Ονομάζομαι Κυριακή Καλπούζου. Το πατρικό μου είναι Κωφίδου, που και αυτό ήταν παρατσούκλι του παππού από το Αντωνιάδης Χαράλαμπος, διότι αρρώστησε από τις κακουχίες από ελονοσία και κουφάθηκε.
Και οι δύο γονείς μου γεννήθηκαν στον Πόντο. Ο πατέρας μου στην Ορτού της Νικομήδειας και η μητέρα μου στην Οινόη, κοντά στην Κερασούντα και τη Σαμψούντα.
Δεν είχα την τύχη να γνωρίσω τους γονείς του πατέρα μου. Είχαν πεθάνει, ο μεν παππούς σε ηλικία 60 χρόνων, η δε καλομάνα σε ηλικία 54 χρόνων.
Οι κακουχίες και οι στεναχώριες ήταν αιτία να χαθεί, επίσης, ο ένας γιος σε ηλικία 23 χρόνων από φυματίωση, ενώ ο άλλος, ο θείος Αναστάσης, σκοτώθηκε στον πόλεμο της Αλβανίας. Ένας άλλος θείος, ο Γιάγκος, έχασε το πόδι του. Ο πατέρας μου ήταν ο μεγαλύτερος και υπηρέτησε στην αεράμυνα.
Αυτά τα αναφέρω απλώς για μερικούς από τους ντόπιους Έλληνες, που τα πρώτα χρόνια θεωρούσαν τους πρόσφυγες παρείσακτους. Περασμένα-ξεχασμένα…
Ο πατέρας σπάνια μιλούσε για την πατρίδα του, πονούσε πολύ. Κι εγώ, μικρή τότε, δεν τον ρωτούσα. Θα είχα μάθει πολλά πράγματα.
Είμαι, όμως, τυχερή και περήφανη που μεγάλωσα με έναν νοικοκύρη, ήρεμο χαρακτήρα, που ό,τι και να μου έλεγε η πρώτη του κουβέντα άρχισε με το “πουλίμ’ να προσέχεις όπου και αν πας, έχεις πέντε αδελφές (και ένας αδελφός), κανένας δεν μας πρόσβαλε, αλλά να προσέχεις τον εαυτό σου”.
Η μητέρα μου είχε γεννηθεί στην Οινόη, μια πόλη με 20.000 πληθυσμό.
Αν και ήταν 14 χρόνων όταν πήγαν στην Ελλάδα, σπάνια μιλούσαν για την πατρίδα τους. Μόνο μερικές φορές που άκουγε τη γιαγιά Κερεκού, τη μητέρα της, να λέει όλο τα ίδια πράγματα θύμωνε. “Ξέχασέ τα” της έλεγε, “κοίτα τώρα πώς είσαι…”.

Η γιαγιά Κερεκού (Κυριακή) υπέφερε από μια χαρακτηριστική άνοια. Θυμόταν με το νι και με το σίγμα από 8 χρόνων τα πρώτα σκετς που έπαιξε στο σχολείο, μέχρι που χήρεψε στα 37 της. Από εκεί και πέρα δεν θυμόταν, τα είχε μπερδέψει στο μυαλό της. Κάθε μέρα επαναλάμβανε τα ίδια και τα ίδια.
Εμείς τα εγγόνια της τα μάθαμε όλα απ’ έξω, ήταν σαν να τα είχαμε ζήσει.
Έλεγε η γιαγιά: “Ο πατέρας μου ήταν ο καπετάν Γιώργης. Με τα καράβια του ταξίδευε στη Μαύρη Θάλασσα μέχρι την Οδησσό, όπου ο αδελφός του είχε ξενοδοχείο”.
Αλλά έλεγε η γιαγιά ότι “εμείς δεν είμαστε μαυροθαλασσίτες, εμείς ήρθαμε από άλλη θάλασσα…”
Ήταν σαν μια αληθινή αρχόντισσα με τον τρόπο που μιλούσε και έκανε τις δουλειές της. Έλεγε ότι παντρεύτηκε 15 χρόνων το Δημοσθένη Ελευθεριάδη, έμπορο ρυζιών. Σηκωνόταν το πρωί, άναβε το μαγγάλι και της έλεγε “σήκω κυρία, μαντάμ… το τσάι και το γάλα είναι έτοιμο”.
Από τη γιαγιά έμαθα το ευρωπαϊκό τσάι με γάλα. Μετά όταν ήρθαμε στην Αυστραλία, είδα τους Αυστραλούς που το έπιναν και πειράζαμε τη γιαγιάκια…
“Πώς ήταν το σπίτι σας…”
“Ήταν τριόροφο, απέναντι από τη θάλασα, με ψηλό μαντρότοιχο. Στην αυλή είχε μια μαρμάρινη στέρνα, όπου μαζεύαμε το βρόχινο νερό. Οι σκάλες και οι βεράντες ήταν μαρμάρινες και στον τρίτο όροφο είχαμε απόπατο (τουαλέτα) και χαμάμ”. Της έλεγα “γιαγιά, μη τα θυμάσαι και στεναχωριέσαι”…
“Πώς να μην κλαις και να μη λυπάσαι όταν θυμάσαι τι είχες και τι έχασες…”
Καημένη γιαγιά, όταν πήρε το δρόμο της προσφυγιάς, χήρα, ο μεγάλος της γιος ήταν στον τουρκικό στρατό. Λιποτάκτησε, πήγε στο βουνό με τους Έλληνες αντάρτες και με κάποιο τρόπο έφτασε στην Κωνσταντινούπολη και από την Ισπανική πρεσβεία έβγαλε εβραϊκό διαβατήριο και έφυγε για την Ελλάδα.
Μετά από έξι μήνες, μέσω του ραδιοφωνικού προγράμματος του Ερυθρού Σταυρού, ανταμώθηκε με την οικογένειά του στη Ζάκυνθο, όπου είχε φτάσει και η γιαγιά μετά από μεγάλες ταλαιπωρίες και με μόνη περιουσία τα χρυσαφικά της που ήταν πολλά και τις χρυσές λίρες που κατάφερε να κρύψει πάνω της, αλλά και τα ντοκουμέντα για τις περιουσίες που άφησαν πίσω.
Τους είχαν πει ότι όποιος έχει χαρτιά, ανάλογα με την περιουσία που άφησε θα τους έδιναν στην Ελλάδα από αυτά που άφησαν οι Τούρκοι.
Όλα ήταν παραμύθια…
Τελικά, ο θείος Θοδωράκης, ο μεγάλος της γιος, τους πήρε και πήγαν στη Μακεδονία, γιατί τους είπαν ότι θα τους έδιναν κλήρο.
Το χωριό ήταν στο Νομό Φλώρινας, στην επαρχία Αμυνταίου. Λεγόταν Σλεβίτς στα τουρκικά, μετά με τους πρόσφυγες λεγόταν Λακιά και σήμερα λέγεται Λεβαία.
Εκεί γεννήθηκα και εγώ και έφυγα από εκεί στα 17 μου χρόνια.
Έτσι η καημένη η γιαγιά, από αρχόντισσα με τα πλούτη και όλα τα καλά, βρέθηκε με τόσες ταλαιπωρίες σε ένα φτωχό χωριό που ακόμα και το νερό το κουβαλούσαν με τα γαϊδουράκια. Αλλά οι πρόσφυγες το έκαναν ένα από τα καλύτερα χωριά.
Μερικοί από τους επιφανείς της οικογένειάς μας τώρα:
Είναι ο Γεώργιος Τσικριτζής, ο καπετάνιος με τα δικά του καράβια. Ο Κυριάκος Τσικριτζής, ιατρός. Ο Λάζαρος Τσικριτζής, δάσκαλος. Ο Φωκίων Ελευθεριάδης, λόγιος και ποιητής. Ο Λεόντιος Ελευθεριάδης, εθνομάρτυρας και μέλος του Ποντιακού Κομιτάτου. Εκτελέστηκε μαζί με άλλους στην Αμάσεια.
Όλα αυτά είναι διαπιστωμένα και από τα ιστορικά γραπτά του Ανέστη Λαζαρίδη, ο οποίος γνώρισε και προσωπικά τις οικογένειες των παππούδων μου Τσικριτζή και Ελευθεριάδη.
Θα ήθελα εδώ, με πολύ αγάπη και σεβασμό να σας αφιερώσω το πρώτο σκετς που έπαιξε η γιαγιά η Κερεκού, έτσι όπως μας το έλεγε η ίδια σχεδόν καθημερινά.
“Εγώ”, έλεγε, “ήμουν ο αετός και όλα τα πουλιά παρακαλούσαν εμένα”.
Αετός: Αλίμονόν σας πουκρά – πουλιά κατηραμένα, σας πνίγω στη στιγμή, μικράν εάν ακούσω φωνήν και ταραχήν.
Και λέει η Βλαξ (κουκουβάγια): Ω, βασιλεύ και άρχοντα, είμαι η βλαξ. Λυπήσουμε και μην με καταφάεις, άσε με να ζω στα σκοτεινά, τον ήλιο να μη βλέπω και να πλανώμαι στα βουνά όταν τροφή δεν έχω.
Και συνεχίζει το κοτσύφι: Και το κοτσύφι βασιλιά, λευτέρωσε κι εμένα να σου τα πλέξω με τα γλυκά τα νανουρίσματά σου.
Και όλα μαζι τα πουλιά: Ας πάμε ένα-ένα, πουλάκια αγαπημένα, να τον παρακαλέσουμε, να το καθυκετεύσουμε, ίσως μας συγχωρήσει και μας ευσπλαχνισθεί.
Και άλλα πολλά τραγούδια και παραδόσεις από τη σοφή και πολυπαιδεμένη γιαγιά.
Η διάλεκτος στην Οινόη ήταν διαφορετική από αυτή που μιλούσαν οι Πόντιοι που ζούσαν στην ενδοχώρα του Ππόντου. Μάλιστα, άκουσα πολλές φορές τη μητέρα μου που φώναζε τον πατέρα μου “αγροχάλτη” (αυτός που δούλευε στους αγρούς).
Πολλά είναι αυτά που γνωρίζω αλλά τι να πρωτογράψεις…
Αυτό που με στεναχωρεί είναι που τον διωγμό δεν τον διδαχθήκαμε στα σχολεία όσο θα έπρεπε και ειδικά τα πρώτα χρόνια. Τώρα τελευταία κάτι γίνεται, αλλά και πάλι όχι τόσο όσο θα έπρεπε.
Σας ευχαριστώ που μου δίνετε την ευκαιρία να γράψω αυτά τα λίγα.