκκλησία της Παναγίας.
Το πρωί τους έβγαλαν στο προαύλιο. Τος ξεχώρισαν, αλλού οι γυναίκες αλλού τα παιδιά και αλλού οι άντρες. Ο πατέρας μου ήταν 18 χρόνων και μαζί με τον πατέρα του και όλους τους άνδρες από 16 μέχρι 60 χρόνων τους πήραν αιχμάλωτους. Στην αρχή τους πήγαν στη Σμύρνη. Τους βασάνισαν και τους κακομεταχειρίστηκαν. Μετά τους έστειλαν στα αμελέ ταμπουρού, δηλαδή, στα καταναγκαστικά έργα. Εκεί οι Τούρκοι, με το όπλο στο χέρι τους ανάγκαζαν να δουλεύουν για ένα κομμάτι ψωμί.
Μια φορά ο πατέρας μου πήγε να υπερασπιστεί τον πατέρα του και οι Τούρκοι παρ’ ολίγο να τον σκοτώσουν. Δυο φορές γλίτωσε το τουφέκισμα.
Οι γυναίκες και τα παιδιά έμειναν 14 μέρες στην Παναγία των Αλάτσατων, στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στονάλλον. Για φαγητό τους πετούσαν κάτι σταφίδες, που ήταν οι δικές τους… Ήταν η εποχή της σταφίδας. Πολλές κοπέλες τις έπαιρναν οι τσέτες και τις ατίμαζαν. Έκαναν και άλλα πολλά που δεν γράφονται.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1922 τους έβαλαν σε σειρές και τους κατέβασαν με τα πόδια στο λιμάνι του Τσεσμέ. Από όπου περνούσαν έβλεπαν τις καταστροφές, ακόμα και πρώματα …
Στο λιμάνι περίμενε πολύ μεγάλο πλοίο.
Με μεγάλη ταλαιπωρία έφτασαν στη Λήμνο.
Μετά από 18 μήνες στη Λήμνο έφτασαν και ο πατέρας μου με τον παππού μου.