Ένα πρόσωπο και ταυτόχρονα μια ολόκληρη εποχή ζωντανεύουν μέσα από τη συναυλία Μάντζαρος + 1, της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών στο Μέγαρο Μουσικής (25.02.). Το πολύπλευρο και πολυεπίπεδο έργο του συνθέτη του Εθνικού μας Ύμνου, Νικόλαου Μάντζαρου περιγράφει ανάγλυφα τις αστικές αναζητήσεις και τις κυρίαρχες επιρροές στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, αποκαλύπτοντας έναν συνθέτη καλλιεργημένο, παραγωγικό, τολμηρό και διερευνητικό.
Το πλούσιο πρόγραμμα ξεκινά με τις κομβικές Συμφωνίες αρ.1 “Di genere orientale” και αρ.2. Συνεχίζει με χαρακτηριστικές άριες που ερμηνεύουν οι διακεκριμένοι Ρόζα Πουλημένου και Παναγιώτης Πράτσος. Η συναυλία – υπό τον βαθύ γνώστη του είδους- Σπύρο Προσωπάρη, ολοκληρώνεται με το ευφάνταστο The Chairman Dances του μινιμαλιστή Τζον Άνταμς.
Για την ιστορία…
Ο Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος (1795-1872) έχει εξασφαλίσει μια θέση στην κοινή νεοελληνική αντίληψη αφενός ως ο συνθέτης του Εθνικού Ύμνου της Ελλάδας και αφετέρου εξαιτίας της συνεργασίας του με τον Διονύσιο Σολωμό (1798-1857). Ελάχιστα είναι γνωστή, όμως, η δραστηριότητα του μουσουργού πέρα και πριν από τη σύνδεσή του με τον μεγάλο Ζακύνθιο ποιητή. Ο Μάντζαρος ως γόνος αριστοκρατικής κερκυραϊκής οικογένειας έλαβε μεταξύ 1807 και 1813 επιμελημένη θεωρητική και πρακτική μουσική παιδεία από τους πλέον καταρτισμένους μουσικοδιδασκάλους της Κέρκυρας των αρχών του 19ου αιώνα [ανάμεσα σε αυτούς και ο Στέφανος Πογιάγος (1768-1826), συνθέτης της όπερας Gli amanti confusi ossia Il bruto fortunato (Κέρκυρα, 1791)]. Το 1815 παρουσίασε για πρώτη φορά δημόσια σύντομες συνθέσεις του στο πλαίσιο ευεργετικών βραδιών Ιταλών τραγουδιστών του κερκυραϊκού θεάτρου San Giacomo. Η πρακτική αυτή ήταν τότε ο συνήθης τρόπος της παρθενικής παρουσίασης νεαρών μουσουργών στο ευρύ κοινό. Τα παραπάνω έργα, τα πρωιμότερα του είδους τους στη μουσική παραγωγή του ελληνισμού των νεώτερων χρόνων, έδωσαν στον Μάντζαρο το έναυσμα για τη δημιουργία και άλλων παρόμοιων συνθέσεων τα επόμενα χρόνια. H τελευταία από αυτές, η Aria Greca, παρουσιάστηκε το 1827 και αποτελεί την παλαιότερη γνωστή άρια με συνοδεία ορχήστρας σε ελληνική δημοτική γλώσσα.
Παράλληλα, ήδη στα 1820 ο Κερκυραίος μουσουργός είχε κάνει δυναμικά αισθητή την παρουσία του και στη σύνθεση φωνητικής μουσικής με συνοδεία πληκτροφόρου, καθώς και πιανιστικών έργων, δημιουργώντας επίσης τα πρωτόλεια έργα της αντίστοιχης νεοελληνικής μουσικής παραγωγής. Στην ίδια περίοδο θα πρέπει να τοποθετηθούν και τα πρώτα έργα του για φωνή και πιάνο σε ελληνική γλώσσα, στα οποία χρησιμοποίησε τις στιχουργικές δημιουργίες του Κερκυραίου ποιητή Αντωνίου Βραχλιώτη (1788-1848). Παρά ταύτα, από το 1819 μέχρι το 1826 ο Μάντζαρος επισκεπτόταν τακτικά την Ιταλία για διεύρυνση των γνώσεων και των εμπειριών του, και συνδέθηκε ιδιαίτερα με το περιβάλλον του Κονσερβατορίου της Νεάπολης. Ο Σολωμός εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα τις τελευταίες μέρες του 1828 και λίγο αργότερα γνώρισε αυτοπροσώπως τον Μάντζαρο. Από τη στιγμή εκείνη η μεταξύ τους φιλία υπήρξε συνεχής, ειλικρινής και καθόλα παραγωγική μέχρι το θάνατο του ποιητή το 1857. Στην περίοδο της πρώιμης γνωριμίας τους ανήκει και το έργο που σημάδεψε και τους δύο, δηλαδή η πρώτη, και λαϊκότροπη, μελοποίηση του Ύμνου εις την Ελευθερίαν, το αρχικό μέρος της οποίας καθιερώθηκε το καλοκαίρι του 1865 ως ο Ελληνικός Εθνικός Ύμνος. Μάλιστα, το συγκεκριμένο απόσπασμα ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1830 εθεωρείτο ο άτυπος ύμνος των Επτανήσων.
Ο Μάντζαρος ως μέλος της κερκυραϊκής ιθύνουσας τάξης έλαβε δημόσιες θέσεις [γραμματέας της Εισαγγελίας του Ιονίου Κράτους (1818-1832) και ιδιαίτερος γραμματέας του Προέδρου της Ιονίου Γερουσίας (1833-1856)]. Από την άλλη, ακριβώς η αριστοκρατική καταγωγή του τον απέτρεψε από το να θεωρήσει τον εαυτό του επαγγελματία συνθέτη και δάσκαλο. Για τον ίδιο λόγο ο Μάντζαρος αυτοχαρακτηριζόταν ακόμη και στα εξώφυλλα των έργων του ως «ερασιτέχνης» («dilettante»), παρότι οι συνθετικές και παιδαγωγικές δραστηριότητές του είχαν όλα τα ποιοτικά στοιχεία του «επαγγελματισμού» της εποχής. Σε αντιστοιχία με τα παραπάνω βρίσκεται και η απόφαση του μουσουργού να μην αποδεχτεί ποτέ κάποια χρηματική ανταμοιβή για τη μουσική προσφορά του.
Ωστόσο, η μουσική αποτελούσε πάντοτε την άμεση προτεραιότητα του Μάντζαρου. Ήδη στα 1830 ήταν γνωστός και εκτός των Ιονίων ως σημαντικός δάσκαλος αντίστιξης, ενώ του προτάθηκε η ανάληψη της διεύθυνσης των Κονσερβατορίων της Νάπολης (1835) και του Μιλάνου (1838). Παρέμεινε, όμως, στη γενέτειρά του διδάσκοντας αφιλοκερδώς, γαλουχώντας ολόκληρη σειρά συνθετών της Επτανήσου (ενδεικτικά, Αντώνιος και Ιωσήφ Λιβεράλης, Σπυρίδων Ξύνδας, Δομένικος Παδοβάς, Διονύσιος Ροδοθεάτος) και στηρίζοντας ηθικά, οργανωτικά και πρακτικά τις δραστηριότητες της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κερκύρας (επίσημη ίδρυση: 1840), της οποίας υπήρξε ισόβιος καλλιτεχνικός διευθυντής από το 1841. Από τα 1830, όμως, παρατηρείται και μια σαφής διαφοροποίηση στους μουσικοαισθητικούς προσανατολισμούς του Μάντζαρου προς μία τρόπον τινά «νεοκλασική» και λιτή τεχνοτροπία, στην οποία η φούγκα έπαιζε κεντρικό ρόλο, γεγονός που σήμερα αποτελεί κλειδί για την κατανόηση του ώριμου έργου του μουσουργού (αλλά ως έναν βαθμό και του Σολωμού).